Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Με σημάδια από 27 σπαθιές και από 9 βλήματα».

1951, Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας
(με το άσπρο μουστάκι) επιθεωρεί στο ΙΚΑ τον πρώτο υπολογιστή.


«Η Ελλάδα πεινάει κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο....; »

Μια φράση γνωστή. Μια φράση ενδεικτική, υπερβάλλοντας  και ιστορική, θα λέγαμε.  Μια φράση που "έμεινε", λες (!), σαν επιγραφή  σε τύμβο, να μας θυμίζει πως είναι να διαθέτει κάποιος ακεραιότητα, εντιμότητα, αυτοσεβασμό,  ανιδιοτέλεια...... χαρακτηριστικά  μάλλον ξεχασμένα.

Είναι η  φράση που μ' αυτήν είχε αρνηθεί το τηλέφωνο που "...ίσως θα έπρεπε να έχει δίπλα στο κρεβάτι του...",  όπως του είχε προταθεί από ανθρώπους που τον νοιάζονταν και ανησυχούσαν γι αυτόν,  τότε που ζούσε μόνος και αφού υπέφερε από φυματίωση, στο μικρό σπιτάκι που έμενε στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. 
Ή πάλι, πάλι μια δική του γνωστή φράση:  «Τι κάνω ; Σκάβω για να καλοτρώγω;».  Όταν οι γύρω του του υπενθύμιζαν ότι δεν έπρεπε να τρώει μόνο ψωμί ελιές και φέτα ότι  ....λόγω της αρρώστιας είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού κι εκείνος με απλότητα απαντούσε το παραπάνω.
Ο πολύ πιστός του φίλος Ανδρέας Ιωσήφ μας μεταφέρει:
"Η σκηνή εξελίσσεται στο εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» που ζητάει οδηγό.  Ο αδελφός του Πλαστήρα που είναι άνεργος, το μαθαίνει και προστρέχει κι εκείνος να κάνει αίτηση.
Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρωτάει πώς λέγεται: Ο "αδελφός" διστάζει να πει το όνομά του... θυμάται την εντολή...  Ακόμα έχει στ' αυτιά του του την αυστηρότητα της φωνής του αδελφού του και στρατηγού με την εντολή απαγόρευσης προς... όσους επίδοξους θα ήθελαν να "εισπράξουν" κάποιο όφελος:  
"... με ακούτε... Γιώργο... Βασίλη... Αγγελική;  Κυρίως σε εσάς απευθύνεται η εντολή... (μιλάει στ' αδέλφια του)." 

Η φωνή του υπάλληλου τον επαναφέρει, τον ακούει να ρωτάει πάλι και δυο και τρεις φορές...  "το επίθετό του"...  ώσπου αναγκάζεται  να προφέρει "τ' όνομα",  να ομολογήσει, ότι τον λένε ...Πλαστήρα !

Παραξενεμένος, όπως είναι φυσικό, ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με τον στρατηγό και πρωθυπουργό. 
Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού τελείωσε η διαδικασία της αίτησης, ο άνδρας παρακαλεί ...να μη το μάθει ο στρατηγός, ο  ...αδελφός του. 
Ο στρατηγός όμως που το μαθαίνει... τον καλεί αμέσως στο σπίτι του.  Αφού τον επιπλήττει,  του απαγορεύει (!) στη συνέχεια να αναλάβει  την εργασία λέγοντάς του: 

«Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Περιττό να πούμε ότι ο "υποψήφιος οδηγός" δεν έπιασε ποτέ την συγκεκριμένη εργασία."
_____________

Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό:

Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. 
Απόρησε εκείνος. «Τί...  Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»

Ο Μοάτσος τρέχει περιχαρής στον Πλαστήρα, να του το αναγγείλει για να  εισπράξει την αντίδραση:   «Άντε ρε Γιάννη, και μετά...;   Με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;».... και μιλώντας...  σκίζει το έντυπο σε τέσσερα κομμάτια, τα κάνει ένα κουβάρι και το πετάει σ' ένα καλάθι κοντά του.
_______________

Ο Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό. Ο στρατηγός κάλεσε σπίτι του τον φίλο του Ανδρέα, παρακαλώντας τον να επιστρέψει το δώρο... λέγοντάς του:

- Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.
- Μα θα προσβληθεί.
- Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
__________________

«Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ.».

Μια ακόμα "διάσημη" φράση, χαρακτηριστική του άνδρα, είναι η απάντηση  του στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, το 1952.   Όταν μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη που βλέπει τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρωτάει με οικειότητα: 


«Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» 

Η απάντηση του Πλαστήρα,  είναι όντως αφοπλιστική.  Ο πρωθυπουργός που βασανιζόταν από την αρρώστια, ήταν κατάκοιτος, όταν εκείνη την  ημέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. 


«Όλα για την Ελλάδα !»

Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω:


«Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26/7/1953 τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά – ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα».


Στρατιωτικός και πολιτικός στη νεότερη Ελλάδα. Έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία, για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (ως ο Μαύρος Καβαλάρης) και την Μικρασιατική εκστρατεία. 

Πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα. 
Κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1951-1952.

Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας στις 4 Νοεμβρίου του 1883. Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του καταφεύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφουν στην Καρδίτσα,  όπου φοιτά στο δημοτικό και στο Ελληνικό σχολείο της πόλης. 

Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπτεται όταν εμπλέκεται σε έναν καυγά με έναν Τούρκο και αναγκάζεται να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοιτά στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επιστρέφει, αφού φεύγουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του.


Τελειώνει το Γυμνάσιο και κατατάσσεται  στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903. Υπηρετεί στο 5ο Σύνταγμα  Πεζικού στα Τρίκαλα όπου προάγεται σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). 
Τον Απρίλιο του 1907  εγκαταλείπει τη μονάδα του, έρχεται σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα και μαζί με μερικούς συναδέλφους του  συγκροτούν ομάδα εθελοντών και παίρνει μέρος, μαζί τους,  στον Μακεδονικό αγώνα.

Η δράση του συνεχίζεται, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της απόστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας,  ερχόμενος πρώτος επιλαχών.

Συμμετέχει ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910, επιτέλους  εισάγεται στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας απ' όπου εξέρχεται, το 1912, ως Ανθυπολοχαγός.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και επειδή αυτό ανήκε στη στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τις πρώτες που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης.

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων το 5ο Σύνταγμα πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του υπολοχαγού λόγω εξαιρέτων πράξεων. 

Το 1914 από τη Χίο όπου βρισκόταν φεύγει για την Αθήνα και συναντά τον Στέφανο Σαράφη. Μαζί συνεννοούνται για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου. Ο Πλαστήρας μεταβαίνει στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο και παίρνει μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα.

Αυτό όμως ακριβώς το σχέδιο που οργάνωνε είναι και η αιτία να μάθει ότι πρόκειται να συλληφθεί...    Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ακύρωσε τα σχέδιά του αλλά και τη σύλληψή του. Επιστρέφει στη Χίο και ολοκληρώνει το σχεδιασμό άμυνας του νησιού.



Περίοδος του Εθνικού Διχασμού

Σ' αυτήν την άσχημη, για την ανώριμη Ελλάδα, περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τάσσεται με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετέχει σ΄ αυτό. 
Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 κι όταν βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή μαζί με άλλους αξιωματικούς με τον Βενιζέλο, για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με το γαλλικό στρατό στη Θεσσαλονίκη. Αυτός τους ζητάει να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα προκειμένου να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν κι άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα. 
Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916.

Στο Μακεδονικό μέτωπο,  τραυματίζεται και προάγεται σε ταγματάρχη. 
Στη Χίο, ορίζεται ως Στρατιωτικό Διοικητής.   
Στην μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη "επ' ανδραγαθία" σε αντισυνταγματάρχη. 



Οι μπολσεβίκοι εισέρχονται στην Οδησσό (Φεβρ 1920)

Η  αποπληρωμή των δανείων και η εξόντωση των ελληνικών κοινοτήτων

Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετέχει, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων. 

Και να υποστηρίξουν τους εκεί μαχομένους εναντίον των Μπολσεβίκων αντιπάλους τους, τους επονομαζόμενους "Λευκούς". 
Οι "Λευκοί" ήταν ένα σύνολο από Ουκρανούς εθνικιστές, οπαδούς του Τσάρου, τοπικοί οπλαρχηγοί, στρατηγοί και πρίγκιπες με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, ένοπλες οργανώσεις, ενώ ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες των "Λευκών ήταν ο στρατηγός Ντενίκιν  Anton Denikin (1872 –1947)
Η εκστρατεία αυτή αποσκοπούσε, αφενός, στην τιμωρία, τρόπον τινά, των Μπολσεβίκων, που μετά την επικράτησή τους είχαν αποσκιρτήσει από την Αντάντ και είχαν διακόψει τις επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο, και, αφετέρου, στην εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων (ίσως αυτός να ήταν και ο κύριος λόγος), που είχε συνάψει η Τσαρική Ρωσία με τους Γάλλους και τα οποία δεν αναγνώριζαν πλέον οι Μπολσεβίκοι. 

Οι ελληνικές δυνάμεις τέθηκαν αμέσως υπό τη διοίκηση της Α' Συμμαχικής ομάδας μεραρχιών, δυνάμεως 70.000 ανδρών, την οποία διοικούσε ο γάλλος στρατηγός Ντ' Ανσέλμ. Οι Έλληνες ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα της συμμαχικής δύναμης, καθώς οι γάλλοι στρατιώτες ήταν εμφανώς καταπονημένοι από την περιπέτεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και πολλοί από αυτούς έβλεπαν με συμπάθεια το κομμουνιστικό καθεστώς του Λένιν. Κλήθηκαν, όμως, να συμμετάσχουν σ' έναν πόλεμο σκοπιμότητας, «αδικαιολόγητο και πρόχειρα προετοιμασμένο», σύμφωνα με μεγάλη μερίδα ιστορικών.

Εναντίον του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, οι Σοβιετικοί διέθεσαν τρεις στρατιές, με δύναμη 217.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός, αφού συνέτριψε το ουκρανικό αυτονομιστικό κίνημα τον Ιανουάριο του 1919, στράφηκε στη συνέχεια κατά των Συμμάχων στην Οδησσό και την Κριμαία. Με τη συντριπτική του υπεροχή τους ανάγκασε σε μάχες οπισθοφυλακών, στις οποίες οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν για την αυταπάρνηση και την πειθαρχία τους.

Η εκστρατεία στην Ουκρανία απέτυχε, τόσο λόγω της κακής σχεδίασης της, όσο και γιατί η επέμβαση των Δυτικών έμοιαζε (και ήταν) μια ωμή επέμβαση σε ξένη Χώρα για την εξυπηρέτηση τραπεζικών οικονομικών συμφερόντων. Η Ελληνική συμμετοχή έβλαψε την Ελλάδα σε πολλά επίπεδα, χωρίς να της προσφέρει κανένα από τα προσδοκώμενα από τον Βενιζέλο, διπλωματικά κέρδη. 

Μετά την πλήρη επικράτηση τους οι Μπολσεβίκοι εξόντωσαν όλες τις πολυπληθείς κοινότητες Ελλήνων στην Κριμαία, στην Γεωργία και στην Οδησσό, ενώ βοήθησαν αποφασιστικά τον Κεμάλ στον πόλεμο του κατά των Ελλήνων, τόσο διπλωματικά όσο και οικονομικά, ενώ του παρείχαν άφθονο πολύτιμο στρατιωτικό υλικό και  προπαντός   πυροβολικό.

Μετά την αποτυχία ο Πλαστήρας διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη,  επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στην Σμύρνη.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας δεν εξασφάλισε την ουσιαστική Γαλλική βοήθεια και αρωγή για τις Ελληνικές επιδιώξεις στην Μικρά Ασία. Εκτός από σποραδικές φιλικές δηλώσεις Γάλλων υπευθύνων, η στάση της Γαλλίας ήταν πρόδηλα φιλοτουρκική και φιλοκεμαλική ήδη από το 1919, καθώς οι Γάλλοι θεωρούσαν την αναδυόμενη Τουρκία του Κεμάλ ως ανάχωμα στις πολλές Αγγλικές οικονομικές επιδιώξεις στην περιοχή, που εξυπηρετούνταν και από την Ελληνική παρουσία.

Στο Μικρασιατικό μέτωπο, στη Μαγνησία, ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει υπ' ευθύνη του την περιοχή,  στην προάσπιση των Ελληνικών πληθυσμών, και σε εκκαθαρίσεις από τους τσέτες, [από το τούρκικο cete = ληστοσυμμορία].  Οι Τσέτες είναι Τούρκοι εθελοντές που πολέμησαν κατά του ελληνικού στρατού στην περίοδο του μικρασιατικού πολέμου οργανωμένοι σε τάγματα ή συμμορίες).
Με σκοπό την φροντίδα των ορφανών ελληνόπουλων  ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο. Τον Ιούνιο του 1920 προελαύνοντας καταλαμβάνει το Αξάρι (αρχαία Θυάτειρα), αρχηγείο των Τσετών,   .
.

               Ο στρατηγός Ιωάννου, ξεχνάει ότι είναι διοικητής Σώματος Στρατού - ζηλεύει 
               τη τύχη των πολεμιστών της πρώτης γραμμής. Και αδιαφορώντας για τα 
               επιτελικά σχέδια, φέρνει τη Μεραρχία Σμύρνης προς τη Μαγνησία. 
               Θέλει να καταλάβει το Αξάρι, να προφθάσει τον Πλαστήρα με τους Τσολιάδες 
               του, που, αν και ανήκε στο νότιο συγκρότημα, διατάχθηκε να προσκολληθεί 
               στον Ιωάννου. 
               Το βράδυ βρίσκει την έδρα της Μεραρχίας και τον σωματάρχη στο Μιχαλήτσι. 
               Η μάχη συνεχίζεται με πείσμα, ο εχθρός αντιστέκεται σκληρά. 
               Αλλ' ο Ιωάννου ανυπομονεί:

              - Κάντε γρήγορα, μωρέ... φωνάζει στους αξιωματικούς του. Θα μας το πάρει 
                ο Πλαστήρας το Αξάρι.
               Θα έλεγε κανείς, ότι το 5/42 του Πλαστήρα ανήκε στον ...Κεμάλ!

               Τόσος ήταν ο συναγωνισμός. Αλλ' ο Ιωάννου είχε δίκιο. Την επομένη οι Τούρκοι 
               υποχωρούν και το στρατηγείο ξεπερνά τις προφυλακές και... τρέχει να καταλάβει
               το Αξάρι. Μεγάλη η απογοήτευση. Στην είσοδο της πόλης τους σταματά ένα
               απόσπασμα. Κι ο επικεφαλής, ταγματάρχης Μπουρδάρας, αναφέρει ότι το Αξάρι 
               κατέχεται από το 5/42.

               - Πότε, μωρέ, το πήρατε; ρωτά θυμωμένος ο Ιωάννου.
               - Χθες το βράδυ, στρατηγέ μου.
               - Το βράδυ!... Πενήντα χιλιόμετρα σε μια μέρα; Πες στον Πλαστήρα, ότι θα μου 
                  κουράσει τους Τσολιάδες μου!

Στις εκλογές της ίδιας χρονιάς που διεξήχθησαν μεταξύ των στρατιωτών στο Μικρασιατικό  μέτωπο, ο Πλαστήρας φρόντισε να διεξαχθούν άψογα στον τομέα του, όπου η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία! 

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα, ενώ ο Πλαστήρας, χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, «ο αγαπητός στους άνδρες του Πλαστήρας απέφυγε τη μετάθεση», ενώ συκοφαντήθηκε για περιύβριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τελικά αποκαλύπτεται ότι η καταγγελία είναι ψευδής.

Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε  πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους αντιπάλους που τον ονόμασαν «καρά-πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως «σεϊτάν ασκέρ» (στρατός του διαβόλου).

Κατά την προέλαση, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γρότσο, πέρα από τον Σαγγάριο. 


Αλμυρά έρημος, Σαγγάριος
Τις νύχτες έμενε μόνος του, έχει αναφερθεί,  ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας.

Το μέτωπο καταρρέει....
                                        ....... όμως ο Πλαστήρας συνεχίζει... με τις μάχες που δίνει έστω και κατά την τακτική αυτή υποχώρησή του (!),  μαζεύει όσους στρατιώτες συναντούσε στο διάβα του από διαλυμένες μονάδες. 

Και ακόμα, μ' αυτήν την καθυστέρηση που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. 
Για αυτούς τους λόγους και για πολλούς ακόμη... αγαπήθηκε πολύ από τους πρόσφυγες, σε τέτοιο σημείο, που να δίνουν τ' όνομά του  στα παιδιά τους.



Ανάμειξη στην Πολιτική

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο 'Αρχηγός').

Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά  Κωνσταντίνο Α' σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β' και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ´αυτήν. 

Με τις ανάλογες πρωτοβουλίες, φρόντισε,  περιέθαλψε και στέγασε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ! 

Με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών, στους ακτήμονες.

Ανασυντάσσει τη στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. 

Χάρη σ´αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός. 

Η μεγάλη αναταραχή στην κοινωνία τον αναγκάζει να πάρει για μια ακόμα φορά πρωτοβουλία. Υποστηρίζει και αναλαμβάνει την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», προλαβαίνοντας χειρότερες ίσως καταστάσεις, κατευνάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή.



"Άξιος της Πατρίδος" και Κινήματα


Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 καταθέτει την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτείται και αποστρατεύεται με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ' Εθνοσυνέλευση τον ανακηρύσει «Άξιο της Πατρίδος».

Αναχωρεί και ζεί δυό χρόνια με κλονισμένη υγεία στην Ευρώπη.

Στις 12 Οκτωβρίου 1925 επιχειρεί την ανατροπή του πρωθυπουργού Θεόδωρου Πάγκαλου. Είναι η δεύτερη απόπειρα, μετά την προσπάθεια, για τη σύλληψή του τον Αύγουστο του 1925, όταν ο Πάγκαλος περνούσε από τη Λάρισα. 

Στην προσπάθεια συμμετέχει ο Γεώργιος Παπανδρέου και άλλοι πολιτικοί με επικεφαλής το Νικόλαο Πλαστήρα που έφτασε κρυφά στην Αθήνα από την Καρδίτσα όπου βρισκόταν με αστυνομική επιτήρηση. 

Οι στρατιωτικές αρχές τον εντοπίζουναν στο Φάληρο, όμως ο Ναπολέων Ζέρβας, τότε φρούραρχος Αθηνών, δεν καταφέρνει να τον συλλάβει, καθώς ο Πλαστήρας κρύβεται σε φιλικό του σπίτι στην οδό Τσακάλωφ στο Κολωνάκι. 
Ο Ζέρβας κυκλώνει την περιοχή και μετά από καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών ο Πλαστήρας παραδόθηκε στον στρατηγό Τσερούλη, διοικητή του Α' Σώματος Στρατού και υπό φρούρηση μεταφέρθηκε στον Πειραιά και με το πολεμικό σκάφος «Λέων» οδηγείται στην Ιταλία.


Τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6 Μαρτίου 1933, μόλις άρχισαν να γίνονται γνωστά τα πρώτα αποτελέσματα των εκλογών, σε συνεννόηση με φίλους του στρατηγούς, προσπάθησε να εμποδίσει το σχηματισμό κυβερνήσεως από το «Λαϊκό κόμμα» του Παναγή Τσαλδάρη και κινήθηκε για να καταλάβει την εξουσία σχηματίζοντας κυβέρνηση Στρατηγών, υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. 

Η προσπάθεια του δημιούργησε κύμα από διαφωνίες, ενώ συνάντησε και την άρνηση του στρατηγού Αλέξανδρου Οθωναίου. Μετά το αποτυχημένο κίνημα για να αποφύγει την σύλληψη και με τη βεβαιότητα ότι θα διωχθεί ποινικά για εσχάτη προδοσία, φυγαδεύτηκε, με τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου, αρχικά στην Πάτμο, στα Δωδεκάνησα που ήταν υπό Ιταλική κατοχή, και στη συνέχεια μέσω Βηρυτού έφτασε στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια.

Στο επόμενο Στρατιωτικό Κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την έγκριση του Βενιζέλου) προσέφερε και πάλι την υποστήριξή του παρ´όλο που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος, που όμως έλαβαν όλοι αμνηστία με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας τον ίδιο χρόνο, από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄.

Εκεί παρέμεινε ως τον Δεκέμβριο του 1944, ενώ τον συντηρούσαν οικονομικά φίλοι της οικογένειας Βενιζέλου, μεταξύ τους και η Πηνελόπη Δέλτα με την οποία διατηρούσε αλληλογραφία. 



 Σεπτέμβριος του 1937


Κατά την διάρκεια της 4ης Αυγούστου ο Πλαστήρας προσπάθησε να σχηματίσει μια μυστική οργάνωση στην Αθήνα για την ανατροπή του καθεστώτος της.

Δημιουργήθηκε ένας υποτυπώδης οργανισμός στην Αθήνα, με πυρήνα απότακτους αξιωματικούς του κινήματος του 1935, 


αλλά η επιρροή του ήταν πενιχρή και ουσιαστικά ήταν ακίνδυνη για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που διέθετε αποτελεσματικούς και οργανωμένους μηχανισμούς καταστολής. 

Η οργάνωση αυτή ονομάστηκε Ε.Δ.Ε.Σ. και αποτέλεσε τον πυρήνα για την σημαντική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Κατοχή υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα, 

με μέλη μεταξύ άλλων τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, και τον Κομνηνό Πυρομάγλου και είχε ως αρχηγό κατ΄ όνομα τον Νικόλαο Πλαστήρα.

Σε συνέντευξη του σε μία Γαλλίδα δημοσιογράφο, εξέφρασε την άποψη του για τη δικτατορία, τονίζοντας ότι: 

«δέν είναι σύστημα προόδου και εξυψώσεως του διανοητικού επιπέδου των λαών.»




2ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Μετά τη στρατιωτική επίθεση της Γερμανίας που προκάλεσε την κατάρρευση της Πολωνίας και της Γαλλίας, σχηματίζει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να εμπλακεί σε πόλεμο κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς δεν διέθετε τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις, σε πολεμικό υλικό και ανθρώπινο δυναμικό. 

Ακόμη και μετά την Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος και την Γερμανική εμπλοκή που ακολούθησε, θεωρούσε ότι η Ελλάδα επιβάλλονταν να αποδεχθεί τις γερμανικές προτάσεις για στρατιωτική ανακωχή με προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.
Στις 2 Οκτωβρίου 1940 μετακομίζει στην ελεύθερη ζώνη, στη Νίκαια (νότιο Γαλλία) και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Φράντσια, στον αριθμό 9 της λεωφόρου Βίκτωρ Ουγκώ.
Τα Γερμανικά στρατευμάτων έχουν εισέλθει  πια στο Παρίσι.

Στις 2 Νοεμβρίου αποκτά προσωρινή άδεια παραμονής για έξη μήνες, που του παρέδωσε ο νομάρχης των Αλπ-Μαριτίμ.  Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1940, δίνει εντολή στην Ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι ώστε να εμποδίσει τον Πλαστήρα να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Σε επιστολή του, ο Πλαστήρας, την 21ης Απριλίου 1941, προς τον φίλο και συνεργάτη του Κομνηνό Πυρομάγλου, όταν τα γερμανικά στρατεύματα προήλαυναν στο έδαφος της Ελλάδος, γράφει, 

«..Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν.  Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε και μετά τινάς μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)...». 


Στις 16 Ιουλίου 1941, στέλνει επιστολή προς τον Πλούταρχο Μεταξά πρεσβευτή της Ελλάδος στο Βισύ της κατεχόμενης Γαλλίας, όπου θεωρεί ότι, 

«...Υπήρχε έδαφος διευθετήσεως της ελληνοϊταλικής συρράξεως τη μεσολαβήσει της Γερμανίας… η αδεξιότης επί της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου οδήγησεν τον ελληνικόν λαόν εις έναν άνισον πόλεμον με μίαν μεγάλην δύναμιν ως η Ιταλία...». 

Την ίδια εποχή η κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού που είχε καταφύγει στην Μέση Ανατολή, αρνήθηκε να του εκδώσει διπλωματικό διαβατήριο, άρνηση που τον εξόργισε και κατηγόρησε τον τότε πρωθυπουργό, ως συνεχιστή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Είναι καλοκαίρι, Ιούνιος του 1941. 

Οι Γερμανοί από το Παρίσι, στέλνουν τον αξιωματικό των Es-Es Roland Nosek στη Νίκαια της Γαλλίας να συναντήσει τον Πλαστήρα προσκαλώντας τον στο Παρίσι.

Άγνωστο δε είναι και ποιο ήταν το θέμα  συζήτησης, σε συνάντηση που είχε ο Πλαστήρας με εκπρόσωπο της κυβέρνησης της Αθήνας, κάποιον Νίκο Ρούσο.    

Αργότερα, ο Πλαστήρας ενημέρωσε  τις αρχές Ασφαλείας του Βισύ πως του είχε προταθεί να αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα. 
Μεταξύ 23 Ιουλίου και 29 Αυγούστου πραγματοποιεί ταξίδι στο Παρίσι και επαφές με τις εκεί Γερμανικές αρχές, για μια ακόμα φορά... άγνωστο με ποιο περιεχόμενο.

Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Christophe Chiclet, 
σκεφτόταν αφελώς:

« ...ότι η Γερμανία θα κέρδιζε τον πόλεμο και ότι θα γινόταν ο δημοφιλής δημοκράτης δικτάτορας της Ελλάδας, σωτήρας μιας χώρας που εγκαταλείφθηκε από το βασιλιά και τους φιλομοναρχικούς».

Τελικά επειδή η πλειοψηφία των βενιζελικών προσωπικοτήτων προσχώρησε στους Άγγλους, στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και επομένως και στον βασιλιά, εκείνος απομονώθηκε. 

Αρχές του φθινοπώρου του 1941, έρχεται πάλι σε επαφή με τον Πυρομάγλου τον οποίο στέλνει στην Ελλάδα με σκοπό να αναστείλει κάθε ένοπλη αντίσταση, ο οποίος τελικά προσχώρησε στον ΕΔΕΣ. Ο Πλαστήρας ήταν ένας, παρά τη θέληση τη δική του, πρόεδρος του ΕΔΕΣ.

Από έγγραφο του F.O (Αύγουστος του 1942) πληροφορούμαστε πως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εισηγηθεί να δοθεί στον Πλαστήρα διαβατήριο για να φύγει από τη Γαλλία. Η τελευταία αυτή πρόταση αναστάτωσε το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον Εμμανουήλ Τσουδερό, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Κανελλόπουλο, τόνιζε πως η επιστροφή του Πλαστήρα έθετε αναπόφευκτα εκ νέου συνταγματικό ζήτημα.

Τον Αύγουστο του 1943 ο πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο ζητά πληροφορίες περί του Πλαστήρα από τους Γάλλους στο Αλγέρι, ενώ τον Φλεβάρη του 1944 αρχίζουν να πληθαίνουν οι προσπάθειες εκ μέρους της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης (οι φιλελεύθεροι Σοφοκλής Βενιζέλος και ο υπουργός πολέμου Βύρωνας Καραπαναγιώτης) για να έλθει ο Πλαστήρας σε επαφή μαζί τους Την ίδια περίοδο, η SOE έβλεπε στο πρόσωπό του τον Έλληνα de Gaulle και λόγω του παρελθόντος του αντιμετωπιζόταν σαν σύμβολο της δημοκρατίας.




Μεταπολεμικά

Τον Νοέμβριο του 1944 ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με το Σιάντο.

Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για "ξεπάστρεμα όλων των δεξιών" και "κάψιμο χωριών".
Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας: 

"Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!"  με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει: 
"...κάθισε κάτω ζαγάρι !".


1945, Πρωθυπουργός


Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944, την ξενοκίνητη και τόσο καταστροφική  (όπως πάντα) περιπέτεια, για τους Έλληνες,   κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945.

Παρ΄όλα αυτά ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ζαν Μπελέν έγραφε στις 6 Απριλίου 1945:

«Οι Βρετανοί θεωρούν τον Πλαστήρα μια μετριότητα... Κάνουν τα πάντα για να τον διώξουν» 

Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο, και συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. 

Όμως τον Μάρτιο του 1945, μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελληνικόν Aίμα" φωτοτυπίας της επιστολής του που κατά τη διάρκεια του πολέμου συνιστούσε κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζήτησε την άμεση παραίτηση του Ν. Πλαστήρα και της κυβέρνησής του όπου και ακολούθησε στις 8 Απριλίου 1945.

Η επίμαχη αυτή επιστολή του Πλαστήρα είχε σταλεί στον Έλληνα πρέσβη στην Γαλλία του Βισύ, Πλούταρχο Μεταξά τον Σεπτέμβριο του 1941, αφού η Ελλάδα είχε παραδωθεί και η Ελληνική κυβέρνηση είχε αποδράσει στην Μέση Ανατολή. 

Η επιστολή αυτή αφορούσε στην άρνηση της Ελληνικής κυβέρνησης Τσουδερού να δώσει διαβατήριο στον Πλαστήρα διευκολύνοντας τις κινήσεις του. Η άρνηση αυτή εξόργισε τον Πλαστήρα, ο οποίος κατηγόρησε τον Τσουδερό ως συνεχιστή της 4ης Αυγούστου. 



Η εφημερίδα "Ελληνικό Αίμα" είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Κατοχή, είχε την φήμη του αντιστασιακού εντύπου και το δημοσίευμα της προκάλεσε μια πολιτική θύελλα στην Ελλάδα.

Προφανώς η χρονική στιγμή δημοσίευσης δεν ήταν τυχαία, αλλά εξυπηρετούσε τα βρετανικά σχέδια για πιο σκληρή αντιμετώπιση του ΕΑΜ - ΚΚΕ. 


Φημολογείται μάλιστα ότι η επιστολή διοχετεύτηκε στον Τύπο από τις μυστικές υπηρεσίες της Αγγλίας. Ο Πλαστήρας δεν αρνήθηκε την γνησιότητα της επιστολής και αυτή θεωρήθηκε γνήσια από την κοινή γνώμη της εποχής και τις πολιτικές δυνάμεις:  

«
...και παρ΄ όλα αυτά όταν η αδεξιότης της εξωτερικής πολιτικής της 4ης Αυγούστου οδήγησε τον Ελληνικόν λαόν εις έναν άνισον πόλεμον με μιαν μεγάλην δύναμιν ως η Ιταλίαν, έρριψα εις την λήθην όλας τας πικρίας και έκαμα ότι εξηρτάτο από εμέ εις την επιτυχίαν του αγώνος. Αρκεί προς επιβεβαίωσιν τούτου μιαν έκκλησιν μου προς τους Έλληνας της Αμερικής υπό ημερομηνίαν 17 Νοεμβρίου 1940, ως και μιαν συνέντευξιν μου, ζητηθείσα εδώ υπό ξένον ανταποκριτήν...

Από της ενάρξεως όμως του μετά της Ιταλίας πολέμου, αι ανησυχίαι μου υπήρξαν μεγάλαι και παρά τας τοπικάς νίκας του ελληνικού στρατού στα αλβανικά βουνά, προησθανόμην τας ολεθρίας συνεπείας μιας αστόχου πολιτικής και προπαντώς εκ της ανυπαρξίας ικανής διευθύνσεως των πολεμικών επιχειρήσεων. Η έπαρσις των ανθρώπων του σεσηπότος καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αναζωογονηθέντων υπό την μαχητικήν ορμήν του Έλληνος στρατιώτου, υπερέβη κάθε όριον. Η τύφλωσις των ήταν τοιαύτη, ώστε απέρριψαν και αθρόας προσφοράς προς συμμετοχήν εις τον αγώνα ενός σεβαστού αριθμού αξιωματικών τους οποίους το κίνημα του 1935 είχε θέσει εκτός στρατού...

Κατά το τέλος του μηνός Νοεμβρίου του 1940 πληροφορούμαι βασίμως ότι υπάρχει έδαφος διευθετήσεως της ιταλοελληνικής συρράξεως τη μεσολαβήσει της Γερμανίας. Έκαμα ότι ήταν δυνατόν, εις την περίπτωσιν αυτήν, ώστε η Ελλάς να επωφεληθεί της ευκαιρίας, αλλ΄ εχθρική στάσις εναντίον μου και του καθεστώτος εν γένει, αλλά και της πρεσβείας του Βισύ, καθίστα αδύνατη την προσωπική μου ενέργεια. Έστειλα τον πρώτον φίλο μου κ. Πυρομάγλου να έλθει σε επαφήν με την πρεσβείαν και να τους πληροφορήση σχετικώς με το σπουδαιότατον αυτό ζήτημα, αλλ΄ ούτος δεν εγένετο δεκτός παρά λίαν δυσμενώς και παρα του συμβούλου της πρεσβείας.

Βραδύτερον κατά Ιανουάριον και Φεβρουάριον, ο κίνδυνος ήτο οφθαλμοφανής. Ανήσυχος μέχρι απελπισίας ηθέλησα να μεταβώ εις Αίγυπτον. Φίλοι μου εκεί ενήργησαν μέσω Αγγλικών αρχών να μου διευκολυνθή η μετάβασις, αλλά και πάλι η καλή διάθεσις των Άγγλων προσέκρουσεν εις την κατηγορηματικήν απαίτησιν της κυβερνήσεως Μεταξά να μην μου επιτραπή η μετάβασις επί Αιγυπτιακού εδάφους. Εσκέφθην τότε να επιχειρήσω, όπως επιτύχω μετάβασιν εις Βηρυττόν, οπόθεν θα μου ήτο εύκολον να να επικοινωνήσω μέσω προσώπου τινός της Ελληνικής κυβερνήσεως, δια να της παραστήσω τον κίνδυνον και τας ελπίδας αποφυγής της καταστροφής δια μιας συμφωνίας μεσολαβήσει της Γερμανίας.... Δυστηχώς όλαι αι προσπάθειαι μου απέτυχον, οφειλόμεναι εις την εχθρικήν διάθεσιν εναντίον μου της πρεσβείας, παρ΄ όλον ότι προσεπάθησα να διευκολύνω την επαφήν, πράγμα το οποίο θα έπρεπε να επιδιώξει εκ της ιδιότητος της η πρεσβεία και όχι εγώ.

Εάν κ. πρεσβευτά κατόρθωνα να μεταβώ εις Βηρυττόν, έτρεφον πολλάς ελπίδας ότι θα έπειθον την κυβέρνησιν Κορυζή τουλάχιστον να επιδιώξη την προτεινόμενην εκ μέρους της Γερμανίας διευθέτησιν της ιταλόελληνικής συρράξεως. Είχα αρκετά σοβαρά πειστήρια προς τούτο.

Παρ΄όλα αυτά δεν έπαυσα τας ενέργειας μου, όπως ωθήσω προς μιαν απευθείας συννενόησιν της Γερμανίας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως Μεταξά, ήτις κατά τας πληροφορίας μου, ήρξατο από του Δεκεμβρίου, αλλ΄άνευ αποτελέσματος, χωρίς να γνωρίζω τους λόγους της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων εκείνων.

Και το μοιραίον επήλθεν. Η Ελλάς ήχθη προς αυτοκτονίαν παρά μιας βασιλικής κυβερνήσεως δεχθείσης μετ΄απεριγράπτου αφελείας ν΄αντιμετωπίση τας δύο μεγαλυτέρας στρατιωτικάς δυνάμεις της Ευρώπης, καίτοι της υπεδείχθη υπό της συμμάχου Αγγλίας ότι η βοήθεια της θα ήταν αυστηρώς περιορισμένη. Η ανήκουστος κουφότης της Βασιλικής κυβερνήσεως υπήρξεν η αφορμή μιας τραγικής καταστροφής για της χώρας εντός ολίγων ημερών και ως να μην ήρκει ετούτο ένεκα τελείας αγνοίας των νεότερων πολεμικών μεθόδων, παρέτειναν ασκόπως τον πόλεμον δια να συντελεσθή η πράξις η τελευταία του δράματος δια την μετατροπήν εις ερείπια της ωραίας αλλά ατυχούς νήσου Κρήτης, την ευθύνην της οποίας κατά μέγα μέρος φέρει επί των ώμων του ο κ. Τσουδερός, γέννημα αυτής. Αυτά είχα να πώ εις απάντησιν του περιεχομένου της επιστολής σας κ. πρεσβευτά....


Μετά της προσηκούσης υπολήψεως
                   ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ         »


"Αλλαγή"

Μετά την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». 
Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 - 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 - 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα».

Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες κλπ. 

Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο.

Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να μην προχωρήσει την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης όσο θα ήθελε.  

Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και η υπαγωγή των υποθέσεων στα τακτικά δικαστήρια, η κατάργηση των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής.

Eπί των κυβερνήσεών του η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στάλθηκε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα και εκτελέστηκε το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Μπελογιάννης. Τα γεγονότα αυτά και η απαίτησή του να στηριχτεί απ' την Αριστερά στις εκλογές, τις οποίες διεξήγαγε με πλειοψηφικό σύστημα, και κατά συνέπεια η Αριστερά θα καταδικαζόταν σε πολιτική εξαφάνιση, καθόρισε το σύνθημα του ΚΚΕ «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας».

Με αυτό ακριβώς το σύνθημα διασπάστηκε το κόμμα του,  και με την Αμερική να υποστηρίζει την εκλογή του Παπάγου έχασε τις εκλογές στις 16 Νοεμβρίου 1952. 

Η κλονισμένη υγεία του δεν του επιτρέπει να συνεχίσει περαιτέρω την πολιτική του δράση και πεθαίνει στις 26 Ιουλίου 1953. 

Στην κηδεία του δόθηκε επίσημος χαρακτήρας και παραβρέθηκαν ο βασιλιάς, όλος ο πολιτικός κόσμος και άνθρωποι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την τότε ελληνική πραγματικότητα. Μίλησαν πολλοί επιφανείς πολιτικοί του φίλοι και αντίπαλοι. Οι σημαίες είχαν αναρτηθεί μεσίστιες με διαταγή του Παπάγου, και παλιοί στρατιώτες του εθεάθησαν να θρηνούν επάνω από τη σορό του.

Η  τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, που πρώτος αυτός "οραματίστηκε", βλέποντάς την όπως είχε δημιουργηθεί μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις με τεράστιες καταστροφές που είχαν σημειωθεί στην περιοχή, ονομάστηκε προς τιμήν του, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, Λίμνη Πλαστήρα.

Προτομές του υπάρχουν στην Καρδίτσα, στον συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας Αθηνών και στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. 

Ένα στρατόπεδο στη Λάρισα καθώς και το τρένο της Δυτικής Θεσσαλίας φέρουν το όνομά του. Στον τόπο καταγωγής του, το Μορφοβούνι, πραγματοποιούνται εδώ και δεκαετίες πολιτιστικές εκδηλώσεις με το όνομα «Πλαστήρεια» ενώ το 1994 δημιουργήθηκε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών «Ν. Πλαστήρας» με διάφορα τμήματα, στόχος του οποίου είναι η δημιουργία μονογραφικού Μουσείου Πλαστήρα. 
Με την εφαρμογή του «σχεδίου Καποδίστριας» στην τοπική αυτοδιοίκηση, συστάθηκε Δήμος Πλαστήρα, ο οποίος περιλαμβάνει τα ανατολικά παραλίμνια χωριά.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει το 1965: 

«Στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μόνο δύο δημόσιοι άνδρες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα θερμό ρεύμα συναισθηματικής επαφής με τις μάζες, ο Παπανδρέου τώρα και ο Πλαστήρας άλλοτε...».
________________________________________________

Ο Παναγιώτης Ματαράγκας σκαρώνει στίχους για τον Μαύρο Καβαλάρη 
_____________________________________________________________________________

http://www.istoria.gr/
http://www.livepedia.gr/
www://wikipedia.org
http://gianniskostis.blogspot.gr/
www.istorikathemata.com

ELEGHOS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.