Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Νά ύπερβή έτόλμησε τήν δόξαν τήν άρχαίαν





ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ

Τ Ο Υ   Ε Υ Α Γ Γ Ε Λ Ι Σ Μ Ο Υ 1

Εύαγγελίζου σήμερον ή γή χαράν μεγάλην.
Σάρκα θνητήν ένδύεται ό βασιλεύς τής γής.
Είς τόν υιόν τής θλίψεως ό πλαστουργός άγκάλην
                             Πλήρης έξέτεινε στοργής.

Φρυάσσουν τά Ταρτάρεια βασίλεια τής φρίκης,
Ένώ τό κρίνον έκλαμπής ό Γαβριήλ κρατών,
Σημείον άνεγέρσεως, φαιδρότητος καί νίκης
                             Εύαγγελίζει τον Χριστόν.

Εύαγγελίζει τόν Χριστόν. Λαοί τής γής χαρήτε
Όσοι άλύσεις φέρετε είς εύγενή λαιμόν
Κ’ είς τής τιμής τό στάδιον στενάζετε, μοχθείτε.
            Παύουν οί χρόνοι τών κλαυθμών.

Μορφήν ό κόσμος ήλλαξεν. Οί θρόνοι καταπίπτουν
Ώς τείχη έτοιμόρροπα, ώς πύργοι παλαιοί.
Άτιμασμένοι, έντρομοι, ύποζυγοι δέν κύπτουν,
                        Δέν κύπτουν πλέον οί λαοί.

Προσφέρει είς τήν Μαριάμ ό Γαβλιήλ τό κρίνον,
Καί χαίρε, λέγει, ό Θεός, παρθένε, μετά σού.
Κ’ ή λάμψις τών άπείρων του άπήστραπτεν άκτίνων
Ώραιοτέρα άνθρακος, σαπφείρου καί χρυσού.

Μετ’ άγωνίας ήκουσε τό χαίρέ του ή κόρη,
Καί τού Θεού τήν εύνοιαν ή άμωμος άμνάς,
Ή άσπιλος ν’α φαντασθή παρθένος δέν είμπόρει.
Τρόμος κατείχε κ’ έκπληξις τάς φρένας τάς άγνάς.

Πώς δύναται τήν θάλασσαν φιάλη νά έγκλείση ;
Τούς Ούρανούς πώς δύναται νά περιλάβ’ ή Γή ;
Πώς είμπορεί τόν Πλάστην του τό πλάσμα νά ένδύση
                                      Σάρκα γηίνην κ’ ένάγή ;

Άλλ’ ό Θεός ένέκρινε τίς θέλει άντιτείνει ;
Ό,τι αυτός έπρόσταξεν, αυτό άς τελεσθή,
Ύπέλαβεν ή Μαριάμ έν ταπεινοφροσύνη.
Δι’ Εύας νέας έπρεπεν ή πλάσις νά σωθή.

Έσώθη. Είς τού Γαβριήλ τό χαίρε ή γή χαίρει.
Άπό τού χάους τής νυκτός τών πρώτων ίδεών
Τήν σκυθρωπήν της κεφαλήν ή άνθρωπότης αίρει.
                            Άνθρωπον βλέπει τόν Θεόν.

Ώ χαίρε ! Έγνωρίσαμεν ύπερ τόν κόσμον όλον
Τήν ύψηλήν άξίαν σου οί Έλληνες ήμείς
Όπόταν τό έλευθερον μάς είδες πυροβόλον
Ύπερ νά έκκενώσωμεν πατρίδος καί τιμής.
Ήμέραι τής εύκλείας μας έπιστραφήτε πάλιν.
Τό στήθός μου φλογίσατε φεύ ! Πρό πολλού νεκρόν.
Έμπρός μου έκτυλίξατε τήν Τουρκομάχον πάλην
                                      Κάν είς πανόραμα μικρόν.
Έκεί είς τά άπόκρημνα τής Θεσπρωτίας όρη
Τών ίεράκων σύντροφοί καί τών σταυραετών
Προτείνουν δόρυ άνδρικόν, έλευθερίας δόρυ,
Οί άλκιμοι βραχίονες τών σκυμνών Σουλιωτών.

Είς τού Σουλίου τά βουνά άνέτειλεν ό Έλλην
Φιλότομος, φιλόπατρις, άπτόητος ώς πρίν.
Τού αίσχους τήν νυκτερινήν διέλυσε νεφέλην
                                 Μέ κεραυνόν βαρύν.

Άνδρί’ άφόβων γυναικών τόν τύραννον προσβάλλει.
Πώς πολεμούν άπόλεμος έδίδαξε γυνή,
Καί έκτακτον μετέωρον έπί τών βράχων πάλλει
                              Γυνή ρομφαίαν εύγενή. 2

Είς τρομερά πυρίτιδος ή Δέσπω νέφ’ υψούται.
Κρατήρ’ άνοίγει φονικόν ή φοβερά της χείρ.
Μέ τούς τυράννους καίεται, άλλά δέν ταπεινούται.
Δέν παραδίδει τ’ όπλον τής ή μόνον είς το πυρ. 3

Καλόγηρος άτρόμητος τό Κούγκι μεταβάλλει
Είς τρομερόν ήφαίστιον φλογών καί κεραυνών,
Κ’ έν τή μιά τήν κύλικα, τό ξίφος έν τή άλλη
Κρατών, λαμπρόν μετέωρος κοσμεί τόν ουρανόν. 4

Μυστηριώδης άστραπή τά πνεύματα φωτίζει
Κ’ είς τάς καρδίας άγνωστον έμβάλλει όργασμόν.
Ό ταθλιμμένος χαίρεται, ό άνελπις έλπίζει,
Κ’ αίσθάνεται έκλείποντα τόν πρώην μαρασμόν.

Άπό τό Βελιγράδιον μέχρι Μάλε’ άσθμαίνον
Τό γένος τόν άφόρητον ταράττει χαλινόν,
Καί τήν στιγμήν τήν ένδοξον τής πάλης περιμένον
Άκούει τό γλυκύμολπον σκιρτών έωθινόν.

Δεύτε, ό Ρήγας έψαλλεν, ώ παίδες τών Έλλήνων.
Τά όπλα άναλάβωμεν έκδικηταί βαρείς.
Είς τήν παρθένον έδιδεν ό Γαβριήλ τό κρίνο,
Καί έκθαμβος τόν ήκουεν ή Μαριάμ πατρίς.

Έλλάς μου, δέν σ’ έπρόφθασα είς τού σταυρού τά πάθη.
Καί γλώσσ’ άλκίφρονος πατρός τό τέκνον του νά μάθη
Πώς τόσην άπεβάλομεν αίσχύνης συμφοράν.

Καί όμως ήρκ’ ή στέρησις τών συγγενών μου όσα
Δέν είδον, δέν έγνώρισα νά φαντασθώ μικρόν.
Τετράς εύτόλμων άδελφών έκδίκησιν διψώσα
Είς φόνους εύρε κ’ αίματα τόν θάνατον πικρόν.

Έκ τής κονίστρας τών φλογών, τών φόνων, τών αίμάτων
Ό πέμπτος μόνος έμελλε μονόχειρ νά σωθή.
Φεύ ! ίνα ίδη γενεάν ό τάλας έκτρωμάτων,
Καί τόσον αίμα μέ χολήν πικρά να πληρωθή.

Τά πάντα έθυσίασεν είς τόν βωμόν τού γένους.
Ήρήμωσε τόν οίκον του, κ’ ή γλαύξ ήδη θρηνεί
Είς τούς τοίχους καταρρέοντας κι’ έγκαταλελειμμένους.
Όπίσω του δέν άφησε κανένα συγγενή.

Έκ τής καμίνου έσωσεν τόν μέγαν άρχηγόν του
Όταν έν Λάλα δίδυμος τόν έκαμψε πληγή,
Καί όταν είς τό Ναύπλιον τό ρεύμα τών έχθρών του
Τήν στέγην του έκύκλωσε έν λύσση καί οργή. 5

Έμόχθησεν, έμόχθησεν έν μάχαις καί είρήνη
Καί τάς πληγάς του έντιμον έφρόνει άμοιβήν,
Κ’ έν ψάθη θνήσκων άφησε τά τέκνα του έν πείνη
Χωρίς κατά τού έθνους του ν’ άρθρώση συλλαβήν.

Άλλ’ άς παρέλθουν μάρτυρες αυτοί ευλογημένοι.
Δεν θέλω όχι σήμερον έν δάκρυ νά χυθή,
Άλλ’ ευθαρσής ύπό φλογών μεγάλων καιομένη
Ή νεολαί’ άνθάμιλλος τών πάππων νά δειχθή.
Ή δάφνη είς τά αίματα βλαστάνει τών μαρτύρων,
Τό αίμα έχει θέμεθλον ή έθνική τιμή.
Τό θάρρος έκ τής κόνεως τά έθνη άνεγείρον
Μ’ αιματωμένον στέφανον τόν κρόταφον κοσμεί.

Όπου πατήσης κόκκαλα, όπου πατήσης τάφοι.
Ίδού ό,τι απέμεινεν ή πρώτη γενεά.
Έτάφησαν οί πρόγονοι κ’ ή δόξα έξετάφη.
Διέβη τών μεγαλουργών άνδρών ή στρατιά.

Έξέλιπεν άλλ’ ή πατρίς ήτοίμασε τήν νέαν.
Μέ γάλα τήν άνέθρεψεν έλεύθερον, άγνόν.
Είς τον υιόν προσέφερε τής δόξης τήν σημαίαν,
                            Υιόν πατέρων ευγενών.

Είς τόν υίόν τού μάρτυρος τό νέον μέλλον κείται.
Τρείς σπιθαμαί άγόνου γής δέν είνε ή πατρίς.
Κοπείσ’ άσπλάγχνως καί μελών καί κεφαλής στερείται,
Τόν Πίνδον καί τον Όλυμπον θλίβει ζυγός βαρύς

Βαρύς ζυγός τήν ένδοξον τού Άλεξάνδρου χώραν,
Όθεν οί κοσμοκράτορες έξέβησαν στρατοί.
Ύπό θανάτου φαίνεται ύπνούσα μανδραγόραν
Ή Γή, ήν Δύσις καί Βορράς μάς διαμφισβητεί. 6

Αί νήσοι κλαίουν δέσμιοι, αί κόραι τού Αίγαίου.
Ή ύπερήφανος θρηνεί πατρίς τών ίπποτών,
Ή νήσος τής περιπαθούς Σαπφούς καί τού Άλκαίου,
                                  Δύο μεγάλων ποιητών.  7

Δούλη στενάζ’ ή εύτολμος πατρίς τών Κορυβάντων,
Όπου τό ρόδον φύεται καί ή έλαί’ άνθεί.
Παλαίστρ’ άγώνων φονικών καί εύκλέων συμβάντων
                     Είς μάτην φεύ ! Ανδραγαθεί.   8

Ή χώρα όπου ένδοξος ποτέ ηύτοκρατόρει,
Προπύργιον Έλληνισμού έν τή Άνατολή,
Ή γενεά τών κομνηνών καί όπου όδοιπόροι,
Κατέλυσαν οί μύριοι, τού κόσμου άπειλή,

Ό Πόντος κύπτει τό λαιμόν είς τών δεσμών τό βάρος,
Καί ούδεμί’ άκούεται φωνή άρρενωπή.
Μόνος άστράπτει τηλαυγής τών ναυαγούντων φάρος
                   Ή πρός τά γράμματα ροπή.

Τής Ίωνίας βέβηλος πνοή τ’ άνθη μαραίνει,
Καί έπί δούλων τάς λαμπράς ό Φοίβος έξαντλεί
Άκτίνάς του ! Τήν εύγενή φυλήν πιέζει ξένη,
Ήν λαίλαψ είς τάς χώρας μας διέσπειρε θολή.

Αίματωμένην άλυσιν είς εύγενή λαιμόν
Ό ύπερήφανος φορεί λαός τής Έπτανήσου,
Έκείνος όστις έχυσε τό αίμα μεθ’ ήμών
Συμπάσχων έπί τής ξηράς καί έπί τής άβύσσου.

Άλλ’ όχι τάς άδίκους του άλύσεις θ’ άποσπάση.
Τό τέκνον είς τήν μητρικήν στοργήν θ’ άποδοθή,
Άρκεί στιγμήν ό τρυφερός παλμός νά μή κωπάση.
Ή άνδρική εύστάθεια τά πάντα κατορθοί. 9

Έλευθερίας έπεσε τής γής ό πλάστης μάρτυς.
Εύηγγελίσθη ύπαρξιν άδούλωτον ή γή,
Τών άπεχθών άλύσεων ό Γαβριήλ άντάρτης
Μέ θείον εύαγγελισμόν τήν γήν φωταγωγεί.

Έκείνος τούς πατέρας μας ένέπνευσε φανείς
Ν’ άναπετάσουν εύτολμοι άντάρτριαν σημαίαν,
Κ’ ένώ δέν έφαντάζετο τόν Έλληνα κανείς
Να ύπερβή έτόλμησε τήν δόξαν τήν άρχαίαν.

Τό λάβαρόν της έθνικής τιμής κατησχυμένον
Τής άτελούς έκόσμησε Σελήνης τήν χαράν,
Καί μάρτυς μεγαλόψυχος πληρών τό πεπρωμένον
Ό Κωνσταντίνος έκλειε τής δόξης τήν σειράν.

Ζωής σπινθήρα έρριψεν ό λύχνος τελευταίον
Καί ή σκιά τής ζοφεράς κατέπεσε νυκτός,
Τό λάβαρον τής πίστεως δέν έκυμάτει πλέον,
Είς αίματα έτέρπετο κατακτητής φρικτός.

Παντού σιγή καί θάνατος ή όδυρμοί καί θρήνοι.
Ώς μήτηρ είς τό φέρετρον παιδίου της ή γή
Τόν σκοτισθέντα ήλιον τής δόξης της έθρήνει,
Τίς έλεγε πώς ό σβεστός κρατήρ θά έκραγή ;

Άλλ’ έξερράγη, μεταξύ πρωμάτων κ’ έρειπίων
Τό λάβαρον άνύψωσεν ό Παλαιών Πατρών,
Καί τήν άράν μέ δέησιν έλευθερίας λύων
Διέρρηξε τήν άλυσιν άτίμων ήμερών.

Έλευθερί’ άντήχησεν ή θάνατος κ’ έσείσθη
Έκ θεμελίων έκπληκτος όλόκληρος ή γή,
Τό μέλαν παραπέτασμα τού μέλλοντος έσχίσθη,
Καί τού νεκρούς άνέστησεν ή εύγενής κραυγή.

Άπόλεμοι ρακένδυτοι, γυμνοί καί πειναλέοι
Ό έπονείδιστος γκιαβούρ, ό άτολμος ραγιάς
Κατά στιφών τρομακτικών άτρόμητος παλαίει,
Άνάπτει ένθους πανταχού μαχών πυρκαϊάς.

Τό άροτρον ό γεωργός είς σπάθην μεταβάλλει,
Ό ίερεύς τό ράσον του άφίν’ είς τόν ναόν
Καί εύτολμος πολεμιστής είς τήν παλάμην πάλλει
                             Τό ξίφος το φθοροποιόν.

Είς το Βαλτέτσι τρόπαια έγείρει ό Σταυρός,
Οί σκύμνοι των Λακωνικών κατατροπούν όρέων
Τόν Βαρυσίδηρον στρατόν, κ’ ύποχωρεί αίσχρώς
Ό σπείρων φρίκην πανταχού, ό τρόμον σπείρων λέων. 10

Είς Έρεσσόν έν δίκροτον ώς κήτος φρικαλέον
Τάς μικροπρώρους λέμβους μας ένώ καταγελά,
Έν εύτολμον πυρπολικόν φιλέκδικον έκπλέον
Ώς όφις είς τον τράχηλον έλέφαντος κολλά.

Ή φλόξ φρικώδης ήναψεν, οί Ουρανοί βροντώσιν,
Ό κόσμος άκτινοβολεί, φρυάττουν τά νερά.
Ήμίκαυστοι οί τύραννοι νά φύγουν κοπιώσιν,
Άλλά τής έκδικήσεως τούς καίουν τά πυρά.

Πού σείς πρωτοπαλήκαρα έκρύφθητε τής Λάλας ;
Χαράν τό αίμα είχετε, τόν φόνον παιδιάν,
Μητέρων νά άνοίγετε έτέρπεσθε άγκάλας
                          Μέ μάχαιραν φθοροποιάν.

Ένώπιον σας έκλινε δειλήν τήν κεφαλήν,
Δουλοπρέπης τούς πόδας σας ό Έλλην κατεφίλει,
Καί σείς έδεκατίζετε τήν άτολμον φυλήν,
Άλλ’ άνηγέρθη σήμερον έκ τής σποδού όργίλη.

Τίς έν τώ μέσω τού πυρός, έν μέσω τών αίμάτων,
Έν μέσω τών άλαλαγμών καί των βλασφημιών
Τήν μανιώδη άπωθεί όρμήν τών καθαρμάτων,
                                      Νίκη ή θάνατος βοών ;

Ώ σέ γνωρίζω εύγενής καί εύτολμος καρδία,
Τιμή τής γενέτειρας σου, τού γένους μας τιμή !
Έν μάχαις ήσο ένσαρκος, Άνδρέα, ή άνδρία,
Έν πάση ήσο σύνεσις σωζόπολις στιγμή.  11

Τού Σπαρτιάτου μάρτυρος άνθάμιλλος γενναίος
Ό Διάκος τών Θερμοπυλών κατέχει τά στενά,
Είν’ ό βραχίων του βαρύς ώς μύδρος φρικαλέος,
Τού Λεωνίδα τάς ήχους ό φόνος έξυπνά.

Τού όβελού άτάραχος τήν φρίκην δοκιμάζει,
Άτρόμητος αίσθάνεται τήν λύσσαν τών φλογών,
Καί ψάλλει, ένώ καίονται αί σάρκες του καί σταζεί
Είς τήν πυράν ώς έλαιον τό αίμα τών πληγών.

Μέ τά άρχαία αίματα ήνώθησαν τά νέα,
Έπί όστών έπάτησαν οί τύραννοι διπλών,
Πλήν φονικόν άπήντησαν θεόν τόν Οδυσσέα
Κ’ έσπάρησαν τά χώματα έκ χαύνων κεφαλών.

Όποίος τότ’ εύφρόσυνος, πόσον ώραίος βίος !
Άπό τής μάχης νικητής τάς φλόγας έξελθών
Ό Οδυσσεύς άρματωλός άδάμαστος, άνδρείος
Χορόν έν μέσω έστησε πτωμάτων παμπληθών.

Έν παλικάρι εύτολμον δέν λάμπ’ είς τόν χορόν του,
Είς τής πατρίδος τόν βωμόν έθυσιάσθη είς.
Πλήν τετρακόσιοι νεκροί τιμούν τόν θάνατόν του,
Εύδαίμων ! Μάρτυς έπεσε τού γένους εύκλεής.

Χορεύσατε, χορεύσατε άρματωλοί γενναίοι,
Ώραίοι ώς οί έρωτες κ’ έγώ σάς τραγουδώ,
Ό οίστρος όστις σήμερον τά στήθη μου έμπνέει
Τά όπλα σας έδόξασεν είς τήν Γραβιάν έδώ.

Δέν κύπτει πρό τών δυνατών δουλοπρεπή αύχένα.
Τήν έλευθέραν λύραν μου έμπνέει ή πατρίς,
Αυτή, ήτις τά τέκνα της πρωχά, άτιμασμένα
Είς μάχας δόξης έφερεν έκδικητάς βαρείς.

Άν, Πίνδαρε, τό ύψος σου μέ θάμβος άτενίζω,
Στρουθός έγώ άπέναντι μεγάλου άετού,
Άλλ’ άντ’ άργύρου εύτελούς δέν άπαθανατίζω,
Άνώτερός σου, όνομα άδόξου δυνατού.

Ύμνών νεκρούς τούς ήρωας τής νέας ίστορίας,
Είς μνήματ’ άναπίγραφα τό βήμα μου πλανών,
Πύρ νά έμβάλω έθνισμού ζητώ είς τάς καρδίας,
Τό έσβεσμένον φρόνημα ν’ άνάψω τών φρενών…

Δέν παύει, τρέχει πάντοτε μέ πτέρυγας άνέμου,
Τά ίχνη τών Όθωμανών ό Οδυσσεύς ζητεί.
Φρικτόν παρά τήν Άμφισσαν έκρήγνυται πολέμου
Ήφαίστιον, συγκρούονται άντίπαλοι στρατοί.

Τρόπαιον νέον, θρίαμβος τών Τουρκομάχων νέος,
Ή Ρούμελ’ ύπερήφανον έγείρει κεφαλήν,
Οί Τούρκοι φεύγουν άσυλον όμως ζητούν ματαίως,
Τού Πανουργιά δέν φεύγουσι τήν φονικήν βολήν.

Ή Τρίπολις πρωτεύουσα τής Πελοπείας νήσου,
Ή Τρίπολις άνίκητος τυράννων προμαχών,
Ίλιον νέον, θησαυρούς μακρούς έγκλείων Κροίσου,
Τών έθνικών τήν δύναμιν περιφρονεί λογχών.

Άνδρείως άγωνίζεται τό βάρβαρον στοιχείον.
Έκ τών τοιχών κυλίονται θανάτου κεραυνοί.
Άλλά μοχθεί, δέν κάμπτεται ή τόλμη τών άνδρείων.
Παλαίει, τήν άντίμαχον ίσχύν καταπονεί.

Τά τείχη πίπτουν, πίπτουσιν οί πύργοι καί ή πόλις.
Άγωνιώδεις άντηχούν θνησκόντων στεναγμοί.
Διά νυκτός πύρ μαίνεται καί δι’ ήμέρας όλης
                                       Ό σίδηρος δέν ήρεμεί.

Ήφαίστιον τάς φλόγας του μέχρι νεφών ύψόνει
Καί μεταβάλλ’ είς κόλασιν τήν φοβεράν σκηνήν.
Οί φοβεροί όλολυγμοί, οί στεναγμοί, οί πόνοι
Παρίστων τής Κολάσεως τά βάθη τ’ άχανή.

Μέγα μαχών πανόραμα καί δόξης ή Έλλάς !
Τίς δύναται τά τρόπαια, τάς νίκας νά μετρήση ;
Όποίος είς τά δέκα του ό Ίστρος έκβολάς
Όταν άκτίς άνοίξεως τούς πάγους διαλύση,

Τοιούτος κάτω έρρευσεν όρμητικός, όργίλος
Ό Δράμαλις καταστροφήν καί αίματα διψών,
Ό Έλλην φεύ ! έκραύγαζον θά έπανέλθη είλως,
Μάτην τά όπλα έδραξε, τό λάβαρον ύψών.

Τρείς έρρευσαν μαινόμεναι τυράννων μυριάδες,
Αί πέτραι έσπινθήριζον είς πέταλα όργής,
Έκ τών πυκνών χρεμετισμών άντηχούν αί κοιλάδες,
Τρομακτική κατέβαινε πολέμου καταιγίς.

Τίς θέλει είς τήν θέαν των χριστιανός προβάλει ;

Ό Έλλην άποκρίνεται “ό ευτελής Ραγιάς”
Κ’ ίδού άνοίγει τρομερά νέων αιμάτων πάλη,
Καί ή Έλλάς λαμπρύνεται είς νέας Πλαταιάς.
Προσέλθετε, προσέπθετε οίκτίρμονες τού γένους,
Μετρήσατε τά πτώματα τών λυσσωδών στρατών,
Τούς ποταμούς τού αίματος και τούς τραυματισμένους,
Οί άπιστοι έπλήρωσαν τόν μαύρον Κωκυτόν.

Είς σέ, ώ κλέπτ’ άτρόμητε, ή πρώτη δοξ’ άνήκει,
Κολοκοτρώνη, σέμνωμα τού γένους καί τιμή,
Ώς ευπειθής θεράπαινα σε ήκολούθ’ ή νίκη,
Κ’ έν πίστει όλ’ ήτένιζον είς σέ οί όφθαλμοί,

Σύ μάστιξ άδιάλλακτος τού άπηνούς βαρβάρου
Όστις νά σβέση ένδοξον έμόχθησε λαόν,
Καί δίκην έπλημμύρησεν όρμητικού χειμάρρου
Είς τών θεών τό τέμενος έμπαίζων τόν θεόν,

Ήγρύπνεις άκατάπληκτος σύ κλέπτης είς τά όρη,
Τήν εύκλεά άνάστασιν τού γένους μελετών.
Ήλθεν έκείνος ό καιρός έβρόντησε τό δόρυ,
Ό Άρης κάτω σέ καλεί τό τύμπανον κροτών,

Κοσμείς τό μέγα στάδιον διά λαμπρών τροπαίων,
Είς τήν φωνήν σου σείεται τού Πέλοπος ή γή,
Κ’ αισθάνεται κυκλοφορούν έντός της αίμα νέον,
Καί είνε Νίκ’ ή Θάνατος ή μόνη της κραυγή.

Είργάσθ’ ύπό τήν σπάθην σου ή Τουρκοφάγος σπάθη
Τού άνίκητου ήρωος τής Σκάλας τής Κακής.
Μικρά δέν κατεβίβαζον τό φρόνημά του πάθη,
Άλλ’ ήτο πόθος, σκέψις του τό γένος διαρκής.

Είς τής τιμής τό στάδιον μέ άετού έπέτα
Πτερά, όπου ό κίνδυνος, έφαίνετο έκεί.
Μέ κεραυνούς τόν τύραννον ολέθρου έχαιρέτα,
Καί ήρως άνεδείκνυτο έν πάση συμπλοκή.

Μεγάλ’ ύπέρ τόν Δούναβιν λαίλαψ μαχών ένσκήπτει
Καί τό θηρίον έντρυφών είς αίμ’, άνησυχεί,
Στρέφει φλογώδεις όφθαλμούς, κραυγήν μανίας ρίπτει,
Καί είς τού Ίστρου ρίπτεται τά ρεύματα ταχύ.

Τόν βρυχηθμόν του ήκουσε περίτρομος ή Δύσις
Κ’ έπαραμέρισ’ άνοικτήν άφίνουσα όδόν.
Άλλ’ άταρβής περιφρονεί τούς βρυχηθμούς τής λύσσης
Ό Ύψηλάντης θύελλαν πολέμου κυλινδών.

Αυτός τό πρώτον έρριψε τουφέκι τής τιμής
Καί πρώτος τήν άπτόητον έπτόησε Τουρκίαν,
Καί τής λαμπράς κατέθηκεν αυτός οικοδομής
Τόν λίθον μέ τήν χείρά του ένθουσιών τήν μίαν.  12

Δεσμώτης πικρόν έκλεισεν είς τήν Αύστρίαν βίον,
Τών μοχθών, τών όνείρων του δέν είδε τήν Σιών,
Ό Προμηθεύς είς Καύκασον άλυσοδέθη κρύον,
Διότ’ είς δούλους έρριψε τήν φλόγα τών θεών,

Κ’ έφλόγισε κ’ ένίσχυσε τά κεκμηκότα στήθη,
Κ’ είς τήν σημαίαν έχυσε φώς νέον τού σταυρού,
Χείρ βέβηλος Αύστριακού νά κόψη ήδυνήθη
Τού άετού τάς πτέρυγας χάριν έχθρού σκληρού,

Ό άσεβής, τού Μιναρέ προπύργιον έφάνη,
Τήν ίεράν προσέβαλε σημαίαν τού Χριστού,
Ώς άρκτος όρεσίτροφος είς τήν φωνήν έμάνη
                               Τού Έλληνος άγωνιστού.

Άλλ΄άτιμώρητον ποτέ τό έγκλημα δέν μένει,
Ό Λομβαρδός τόν άτιμον άπέσεισε ζυγόν,
Τού Γαριβάλδη τήν φωνήν ό Βενετός προσμένει,
Όπλίτης άνυπόμονος πρός πόλεμον όργών.

Ή Ουγγαρία σείεται ώς λέαινα όργίλη,
Τάς δουλικάς άλύσεις της νά κόψη άπειλεί,
Άνοίγει φιλεύθερα ό Πολωνός τά χείλη,
                             Γλώσσαν πατρώαν όμιλεί.

Άλλ’ ευθαρσείς θά θραύσωσιν έκείνοι τάς άλύσεις,
Τό αίσχος θ’ άπορρίψωσι, θ’ άναστηθούν αυτοί.
Άλλά ένώ θ’ άγάλλεται άδούλωτος ή Δύσιν
Είς τόν λαιμόν τού Έλληνος ό Τούρκος θά πατή ;

Ώ Όθων, είς σέ κρέμαται τό μέλλον, μή θελήσης
Ή γή ήτις σ’ έκάλεσε νά τήν έγκολπωθής,
Νά βασιλεύσης έπ’ αυτής καί νά τήν κυβερνήσης,
                            Μή, βασιλεύ, καταδεχθής,

Όκνή ύπό τά σκήπτρά σου νά κλαίη, να στενάζη,
Τών ύψηλών της ίδεών φανού έκτελεστής,
Είς τά πεδία τών μαχών ή δόξα σέ φωνάζει.
Είς τήν ίσχύν τών όπλων μας μή, Όθων, δυσπιστής.

Όπλίσου καί συνόπλισον τά τολμηρά της πλήθη,
Όχι έδώ τόν θρόνον της δέν έχει ή Έλλάς,
Είς έρειπίων θέατρον οίκτρόν δέν μεταβλήθη,
Άπείρους δέν προσέφερε υίών της κεφαλάς,

Διά νά λάβη ύπαρξιν δύο άγόνους βράχους
Καί μία φούκτα άλαζών νά έλευθερωθή.
Τούς τολμηρούς συνάθροισον έγγύς σου Τουρκομάχους,
Είς τής πατρίδος τήν φωνήν κανείς δέν άπειθεί.

Είς τού Βοσπόρου τάς άκτάς ό θρόνος τών Καισάρων
Σέ περιμένει. Κίνησον, πορέυου, μήν άργής.
Άλέξανδρος, Έλληνικούς στρατούς κατά βαρβάρων
                                         Άσιανών θά όδηγής.

Ποία χαρά ! άν αύριον ή λύρα μου τολμήση
Νά ψάλη κατορθώματα τής δόξης σου λαμπρά,
Άν τόν μεγάλον Όλυμπον τό βήμα σου κλονίση
Καί τών θεών του κύκλω σου συνέλθ’ ή άγορά !

Άλλ’ ίσως πόθος άκαιρος ποιητική καρδίας.
Έλπίς χρυσή προτρέχουσα καιρών καί γενεών.
Τίς οίδε πόσας πέπρωται νά πίωμεν πικρίας
Πρίν τήν μεγάλην ίδωμεν τών πόθων μας Σιών ;

Άλλά ένώ τόν έθνικόν διθύραμβον τονίζω
Καί καίει πύρ τάς φρένας μου γενναίον, ίσχυρόν,
Ένώ μ’ έλπίδων όνειρα ώραίον μέλλον κτίζω,
Πού τών θριάμβων ‘εφησα τόν εύκλεά καιρόν ;

Τού Δράμαλ’ ή καταστροφή δέν ήτο τελευταία,
Ό φόνος δέν έξήντλησε τόν άθλητήν στρατόν,
Αί μάχαιραί μας αίματα διψούν τυράννων νέα
Τό όνειδος νά πλύνωσι τών δουλικών έτών.

Ώ βλέπω μέ τον φλογερόν δαυλόν είς τάς παλάμας
Τόν Ψαριανόν πυρπολητή τής Χίου άντίκρυ,
Καλύπτουσι καί θάλασσαν καί γήν τά τρόπαιά μας
Έν μέσ’ ό ήρως τών φρικτών δικρότων προχωρεί.

Δέν ήτο τρομερώτερος ό Άγγελος τού τρόμου
Όστις έν μέσω τής νυκτός μέ σπάθην φλογεράν
Τά βρέφη έθανάτωσε, τά βρέφη τού άνόμου
Όστις σκληρός τού Άβραάμ έρήμου τήν σποράν.

Φρικώδες όλοκαύτωμα ή ναυαρχίς άνάπτει,
Βροντούν τών τηλεβόλων της φρικτοί οί κεραυνοί,
Γή, θάλασσα καί ουρανός φεγγοβολεί, άστράπτει,
Άλλάχ, άλλάχ ό δήμιος τής Χίου έκφωνεί !

Άλλάχ, άλλάχ ! Δέν βοηθεί ό πλάστης τούς φονείς,
Φρικώδες κείνται σπάραγμα ή Κάσσος καί ή Χίος.
Ώς άγριοι έσπάραξαν παιδία καί γονείς
Νά σπαραχθώσιν έπρεπεν οί δήμιοι άγρίως.

Τών ήδονών τά όργια, τής τέρψεως τό δείπνον
Φρικώδης διαδέχεται όλέθρου συμφορά.
Καί τού ποτού τόν νήδυμον τρέπ’ είς θάνατον ύπνον,
Καί τής Στυγός τά ρεύματα πληροί τά φοβερά.

Πληροί πτωμάτων ρυπαρών, αίματηρών τεράτων.
Ό τελευταίος ρογχασμός ήχεί τού Καραλή.
Μέ κεκομμένα τά νεφρά κατέρχεται φρυάττων
Όπου οί άλλοι γοερά θρηνούν άμαρτωλοί.
Ώ ποίος ένθουσιασμός, όποίος ζήλος τότε
Κατείχεν όλων τάς ψυχάς γενναίος, ευγενής !
Οί πρώην δούλοι εύτολμοι τής δόξης στρατιώται
                         Άντεκδικούντο τούς φονείς.

Όλ’ ή Έλλάς έκαίετο καί έσιδηροφόρει,
Ό Όλυμπος, ό Κίσσαβος, ή Ίδη πολεμεί,
Μαχών μεγάλων τρόπαια ύψόνονται τά όρη,
Στεφάνους δρέπει ύψηλούς ή έθνική τιμή.

Ώς λαίλαψ καταστρεπτική ό ήρως τού Σουλίου
Ό Μάρκος νύκτιος πατεί τόν Σκοδρινόν στρατόν,
Φιλόπατρις έκδίκησις τάς φρένας τού ήγρίου,
Πυκνά έζήτει σφάγια ώς άετός πετών.

Ως λέων όστις άφοβος είς λύκων ποίμνην πίπτει
Καί σκάπτει καί κρεωκοπεί τά έχθρικά πλευρά
Καί μέ νεκρούς καί αίματα τό έδαφος καλύπτει,
Φρικώδους διαβάσεως σημεία τρομερά,

Ό Μάρκος ούτως έπεσε, φρικτότερος ακόμα,
Εύφραίνει τήν γενναίαν του μέ αίματα όργήν
Καί πρίν άνοίξη ό έχθρός τό έτ’ ύπνώττον όμμα
Τό κλεί’ ύπό τού ξίφους του τήν εύστοχον πληγήν.

Μέ τούς όδόντας χίλιοι νεκροί τήν γήν δαγκάνουν,
Χιλίους κάτω έρριψεν άπίστους ό Σαμψών,
Κρυσταλλωμένοι φρίττοντες οί δήμιοι μανθάνουν
ότι ό ΄Έλλην άναζή έκδίκησιν διψών.

Τούρκοι φωνάζει άφοβος τών θαλασσών ό Άρης
Δαυλόν προτείνων φλέγοντα είς δίκροτον βαρύ,
Καί είς τήν Τένεδον έδώ σάς καίει ό Κανάρης
Αυτός, όστις σάς έκαυσεν τής Χίου άντικρύ.

Καί άλλο όλοκαύτωμα καί άλλαι χιλιάδες
Όθωμανών έκαίοντο, καθάρματα τής γής,
Καί άλλαι μεγαλοπρεπείς έφώτιζον λαμπάδες
                             Τά νέα άθλα τής όργής.

Έν μέσω τής πυρκαϊάς έργάζετ’ άκαμάτως
Μέ χείρα καί διάνοιαν άνήρ μεγαλουργός,
Τού Βυζαντίου ό κλεινός βλαστός Μαυροκορδάτος,
Πολιτικός πολύμητις καί άμα στρατηγός.

Πρός τ’άνω τήν Ήπειρον τό πύρ διοχετεύει,
Μέχρι τών Μαύρων έφθασε Βουνών ή άστραπή
Είς θάμβος μεταβάλλεται τής Δύσεως ή χλεύη
Καί παύ’ είς έργ’ άθάνατα σκληρώς ν’ άμβλυωπή.  13

Δέν είχε τήν εύγένειαν αυτός τού γένους μόνην,
Καπνόν όστις ήλίθιον έγκέφαλον πληροί.
Άλλά καρδία εύγενής τού βίου τήν ραστώνην
Μέ καταιγίδων στάδιον άντήλλαξε βαρύ…

Τό Μεσολόγγι κεφαλήν άποστασίας αίρει,
Τό Μεσολόγγι συγκεντροί τήν έθνικήν τιμήν,
Κτυπά άντικτυπούμενον άφ’ όλα του τά μέρη,
Φράσσει μέ σάρκας καί όστά τήν έχθρικήν όρμήν.

Είς τούς άπτώτους πύργους του ώραία κυματίζει
Μέ αίματα μαρτυρικά βαμμένη ή σημαία μας,
Ώραίος φάρος ζηλωτόν ναυάγιον φωτίζει,
Έκεί ή μεγαλόψυχος παλαίει νεολαία μας.

Νόσος, λιμός καί χείμαρρος άγρίων πολεμίων
Δέν κάμπτει, δέν καταπονεί τό θάρρος τής φρουράς,
Είναι όλίγον κεκμηκός τό πλήθος τών άνδρείων,
Άλλ’ εύτολμον καταφρονεί μυρίας συμφοράς.

Αί βόμβαι πίπτουν χάλαζα, ώς άμμος τά τουφέκια
Καί τά κανόνι’ άντιβοούν, βαρέα τρομερά,
Έδώ αί σάλαπιγγες, έκεί βροντούν τά τουμπελέκια,
Λύσσα έκεί, άλλ’ έθνική έδώ παραφορά.

Τζαβέλ’ άν δέν σ’ έδόξασε τό Πέτα είς τό γήρας
Άρκεί είς σέ ή Λείσοβα, άρκεί ή ΄Άμπλιανή
Τάς δάφνας έκεί έδρέψας μέ άνίκητους χείρας,
                                    Μέ εύτολμίαν εύγενή.

Όχι έν άφρον κίνημα πολιτικής δολίας
Όνόματα περιφανή νά ρίψη δέν άρκεί,
Άθάνατα είς τάς λαμπράς σελίδας τής άνδρίας,
                          Λάμπουν άθάνατα έκεί.

Έκείνος όστις έξορμά ώς θύελλα χειμώνος,
Όστις ίδρύει τρόπαια λόγχων έκπληκτικών,
Όστις παλαίων άνορθοί τό κλέος τού άγώνος
                            Διώκων, σφάζων καί νικών,

Τών έθνικών δέν φαίνεται προδότης αισθημάτων,
Αυτός τό έθνος έπλασε δέν τό έξουδενοί.
Υίός άνδρείος κ’ ένδοξος πατέρων άθανάτων
                    Τήν φύσιν του δέν λησμονεί.

Άλλά βραχνόν έξέρχεται τό άσμα τών τροπαίων,
Οί κεκμηκότες πνεύμονες δέν δίδουσιν φωνήν,
Μοί έπιτάσσ’ ή Μούσά μου νά σιωπήσω πλέον,
Δειλή, τού κόρου τρέμουσα τήν αύστηράν ποινήν.

Άλλ’ ή πατρίς ώς Άμαζώνπροβαίνουσα έμπρός μου,
Κτύπ’ άφοβος τής λύρας σου μέ λέγει τήν χπρδήν.
Άς σ’ έμψυχώσ’ ή άσβεστος ίσχύς τού έρωτός μου,
Αυτή, ήτις σ’ ένέπνευσε τήν έθνικήν ώδήν.

Θεάτρου άνεπέτασας πρωτοφανούς αύλαίαν,
Καί ραψωδός περιβληθείς έσθήτα πορφυράν
Ήρώων νέων γενεάν άτρόμητον, γενναίαν
Νά ψάλλης έπεχείρισες μέ τολμηράν νευράν,

Άλλ’ ότε τών άλκίμων μου υίών τάς άριστείας
Ήρίθμεις, πρίν τόν στέφανον είς όλους τών Μουσών
Προσφέρης, θέλεις τάς θέρμας νά παύσης μελωδίας,
                                     Νά καταβής τόν Παρνασσόν ;

Πλήν που τού κεραυνόχειρος ναυάρχου τών Έλλήνων
Τά άθλα καί τά τρόπαια τού Μιαούλη που ;
Ό Κίμων καί Θεμιστοκλής στόλους βαρείς αισχύνων
Τού γένους μόνον καύχημα δέν έινε τού λοιπού.

Οί στόλοι δέν έξέπληττον τάς άνδρικάς του φρένας,
Μ’ έν σκάφος ήγωνίζετο πρός σκάφη έκατόν.
Ναύς έτρεπε τρομακτικάς δι’ όλμων ώπλισμένας
                             Άκαταμάχων καί φρικτών.

Συναθλητής, συνάμιλλος καί ίσος τολμητίας
Είς τής Μυκάλης τάς άκτάς τής Ύδρας ό δελφίν,
Έπί αυτής μαχόμενος, αυτής τής παραλίας
Όπου ό Πέρσης έπαθε φρικτήν καταστροφήν,

Ένόνει μέ τού Κίμωνος τήν δόξαν δόξαν νέαν.
Μέχρι τού Άδου έφθασαν τών όπλων αί βρονταί,
Καί σείοντες ήγέρθησαν τήν περικεφαλαίαν
                                       Οί Περσοκτόνοι μαχηταί.

Τού Πυθαγόρου ή πατρίς τόν τράχηλον άν πάλιν
Είς τάς άλύσεις έκυψεν, άλλά είς τής τιμής
   Έμόχθησε τήν πάλην
Δι’ άνικήτου πάντοτε καρδίας καί πυγμής.

Άκλόνητος, άπόρθητος τού γένους προμαχών
Τάς άβαπτίστους φάλαγγας ένδόξως κατεπόνει,
Άλλά είς κύκλον πληκτικών όρίων μή τυχών
Περιφανής ύπόδουλος φόρον πίκρον πληρόνει.

Άλλά ένώ τό άσμα μου διέκρινε λιμένα,
Κ’ είς τον ίστον ευφρόσυνον σημαίαν άνορθοί,
Όποίον πλήθος μαχητών μέ ξίφη γυμνωμένα
                                Τό βήμά μου άκολουθεί ;

Τής νέας Τροίας χαίρετε, ήμίθεοι μεγάλοι !
Ώ βλέπω τού Μονόχειρος τόν ήρω’ άδελφόν
Κτυπά βαρύς, είς τάς ψυχάς φόβον ψυχρόν έμβάλλει,
Τή Πέτραν βρέχει μ’ αίματα είς τήν όρμήν τυφών.

Ό είς τό ξίφος άδελφός ύπέρ πατρίδος σύρει,
Καί εύτολμος το σύνθημα τής δοξης έκφωνεί,
Τό τελευταίον τρόπαιον ό έτερος έγειρεί,
Καί βλέπει στεφανούμενον άγώνα εύγενή.

Οί Κουντουριώται, Άτλαντες, τόν όγκον τού άγώνος
Μακρόν έπ’ ώμων φέρουσιν εύπρόθυμοι καιρόν.
Τούς θησαυρούς των χύνουσιν είς τούς στρατούς άφθόνως,
Τού γένους τήν άνάστασιν φρονούντες θησαυρόν.

Τής Καλογραίας ό υίός τόν οίακα άρπάζει
Ένώ οίκτρόν ναυάγιον τό σκάφος άπειλεί.
Κατ’ άτιθάσσων, φοβερών κυμάτων κοπιάζει,
Άλλά έλπίζει πάντοτε λιμένα άσφαλή.

Έν Άραχώβη τρόπαιον άθάνατον ύψόνει,
Τρισχίλιαι τήν τόλμην του κηρύττουν κεφαλαί,
Φρικωδεστάτη πυραμίς τά όμματα θαμβόνει,
Έκπλύνοντ’ έν τών αίματι αιώνων προσβολαί.

Ή πνέουσα τά λοίσθια πυρκαϊά λαμβάνει
Ζωήν έκ νέου φοβεράν, θερμαίνει, προχωρεί.
Τό θάρρος τό πολεμικόν συνέρχεται, αύξάνει,
Παντού παιάνες, άσματα, δεήσεις καί χοροί.

Πρό του Διστόμου ό Όμέρ, ένδόξου ήφαιστείου,
Τά νώτα στρέφει έντρομος είς άτιμον φυγήν,
Ένώ έκ τού περικλέους τών Άθηνών φρουρίου
Δοξάζ’ ‘ηρώων άμυνα τού Κέκροπος τήν γήν.

Έν μέσω φοβεράς βροχής πυκνών διχάζει τόν στρατόν.
Έν πρωτακούστω, εύγενεί άγών’ ύπέρ τών όλων
Τήν δάφνην τήν έπίζηλον ζητεί τών μαχητών.

Σιωπηλός, περίφροντις είς σκέψεις βυθισμένος
Έν μέσω τών μεγαλουργών άνδρών περιπατών
Φλοκάτην άρματωλικήν ό Βύρων ένδυμένος,
Έλλάς, Έλλάς μου έκφωνεί τόν πόλεμον ζητών.

Τροπαιοφόρους πανταχού άντάρτας διακρίνω,
Τόν Τσαμαδόν, τόν Βόττασην, τόν Νοταράν έκεί,
Ό Κυριακούλης μέ καλεί έκ νέου νά έντείνω
Τήν λύραν μου, πλήν δι’ αύτόν ή λύρα μου άρκεί ;

Ίδού, ίδού μέ στέφανον φλογών τό Ναυαρίνον.
Νομίζεις ό Βεζούβιος έκ νέου έξεμεί
Κατά γειτόνων πόλεων φρικτόν όλέθρου θρήνον,
Παλαίει ό πολιτισμος, τά φώτα, ή τιμή.

Άστράπτει τό Ίόνιον, κλονείται τό Αιγαίον…
Ό κόσμος όλος σείεται, όρθούνται οί νεκροί,
Χειροκροτούν δακρύοντες τό έργον τό γενναίον.
Ή Δύσις ύπερήφανον καθήκον έκπληροί.

Είς φλογερά συντρίμματα ίστών, ίστίων, κάλων,
Είς φοβεράν κολάσεως βροντήν καί κοπετόν,
Είς τέφραν, είς έρείπια, είς στρώματα κοκκάλων,
Χιλίων θάπτει όνειδος ό Κόδριγκτων ετών.

Νικά, νικά τά τέρατα τού Γολγοθά τό ξύλον.
Άγών ού ίσως όμοιον δέν ήκουσεν ή γή
Είς τήν όκνήν άνακαλεί Εύρώπην τών Άρβήλων
Τόν ήρωα κ’ είς έντιμον όδόν τήν όδηγεί.

Τό Άγινόρ, ή Ραχόβα, ή Τρίπολις τό Λάλα,
Τό Μεσολόγγ’, ή Κλείσοβα, τό Χάνι τής Γραβιάς
Καί τρόπαι’ άπαράμιλλα είς γήν καί πόντον άλλα
Τά σίδηρα διέρρηξαν δουλείας στυγεράς.

Ώς είς άνδρείος μαχητής όλ’ ή Έλλάς ώρθώθη,
Μέ νίκης ύμνους ήλλαξε τού τάφου τούς ψαλμούς,
Ώς ό Χριστός είς σταυρωτάς λυσσώδεις παρεδόθη,
Ύπέμεινε μαρτύρια, άκάνθας, ραπισμούς,

Άλλ’ ή Έλλάς μετά νεκρών δέν έπρεπε νά μείνη.
Διά έκείνην έλαβεν άνθρώπινον μορφήν
Καί πρός τήν γήν τό βήμά του ό Λόγος διευθύνει,
Οίκτίρμων τήν άστέρινον άφήσας όροφήν.

Εύηγγελίσθη δι’ αυτήν ό κόσμος τόν Σωτήρα,
Καί δι’ ήμών τόν έλαβεν όλη ή γή όμού.
Εύνους, τό Χαίρε δι’ ήμάς έφύλαττεν ή Μοίρα
                         Τού θείου Εύαγγελισμού.

Αύτός έζωογόνησε τούς πόθους τών Έλλήνων,
Αύτός τόν δούλον ύψωσεν είς άρχοντος τιμάς.
΄Εδόθη είς τήν Μαριάμ φαιδρών έλπίδων κρίνον,
                               Πλήν δι’ έκείνης είς Ήμάς.
__________________________________________
Παναγιώτης Γερασίμου Ματαράγκας 


* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ τού ποιητή

1. “Η παρούσα ώδή έγράφη μακράν τής Έλλάδος κατά τό 1861, επομένως περιέχει τάς πρό δωδεκαετίας σκέψεις ήμών. Βεβαίως έάν έγράφομεν σήμερον ήθέλομεν πολύ διαφόρως έκφρασθή περί τινων προσώπων καί πραγμάτων, άλλά δέν έθεωρήσαμεν άναγκαίον ουδ’ εύλογον νά τό πράξωμεν. Καταλείπομεν τήν είκόνα όποία έξήλθε τών χειρών ήμών είς τήν εποχήν νεανικού ένθουσιασμού καί ώς τοιαύτην ύποβάλλομεν άνέπαφον είς τήν ευμενή τού κοινού κρίσιν”.

Ή άνωτέρω σημείωσις έγράφη κατά τό 1873 ότε ή παρούσα ώδή ύπεβλήθη είς τόν τότε τελούμενον Λυρικόν άγώνα. Εύτυχώς ή δυστυχώς, διότι τούτο έξαρτάται έκ τής διαφόρου έκτιμήσεως τής άποφάσεως τής Επιτροπής, δέν συμπεριελήφθη είς τά κριθέντα ποιήματα, διότι κατά τήν σοφήν τής Έπιτροπής κρίσιν, είς ήν ούδέν έχομεν ν’ άντείπωμεν άφού ύπεβλήθημεν είς αυτήν, άνάγεται μάλλον είς τό Έπικολυρικόν ή Λυρικόν είδος, καί τούτο, διότι κατά το πλείστον έστιν άφήγησις

ποιητική τών μεγάλων τού άγώνος κατορθωμάτων. Άληθώς ή παρούσα ώδή κατέρχεται είς τό διηγηματικόν τού έπους, άλλά ποία έκ τών ώδών τού Πινδάρου, ίνα άναφέρω τόν ύπατον τών λυρικών ποιητών, σχετιζομένου πρός τό άντικείμενον τού θέματος του ; Πιθανόν παρ’ έκείνω ή διήγησις νά ήνε ζωηροτέρα, καί νά μή έρπη ώς παρ’ ήμίν μέχρι τού πεζού λόγον. Άλλά τό έλάττωμα τούτο μεταβάλλει τήν φύσιν τής παρούσης ώδής, ήτις ήδύνατο νά καταδικασθή, άλλ’ ούχί ν’ άπορριφθή ; Αί κατ’ έκείνο τό έτος καί αί καθ’ άπαντα τά λοιπά, μη έξαιρουμένων μηδέ τών δύο έκείνων ένιαυτών καθ’ ούς ή εύμένεια τών Έλλανοδικών έτίμησε τά ήμέτερα ταπεινά έργα άνακηρύξασα αύτά άριστα πάντων, τά ύποβληθέντα λυρικά ήσαν έντελώς άμοιρα έπικών ίδιοτήτων; Άμφιβάλλομεν. Δυστυχώς έν Έλλάδι σπάνιοί είσιν οί διατελούντες συνεπείς πρός έαυτούς καί τούτο ίσως είνε άποτέλεσμα τής έπιρροής τού κλίματος έπί τών ήμετέρων σκέψεων.

2. Κατά τήν γενομένην έπίθεσιν τή 20 Ίουλίου 1792 κατά τών στρατιωτών τού Άλή Πασά διεκρίθησαν αί γυναίκες τών σουλιωτών καί ίδίως ή σύζυγος τού Φώτου Τσαβέλα, όνόματι Μόσχω, αίτινες συνετέλεσαν είς τήν όλοσχερή καταστροφήν τών έχθρών των, έξ ών έφονεύθησαν περί τάς 2.000.
3. Μετά τήν καταστροφήν τού Σουλίου κατέφυγον είς Ρενιάσαν αί γυναίκες καί τά τέκνα 20 Σουλιωτικών οίκογενειών. Καταδιωχθείσαι ύπό τών έξηγριωμένον Τουρκαλβανών έκλείσθησαν είς πύργον τινά όνομαζόμενον τού Δημουλά, όθεν ή Δέσπω, χήρα τού Σουλιώτου Μπότση, ύπερήσπισεν έαυτήν μετά τών θυγατέρων καί έγγόνων της καί ότε είδεν ότι πάσα έλπίς σωτηρίας έξέλιπεν, ίνα μή πέσωσιν ζωνταναί είς τάς χείρας τών έχθρών, έθεσε πύρ είς τά έναπολειφθέντα πολεμοφόδια καί άνετινάχθησαν πάσαι είς τόν άέρα.
4. Ό καλόγηρος ούτος, όστις διά τής καταπληκτικής έθελοθυσίας του έλάμπρυνε τήν καταστροφήν τού Σουλίου, ώνομάζετο Σαμουήλ. Νομίζομεν περιττόν νά προσθέσωμέν τι περί αύτού ίνα μή μεταβάλωμεν τήν άπλήν σημείωσιν είς έκτενή βιογραφικήν άφήγησιν.

5. Έν Λάλα ώς γνωστόν έπολέμησαν γενναιότατα οί Κεφαλλήνες ύπό τήν άρχηγίαν τού Κόμητος Άνδρέα Μεταξά. Είς τήν μάχην ταύτην παρευρέθη καί ό πατήρ μου μετά τού άδελφού του Ζαχαρία. Ότε δέ έκ τής έκρήξεως τού μικρού τηλεβόλου λοπερ έφερον μεθ’ έαυτών έπληγώθη είς τάς χείρας ό κόμης Μεταξάς ίνα μή άποθαρρυνθή τό ύπ’ αύτόν σώμα καί έν τή γενομένη τήν στιγμήν έκείνην μανιώδει συμπλοκή φονευθή ύπό τών πολεμίων τόν άπεμάκρυναν τού τόπου τής καταστροφής, είς ήν κατόπιν έπιστρέψας ό πατήρ μου έπληγώθη είς τήν άριστεράν χείρα, φονεύσας διά τής σπάθης τόν τραυματίσαντα αύτόν φοβερόν Λαλιώτην.

Είς Ναύπλιον έπίσης, ότε μετά τόν θάνατον τού Κυβερνήτου είσήλθεν ό Θεόδωρος Γρίβας θριαμβευτικώς μετά τών συνταγματικών όπλοφόρων του διηυθύνθη είς τήν οίκίαν τού Άνδ. Μεταξά. Άλλ’ ό πατήρ μου, όστις ήτο άναπόσπαστος σύντροφος καί φρουρός του διατάξας νά κλείσωσι τήν είσοδον κατεβίβασεν αύτόν διά τού ζωναρίου του έκ τού παράθυρου τού βλέποντος πρός τήν Ρωσσικήν Πρεσβείαν καί κατόπιν ήνοιξε τήν θύραν είς τούς άπειλούντας νά διαρρήξωσιν αύτήν άρειμανίους Ρουμελιώτας. Καί ούτω καί δευτέραν τότε φοράν έσωσε τήν πολύτιμον ζωήν άνθρώπου τοσούτον χρησιμεύσαντος είς τον μέγαν έθνικόν άγώνα καί κατόπιν.

6. Ή Κωνσταντινούπολις.

7. Ή Μιτυλήνη.

8. Ή άτυχής Κρήτη.

9. Άληθώς μετά δύο έτη έστεψε τήν εύγενή έπιμονήν τών Έπτανησίων διά τής Ένώσεως αυτών μετά τής μητρός Έλλάδος.

10. Ή έν Βαλτετσίω μάχη, ήτις είνε ή πρώτη έν τώ ύπέρ άνεξαρτησίας άγώνι συνετέλεσεν είς τό νά έξάρη τό πολεμικόν φρόνημα καί ένώ πρότερον, ώς διηγείται ό Φωτάκος, άμα ήκούετο ότι οί Τούρκοι έρχονται, πάντες έτρέποντο είς φυγήν, μετά τήν μάχην ταύτην ήρξαντο έρωτώντες “πού είνε οί Τούρκοι.” Έν αύτή διαρκεσάση δύο όλας ήμέρας έπολέμησαν γενναίως οί Μανιάται ύπό τον Ε. Και Κυριακούλην Μαυρομιχάλην. Κατά τόν Σπ. Τρικούπην οί κατ’ αυτήν άπολεσθέντες Όθωμανοί άνέρχονται είς 600 περίπου άνδρας, Έλληνες δέ είς μόνον 21.

12. Τού Άνδρέα Μεταξά ή πρός τήν πατρίδα άφοσίωσις πολλάκις έδείχθη διά πράξεων μεγίστης αύταπαρνήσεως. Ούτος κατά τά 1843 διευθύνας ώς πολιτικός άρχηγός τήν συνταγματικήν μεταβολήν έπεράτωσεν αυτήν άναιμάκτως συμφώνως πρός τάς εύχάς τού έθνους.
Πατήστε
13. Γνωστόν ότι ό Άλέξανδρος Ύψηλάντης ήτο μονόχειρ, στερηθείς τής χειρός έν τινι μάχη.

14. Ό Άλέξανδρος Μαυροκορδάτος όστις μετέβη είς Μεσολόγγιον τήν 2 Αυγούστου 1821, έσκέφθη νά έκτείνη τό στάδιον τού άγώνος καί πρός τοιύτο έπεμψε τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην μετά 500 περίπου στρατιωτών Μανιατών καί Έπτανησίων είς θεσπρωτίαν, πρός ύπεράσπισιν τού στενως πολιορκουμένου φρουρίου τής Κιάφας. Προσέτι κατήρτισε σώμα έκ τρισχιλίων περίπου Έλλήνων καί φιλελλήνων, όπερ νικήσαν έν Κομπότη κατόπιν διεχωρίσθη. Τό μεγαλείτερον αύτού τμήμα, όπερ ίδίως συνέκειτο έκ φιλελλήνων, έπαθε φοβεράν έν Πέτα καταστροφήν, ήτις έματαίωσε τόν σκοπόν τής επιχειρίσεως.


*  Παναγιώτης Γερασίμου Ματαράγκας, Γεννήθηκε τό 1834 στό Ναύπλιο πρωτεύουσα τότε του νεοσύστατου Έλληνικού κράτους καί σπούδασε στο Πανεπιστήμιο τής Αθήνας. Τελείωσε Νομική και Έλληνική φιλολογία. Διορίστηκε το 1858 γραμματέας του προξενείου 'Ιωαννίνων.
Από εκεί στη Λάρισα, μετά στη Κωνσταντινούπολι, μ' έναν μικρό σταθμό στη Μελίτη, και το 1865 σαν πρόξενος στη Τραπεζούντα μέχρι το 1868
απ' όπου ανακλήθηκε
λόγω διακοπής των έλληνοτουρκικών σχέσεων.
Στή συνέχεια ή εντολή της πατρίδας τόν έστελνε πρόξενον στά 'Ιωάννινα που όμως δέν πήγε ποτέ γιά πολιτικούς λόγους. 
Το αδέσμευτο πνεύμα στούς στίχους του, η καυστική κριτική στά άρθρα του, πολλές φορές είχε ένοχλήσει πολιτικούς κύκλους καί οικονομικά συμφέροντα. 
Αν καί δεν τού άρεσε να μιλά για τη δράση του τό διάστημα τής Κρητικής επανάστασης (1866 – 1869), τα σχόλια σε έντυπα τής εποχής, ελληνικά καί ξένα, είναι χαρακτηριστικά καί πολύ τιμητικά. Αφού δεν μπορούσε ο ίδιος νά πάρει τ' όπλο του για τη Κρήτη... έκανε ότι παίρναγε απ' το χέρι του να συγκεντρώσει χρήματα, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη τήν εποχή, 1200 χρυσές λίρες ή 1.200.000 δραχμές, που το έστείλε στην "Έπιτροπήν τού Κρητικού άγώνος", για να βοηθήσει τουλάχιστον οικονομικά.  



  ΕΛEΓΧΟΣ   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.