Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Κόλαση του Δάντη, Ένατος κύκλος

 

Εκ της ΚΟΛΑΣΕΩΣ του ΔΑΝΤΟΥ 

Έπεισόδιον ΟΥΓΟΛΙΝΟΥ

Κύκλος 9ος: εδώ τιμωρούνται οι προδότες, εγκλωβισμένοι μέχρι το πρόσωπο σε μία παγωμένη λίμνη. Ειδικότερα, τοποθετημένοι σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές βρίσκονται οι προδότες συγγενών (Καΐνα), οι προδότες της πατρίδας (Αντηνόρα), οι προδότες φίλων (Πτολεμαία) και οι προδότες των ευεργετών τους (Ιουδαία). 

Ό Δάντης άπομακρυνθείς τού Βόκα Άβάτη βλέπει έντός μιάς όπής δύο κατεψυγμένους. Έκ τού ένός τούτων, τού κόμητος Ούγολίνου, τόν όποίον εύρίσκει έν τή Άντηνορίδι, άκούει την ιστορίαν τού τραγικού θανάτου αύτού τε καί τών τέκνων του. Σημειωτέον ότι τό έδαφος τού ένάτου κύκλου, είς όν ήδη εύρίσκεται ό Δάντης, άποτελείται έκ σκληροτάτου πάγου σχηματιζομένου έκ του λιμνάζοντος Κωκυτού καί διαιρείται είς τέσσαρα όμόκεντρα διαμερίσματα ή περιβόλους, έν έκάστω τών όποίων τιμωρείται έν είδος προδοσίας ή δόλου. 
Έν τώ πρώτω, όπερ έκ του Κάϊν του φονεύσαντος τον αδελφόν του Άβελ καλείται Καΐ
να, τιμωρούνται οί προδόται τών στενοτέρων συγγενών των. 
Έν τώ δευτέρω, όπερ καλείται Άντηνορίς έκ του Τρωός Άντήνορος, όστις κατά τινα άρχαίον ίστορικόν έπώλησε τήν Τροίαν είς τούς Έλληνας, τιμωρούνται οί προδόται τής πατρίδος ή τής ίδίας πολιτικής μερίδος,. 
Έν τώ τρίτω, όπερ καλείται Πτολεμαΐς έκ τού Πτολεμαίου τού προδόντος τόν μέγαν Πομπήϊον, τιμωρούνται οί προδόται τών φίλων καί έν τώ τέταρτω, όπερ καλείται Ίουδαϊκή ή Ίουδαία, έκ τού Ίούδα τού προδόντος τόν Χριστόν, τιμωρούνται οί προδόντες τούς εύεργέτας καί κυρίους των. Ό Ούγολίνος καί Ρουγγιέρης εύρίσκονται έπί τού μεθορίου τού δευτέρου καί τρίτου διαμερίσματος, ήτοι τής Άντηνορίδος καί Πτολεμαΐδος, διότι ό μέν πρώτος προύδωκε τήν πατρίδα του, ό δέ δεύτερος πρώτον τήν πατρίδα καί έπειτα τήν φιλίαν.

Μετάφρασις μετά σημειώσεων Π. Ματαράγκα

               Άσμα 32 Στιχ. 124

Εύθύς δ' ώς έμακρύνθημεν έκείνου, είδον δύο
Κατεψυγμένους έν μιά όπή είς τρόπον ώστε
Η μία ήτο κεφαλή ώς πίλος είς τήν άλλην.

Καί ώς τόν άρτον ό πεινών καταβροχθίζει, ούτω
Ό άνωθεν ένέπηξεν άλλόφρων τούς όδόντας
Έπί τού άλλου μεταξύ αύχένος κ' έγκεφάλου.

Όχι, δέν έρροκάνισεν άλλέως τούς κροτάφους
Τού Μελανίππου ό Τυδεύς 1  λυσσών ή ώς έκείνος
Μέ πάν ό,τι ένέκλειεν έντός του τό κρανίον.

Ώ σύ, μ' ούτω άγριον άποδεικνύων τρόπον
Τό φοβερόν σου κατ' αυτού, όν κατατρώγεις μίσος,
Είπέ μοι τής τοσαύτης σου οργής τον λόγον, είπον.

Ύπό τόν όρον, άν αύτόν δικαίως αίτιάσαι, 
Μαθών είς τί σ' ήδίκησε και τίνες ύμείς είσθε,
Είς τόν έπάνω άνελθών νά σ' άνταμείψω κόσμον, 2

Άν αύτη 3 δι' ής φθέγγομαι δέν ξηρανθή ως τότε.

                   
                 Άσμα 33

Έκ τού άγρίου φαγητού ανήγειρε το στόμα
Έκείνος ο άμαρτωλός έκμάξας είς τάς τρίχας
Τής κεφαλής, ήν όπισθεν ήδ' είχε καταφάγει 4

Έπειτα ήρχισε, "Λοιπόν ν' ανανεώσω θέλεις 5
Άλγος φρικτόν τήν φρίσσουσαν καρδίαν μου πιέζον
Ώς μόνον τό ένθυμηθώ, πριν έτι όμιλήσω.

Άν όμως σπόρος μέλλουσιν οί λόγοι μου νά γίνουν
Έξ ού είς τούτον όνειδος, όν τρώγω, να βαλστήση,
Λαλούντα καί δακρύοντα συγχρόνως θά μέ ίδής.

Τίς είσαι όλως άγνοώ, καί τίνί τρόπω κάτω
Έδώ κατέβης, άλλ' έάν ό τόνος τής φωνής σου
Δέν μ' άπατά, ώ βέβαια θά είσαι Φλωρεντίνος.

Έγώ δ' ύπήρξα, μάθε το, ό κόμης Ούγολίνος 6,
Ό δ' ό Άρχιεπίσκοπος Ρουγγιέρης. Τώρ' άμέσως
Θ' άκούσης γείτων διατί τώ είμ' έδώ τοιούτος.

Καί ότι διά τών κακών καί πονηρών βουλών του,
Πιστεύσας ώς μή ώφειλον είς τούτον, συνελήφθην
Καί έπειτα άπέθανον, γνωστά πρός τί νά είπω ;

Αλλ' ότι λίαν πιθανώς δέν ήκουσας είσέτι,
Πόσον ύπήρξε δηλαδή σκληρός ό θάνατος μου, 
Θ' άκούσης καί τό μέγα του κακούργημα θά μάθης.

Μικρός φεγγίτης ένδοθεν τής φυλακής εκείνης
Ήτις προσέλαβ' έξ εμού 7 το όνομα τής Πείνης
Καί όπου μελλουν νά κλεισθού πολλοί ακόμη άλλοι, 8 

Έκ τής όπής του ίκανάς μοί έδειξε σελήνας, 9
Όποτε τό άπαίσιον έκείνο είδον όναρ,
Όπερ τόν πέπλον μέλλοντος διέρρηξε φρικώδους. 10

Αύτός, όν βλέπεις, κύριος καί άρχων 11 μοί έφάνη,
Τόν λύκον καί τούς λυκιδείς 12 θηρεύων είς τό όρος,
Όπερ άπείργει τούς Πισέις νά βλέπωσι τήν Λούκαν. 13

Μ' έξησκημένας καί ίσχνάς καί ταχυτάτας κύνας 14
Έπί μετώπου πρό αυτού έβάδιζον πεμφθέντες
Οί Γουϊλάνδαι άγοντες Σισμόνδας καί Λαφράγκους, 

Άφού δ' όλίγον έτρεξαν πατήρ όμού καί παίδες
Έφαίνοντο κατάπονοι καί είδον δι' όξέων 15
Όδόντων νά σπαράττωσιν οί κύνες τά πλευρά των.

Ότε μικρόν πρό τής αυγής τού ύπνου έξηγέρθην
Τά μετ' έμού συγκάθειρκτα καθ' ύπνους νά θρηνώσι
Οικτρά μου τέκνα ήκουσα καί λαρτον νά ζητώσιν. 16

θά είσαι βέβαια σκληρός άν ήδη δεν λυπείσαι,
Όποία φανταζόμενος τά προαισθήματά μου,
Καί άν δέν κλαίης, διατί νά κλαίης συνειθίζεις ;

Καί ήσαν ήδη έξυπνα κ' έγγύς ή ώρα ήτο
Καθ' ήν συνήθως έφερον τό σιτηρέσιόν μας
Καί άνεπόλει έκαστος έν τρόμω τόνειρον του. 17

Ότε τήν θύραν ήκουσα τού φρικαλέου πύργου
Νά καθηλόνουν κάτωθεν, χωρίς ν' άρθρώσω λέξιν
Τά τέκνα είς τό πρόσωπον έν άπογνώσει είδον. 

Έγώ δέν έκλαιον, 18 έντός άπελιθώθην τόσον.
Έκείνα όμως έκλαιον, ό δ' Άνσελμούκιός μου
Τί έχεις, είπε. διατί μάς βλέπεις ούτω, πάτερ ; 19

Άλλ' όμως δέν έδάκρυσα, ούδ' όλην τήν ημέραν
Έκείνην τι άπήντησα, ούδ' έπειτα τήν νύκτα, 
Έως ό άλλος ήλιος έφώτισε τόν κόσμον.

Ότε δ' είσήλθεν άμυδρά άκτίς έν τη φρικώδει
Έκείν' είρκτή κ' έμπόρεσα επί μορ΄φν τεσσάρων
Νά ίδω τού ίδίου μου προσώπου τήν εικόνα, 20

Έξ άλγους άμφοτέρας μου έδάγκασα τάς χείρας,
Έκείνα δέ νομίσαντα ότ' ύπερβάλλων πόθος
Τροφής είς τούτο μ' ώθησεν, ήγέρθησαν ταχέως

Καί είπον, Όλιγώτερον θά αίσθανθώμεν πόνον,
Άν, πάτερ, φάγης έξ ήμών. Μέ ταύτας τάς άθλίας
Σύ σάρκας μάς ένέδυσας, σύ τώρ' άπέκδυσόν μας 21

Τότ' έπράΰνθην ίνα μή πλειότερον τά θλίψω,
Έκείνην καί τήν έφεξής ήμέραν βωβοί πάντες
Έμείναμεν.  Ώ γή σκληρά, πώς τότε δέν ήνοίχθης ; 22

Άλλ' ότε άνατέλλουσα έφάνη ή τετάρτη,
Πρό τών ποδών μου έπεσεν ό Γάδδος μου έκτάδην,
Πάτερ μου, λέγων, διατί δέν βοηθείς τό τέκνον ; 23

Έκεί άπέθανε, καί ώς μέ βλέπεις, ούτω είδον
Τούς άλλους τρείς μου μεταξύ τής πέμπτης καί τής έκτης
Άλλεπαλλήλως πίπτοντας. Τετυφλωμένος τότε 24

Ένα πρός ένα, δυσχερώς βαδίζων, έψηλάφουν,
Καί έπί δύο έκραξα ημέρας τ' όνομά των
κατόπιν ύπερίσχυσεν ή πείνα τής όδύνης." 25

Ώς είπε τάυτα μ' όφθαλμούς λοξούς καί διαστρόφους
Είς τούς όδόντας ήρπασεν έκ νέου τό κρανίον
Ούς φρικωδώς ένέπηξεν είς τά όστά ώς κύων.

Άθλία Πίσα, όνειδος 26  τής χώρας τής ώραίας
Όπου τό  σί αντιλαλεί, 27 αφού οί γείτονες σου 28
Βραδύνουν νά έπέλθωσιν έν τέλει τιμωροί σου, 
Άς κινηθώσιν ή Γοργώ συγχρόνως καί Καπρία
Καί άς τεθώσιν ώς φραγμός τών έκβολών τού Άρνου
ώστε έν σοί πάσαν ψυχήν νά καταπνίξουν ζώσαν. 30

Διότι άν τον κόμητα ή φήμη Ούγολίνον
Προδότην τών φρουρίων σου έκήρυττε, 31 σύ ούτω
Τά τέκνα του δέν έπρεπε φρικτά νά βασανίσης.

Άθώα άπεδείκνυεν αυτά, ώ Νέαι Θήβαι,
Η νέα ήλικία των, τόν Ούγκον και Βριγάταν
Καί τάλλα, ών το άσμά μου έμνήσθη ανωτέρω.
________________________________
Παναγιώτης Γερασίμου  Ματαράγκας

* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1.... Τυδεύς ό Καλυδώνιος και Μελάνιππος ό Θηβαίος, μαχόμενοι ύπό τα τείχη τών Θηβών, έτραυμάτισαν άλλήλους θανατηφόρως.Ό Τυδεύς έπιζήσας διέταξε νά τώ προσαγάγωσι τήν κεφαλήν τού άντιπάλου του, ήν μανιωδώς κατέδακεν. (Στατίου Θηβαΐς, Η 140 και έπ.)

2.... Ν' άνταμείψω τόν φιλόφρονα τρόπον σου τού νά θελήσης νά μοί άπαντήσης καί μοί φανερώσης τόν λόγον τής κατά τού άλλου όργής σου.

3.... Άν ή γλώσσα, δι' ής όμιλώ καί δι' ής προτίθεμαι νά δυσφημήσω τόν έχθρόν σου, δέν ξηρανθή καί βωβαθή δια τού θανάτου μου.

4.... Φοβερά καί σοβαρά άρχή έκφραζομένη έν πρωτοτύπω διά στίχων ήχηρών καί έντόνων. Ό καθαρισμός τού στόματος είς τάς τρίχας τού αύχένος έμφαίνει περιφρόνησιν άμα καί οργήν.

5.... Ούτω καί ό Βιργίλιος έν άρχή τού Β' άσματος τής Αίνειάδος "Infandum, regina,  Ρουγγι'ερη Ούβαλδίνη renovare dolorem".

6.... Ούγολίνος Γεραρδέσκης, κόμης του Δονορατίκου εύγενής Πισαίος άνήκων είς τήν φατρίαν τών Γουέλφων, συνενοηθείς μετά τού Άρχιεπισκόπου Ρουγγιέρη Ούβαλδίνη, έξεδίωξε τής Πίσης τόν Νίνον Βισκόντην καί κατέλαβεν αυτός τήν έν τώ τόπω τούτω άρχήν. Αλλ' ό Άρχιεπίσκοπος είτε έκ φθόνου, είτε έκ φατριαστικού μίσους, είτε θέλων νά έκδικηθή τόν Ούγολίνον διά τόν φόνο συγγενούς τού τινος, ύψώσας τήν σημα'ίαν καί συνοδευόμενος ύπό πολλού μανιώδους όχλου, προσέτι βοηθούμενος ύπό τών Γουαλανδών, Σισμονδών καί Λαφράγκων, εύγενών οικογενειών της Πίσης, έπέπεσε κατά τής κατοικίας τού κόμητος καί συνέλαβεν αυτόν μετά τών δύο υίών του καί τών δύο έγγόνων του. Ταυτοχρόνως διαδόσας ότι ό Ούγολίνος δωροδοκηθείς έπώλησεν είς τούς Φλωρεντίνους καί Λουκαίους φρούριά τινα, ένέκλεισεν αυτόν ώς προδότην μετά τών ρηθέντων υίών καί εγγόνων του έν τινι πύργω τών Γουαλανδών καί μετά έπτά μήνας διέταξε νά ρίψωσι τάς κλείδας τού πύργου τούτου είς τον Άρνον, ίνα μη χορηγηθή αύτοίς ούδεμία τροφή καί ούτω αποθάνωσιν, ώς πράγματι άπέθανον, έκ πείνης.

7.... Ήτοι έκ τού τραγικού μου θανάτου ώνομάσθη Πύργος τής Πείνης.

8.... Άν έξακολουθήσωσιν έν Πίση αί έμφύλιοι έριδες.

9.... Ήτοι είχον παρέλθει ίκανοί μήνες άπό τής έν τώ πύργω έγκαθείρξεως τού Ουγολίνου, ήτις διήρκεσεν άπό μήνός Αύγούστου μέχρι Μαρτίου τού 1288 κατά τόν ίστορικόν Βιλλάνην.

10.... Τό όνειρον τούτο είνε λίαν έντεχνον κατασκεύασμα τής φαντασίας τού ποιητού, διότι δι' αυτού ό Ούγολίνος μανθάνει τήν επικειμένην αυτώ συμφοράν. Τό έν τοίς Πέρσαις τού αισχύλου όνειρον τής Άτόσσης είνε καθ' ήμας καί τεχνικώτερον καί ποιητικώτερον.

11.... Ήτοι άρχηγός πολυαρίθμου στίφους άνθρώπων.

12.... Λύκον καί λυκιδείς όνομάζει έαυτόν και τά τέκνα του. Άλλά διατί έλαβε τήν προσωνυμίαν τού ζώου τούτου καί ουχί έτέρου ; άρα διότι ήτο Γουέλφος, όνομα παραγόμενον έκ τού Γερμανικού Wolf, όπερ σημαίνει λύκος ;

13.... Τό όρος Άγιος Ιουλιανός, όπερ κείται μεταξύ τών δύο πόλεων.

14.... Διά τών κυνών θέλει νά σημάνη τόν όχλον τής Πίσης.

15.... Ήτοι ο λύκος καί οί λυκιδείς. Νομίζομεν περιττόν νά παρατηρήσωμεν ότι ή καταπόνησις τών λύκων καί τά δήγματα τών κυνών προεμήνυον τήν πείναν καί τόν θάνατον τών έν τώ πύργω.

16.... Τά τέκνα είχον όνειρευθή ότι έπείνουν καί διά τούτο κοιμώμενα έζήτουν άρτον. Σημειωτέον ότι τά πρό τής αυγής όνειρα έθεωρούντο καί θεωρούνται ώς τά άληθέστερα.

17.... Διότι καί τα παιδία είχον ίδει όμοιον πρός τό τού πατός των όνειρον καί άνέμενον έντρομα ότι κατόπιν συνέβη.

18.... Διότι τό μέγεθος τής λύπης έκλεισε τάς πηγάς τής καρδίας, άλλά τοσούτον έσκληρύνθην, ή έπέτρωσα, ώστε κατέστην ήλίθιος.

19.... Ό στίχος ούτος έν τώ πρωτοτύπω έχει πλείστην όσην δύναμιν. Όρθοί τάς τρίχας κινεί τά δάκρυα. Δυστυχώς έν τή μεταφράσει πολύ άπόλλυσιν. Ούδ' είνε δυνατόν ούτε έν τή καθαρευούση, ούτε έν τή δημώδει νά μεταφράσθή καλλίτερα. Ή ώραία έκφρασις έξήλθεν έκ τών σπλάγχνων τού ποιητού, είνε κραυγή σπαραγμού. Άν ήδύνατο νά έκφρασθή διά τού αυτού τρόπου ό μεταφραστής θά ήτο Δάντης.

20.... Διότι καί τά τέκνα ώς αύτός ήσαν ώχρά, ίσχνά καί έμφοβα.

21.... Ή τρυφερότης τών ίδεών τούτων είνε ύπερτέρτα πάσης φανταστικής δυνάμεως καί παντός έπαίνου. Ίταλός τις σχολιαστής τού Δάντου λέγει ότι άν ή Ιταλική ποίησις ήθελεν έχει μόνον τό τρίστιχον τούτο θά ήξιούτο τού θαυμασμού άπάντων τών έθνών. Ότι τό τρυφερόν καί παθητικόν έν τή στροφή ταύτη είνε μέγιστον, ουδείς δύναται ν' αντείπη. Άλλά καί τίς δέν θά όμολογήση ότι καί ή έν τών τέλει αυτής έκφραζομένη ίδέα είνε φυσικώς άδύνατον νά συλληφθή καί έκφρασθή ύπό μικρών παιδίων όσον καί άν ύποτεθώσι ταύτα άνεπτυγμένα ;

22.... Σκηνή άνεκφράστου φρίκης. Πατήρ μετά τεσσάρων ύιών του έν τώ βάθει πύργου, έχοντες πρό όφθαλμών τόν θάνατον, καθό βέβαιοι ότι θ' άποθάνωσι τής πείνης, καί πάντες προσβλέποντες άλλήλους μετά βωβής σπαρακτικής όδύνης, ήτις έν τέλει έκρήγνυται είς τήν φοβέραν πρός τήν γήν άποστροφήν. 

23.... Ήτοι, διατί έν τή έσχάτη μου άγωνία δέν μέ άνακουφίζεις τουλάχιστον δια τινών παραμυθητικών λόγων σου ; Ή προσθήκη τής τελευταίας λέξεως τό τέκνον, ήν ύπηγόρευσεν έν τή μεταφράσει ή άνάγκη, τής στιχουργίας βεβαίως έλαττόνει τήν δύναμιν τής έκφράσεως τού πρωτοτύπου, άλλά δυστυχώς ούκ ήν άλλως γενέσθαι.

24.... Διότι έλλείψει τροφής είχε θολωθεή ή όρασίς του.

25.... Ήτοι ή πείνα έπραξεν ό,τι δέν ηδυνήθη ή όδύνη. Καί ούτω δικαιολογεί πώς ήδυνήθη νά καλή τά τέκνα του δύο ήμέρας μετά τόν θάνατόν του. Άλλως ήτο καί πολύ φυσικόν νά μή άνθέξη πέραν τής όγδόης ήμέρας άνευ τροφής καί ποτού. Ότι διά τής έκφράσεως ταύτης ό Δάντης ήθέλησε νά ύποδηλώση ότι ό Ούγολίνος έδηξε καί έφαγε τάς σάρκας τών τέκνων του, ώς τις τών σχολιαστών τού Δάντου έζήτησε νά ύποστηρίξη, φαίνεται έντελώς άλλόκοτον καί άνόητον. Διότι όχι μόνον είνε όλως άπίθανον ότι άνθρωπος έξαντληθείς έξ όκταημέρου πείνης καί μόλις άναπνέων θά ηδύνατο νά φάγη ώμόν κρέας, άλλά καί διότι τοιαύτη τις ιδέα θά κατέστρεφεν άπαν τό ένδιαφέρον καί τόν οίκτον, όν διήγειρεν ό ποιητής ύπέρ τού δυστυχούς πατρός. Έκτός τούτου θά κατεδεικνύετο ό κόμης εύτελέστατος καί άσθενέστατος τόν χαρακτήρα όλως άλλοίος εκείνου, όν ήθέλησε νά παραστήση αυτόν ό Δάντης.

26.... Τρομερά έκρηξις εύγενούς όργής κατ' αίσχράς κυβερνήσεως ύπό τήν όποίαν δύνανται νά διαπράττωνται τοσόυτον άποτρόπαια κακουργήματα ! Καί όμως έκράτει έν Πίση ή τών Γιβελλίνων  φατρία, είς ήν άνήκεν ό Δάντης. Ούδέν τούτο έσήμαινέν. Ό Δάντης ήτο έχθρός τής άδικίας καί αταξίας. Όπουδήποτε έβλεπεν αυτήν άνηλεώς τήν έμαστίγου.

27.... Ό Δάντης έν τώ συγγραμματίω του ή Νέα Ζωή καλεί γλώσσαν τού oc τήν τής μεσημβρινής Γαλλίας και γλώσσαν του si τήν Ίταλικήν. Έπομένως διά τής ώραίας χώρας έννοεί τήν Ιταλίαν. Ούχ ήττον άλλοι έννούν μόνον τήν Τοσκάνην, όπου τό si ήχεί ήδύτατον καί η διάλεκτος είνε καθαρωτέρα τών άλλων Ίταλικών τόπων. 

28.... Ήτοι οί κάτοικοι τής Λούκας, τής Φλωρεντίας καί Σιένης.

29.... Δύο μικραί νήσοι κείμεναι παρά τό στόμιον τού Άρνου.

30.... Ήτοι μετατοπιθείσαι άς καταλάβωσι το στόμιον τού Άρνου καί έπομένως ούτος, ευ΄ρων κεκλεισμένον τό στόμιον, ας όπισθοδρομήση πρός τήν Πίσαν καί άς καταπνίξη πάντα αύτής κάτοικον.

31.... Άρα ή προδοσία του δέν ήτο βεβαία καί άποδεδειγμένη.

32.... Καλέι τήν Πίσαν Νέας Θήμας, διότι αί Βοιωτικαί Θήβαι έχαιρον κακίστην φήμην ένεκα τών διαπραχθέντων έν τή πόλει ταύτη παντοίων κακουργημάτων. 
__________________________________________________________________________________


  ΕΛEΓΧΟΣ   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.