Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Επί τη γεννήσει του διαδόχου Κωνσταντίνου Α'



ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝ. ΘΡΟΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ

Άρον τάς Πύλας, Σιών τού γένους,
Ό αυτοκράτωρ προβαίν' ημών,
Όν ώνειρεύθης είς τεθλιμμένους
Χρόνους όνείδους καί στεναγμών·

Τά ράκη έκδυσαι τής χηρείας·
Μακράν τής κόμης σου ή σποδός·
Παύσον τά δάκρυα τής πικρίας,
Νέας άνοίγει δόξης όδός.

Φωνή κυρίου έπί υδάτων·
Είς τόν λαόν του δώσει ίσχύν,
Αίσχρών άλύσεων απαλλάττων·
Πάς όρθωθήτω δούλου αύχήν.

Μετά φρικώδη νύκτα πρωΐα
Γλυκεί, ανέφελος μειδιά·
Κωπαζ' ή θλίψις έν τή καρδία·
Χρώμα λαμβάνει ή παρειά.

Μέ χρώμα ρόδου τέρψιν έκφράζει, 
"Ητις ώς χείμαρρος πλημμυρεί·
Πνίγει τό στήθος, δέν ήσυχάζει,
Είς στήθος "Ελληνος δεν χωρεί.

Φέρετε λίβανον και χρυσίον·
Βουκόλοι σπεύσατε και βοσκοί,
Μάς έγεννήθη ξανθόν παιδίον·
Ή προφητεία ή μυστική.

Μούσα, τί σκέπτεσαι; συναγάλλου·
Στέψον τήν κόμην μ' άνθη κ' έμπρός·
Τήν λύραν λάβε έκ τού πασσάλου, 
Καί μέ καρδίαν πλήρη πυρός,

Είς πολυχρύσους έλθέ αίθούσας·
Άλλά μή σπεύδης, όλισθηρόν
Έκεί το έδαφος είς τάς Μούσας,
Και πάθης τραύμα όδυνηρόν.
 
Είς πορφυρόχρουν έκεί κοιτίδα
Θά εύρης νήπιον ιλαρόν,
Τού γένους, Μούσα μου, τήν επλίδα,
Τό όνειρόν μας τό τρυφερόν.

Βαυκάλισέ το μέ τάσματά σου,
Χωρίς είς μύθους νά πλανηθής,
Και είς τάς πτέρυγας τού Πηγάσου
Έν τώ αίθέρι λησμονηθής.

Βαυκάλισέ το μέ τάσματά σου.
Είπέ τω  ότι μέγας πολύ
Θα γίνη άρχων τής διθαλάσσου 
Έκείνης χώρας όπου φυλή

Φυλή άγρία μόνον είς αίμα
Καρδίαν τέρπουσα σιδηράν
Αύτοκρατόρων Έλλήνων στέμμα
Έσφετερίσθη είς φοβεράν

Στιγμήν όλέθρου και άγωνίας
Κ' έστεψε μέτωπον ρυπαρόν,
Και θρόνον έστησεν άτιμίας
Είς την βασίλισσαν των χωρών.

Είπέ τω όλην, τήν τού  γένους
Τήν ίστορίαν την θλιβεράν·
 Αίώνας δίελθε τεθλιμμένους,
Άλλα μη κρύπτης καί τήν χαράν

Ότι τό έθνος έν τή βαρεία
Τής τρικυμίας του συμφορά
Ήτο ό λύχνος έν τή σκοτία,
Μόν' είς τόν πάγον τής γής πυρά.

Είπέ τω τάθλα του Μαραθώνος,
Τής Σαλαμίνος, τών Πλαταιών,
Ότ' έπολέμησε ταυτοχρόνως
Κατά χιλίων τής γής λαών,

Καί της Άσίας τήν έπηρμένην
Όφρύν κατέβαλε, θαυμασμού
Πληρών τήν τρέμουσαν οίκουμένην
Είς τόσον βήμα ήρωϊσμού.

Μή λησμονήσης τόν Μακεδόνα·
Φλέβα δέν είχε ξένην αύτός,
Έλλην έτράφη μέ τ'άνθη μόνα
Όσα παράγει ο Υμηττός. 

Φέρων τα δόγματα τά μεγάλα
Τών φιλοσόφων τών Άθηνών
Να μεταδώση είς έθνη άλλα
Ζώντα είς τάρταρον σκοτεινόν

Είργάσθη, θραύων έν Έκβατάνοις
Τόν ύπερήφανον κολοσσόν
Τής βαρβαρότητος καί τής πλάνης
Καί πνεύμ' ανώτερον έμφυσσών.

Είπέ τω, έτι δέν είνε μύθοι·
ότι παιδίον δέκα έτών
Μέγαν, άτίθασσον ήδυνήθη
Ίππον, Βουκέφαλον πτερωτόν,

Ύπό τα σκέλη του νά δαμάση,
Καί ό πατήρ του τόν νικητήν
Τού κόσμου έβλεπεν έν έκστάσει
Είς τήν μεγάλην τόλμην αυτήν.

Παράλειψέ τω τής Χαιρωνείας
Τήν μυριόνεκρον συμπλοκήν,
Τής ταλαιπώρου Δημοκρατίας
Πνοήν έσχάτην, σπασμωδικήν.

Είς τάς πρασίνους όχθας τού Νείλου
Έλθέ· είπέ τω ποίοι έκεί
Ύπό τάς πτέρυγας όμοφύλου
Καρποί παρήχθησαν έθνικοί.

Έκεί του Λόγου παρεσκευάσθη
Τό μέγα έργον κατά μικρόν
Καί τόν Σταυρόν του πρώτη ήσπάσθη
Νεκρά ή ζώσα, ζώντα νεκρόν

Ή μεγαλόφρων φυλή έκείνη,
Ήτις ώς μήτηρ τόν γαλουχεί
Και πρό ποδών του τό γόνυ κλίνει
Καί είναι πόθος της καί εύχή. 

Έλθέ, έκείθεν της Μεσογείου
Διασκελίζουσα τά μακρά
Πελάγη, όπου τού μαρτυρίου
Ή νήσος δούλη κλαίει πικρά.

Τό βήμα κράτησον είς τά όρη
Όπου τόν ύπατον τόν Θεόν
Ή Μαιονία έφρούρει κόρη
Κατά συζύγου φίλον υιόν.

Κήρυξ' έκείθεν φωνή μεγάλη
Τα εύαγγέλια τής χαράς.
Δέν πρέπει όχι νά άμφιβάλλη·
Θά άποβάλη τάς συμφοράς.

Ναί, είς τούς κόλπους μητρός γλυκείας,
Θά επανέλθη κόρη άγνή,
Ήν κύμ' άπάνθρωπων τρικυμίας
Μακράν τήν θλίβει καί τυραννεί.

Έλαίαν φέρουσα είς τήν χείρα,
Καλών έλπίδων περιστερά,
Πέταξον όπου πλέει είς μύρα
Νήσος ώραία, άλλ' αύστηρά

Τιμωρηθείσα διά θανάτου
Διότι ήγειρε τάς όφρύς,
Διότ' ύπήρξε τού άθανάτου
Τής Καλλιόπης τέκνου πατρίς.

Χαιρέτισέ την άπό καρδίας,
Είπέ της ήγγικεν ο καιρός·
Τα σκότη φρίττουσι τής δουλείας·
Άστήρ άνέτειλεν ίλαρός.

Όμείας σάλπισον άγγελίας
Είς τάς δυστήνους Κυδωνιάς, 
Θύμ' άθανάτου φιλοπατρίας,
Ίώνων ίδιον γενεάς.

Πρό τής Τενέδου όλίγον στήθι·
Όπου ή δόξα τών Δαναών.
Όπου το κύμα δέν εφοβήθη
Ούδ' έσεβάσθη κόσμον λαών

Ούδέ ίσόθεον ήγεμόνα·
Άλλ' ύπερήφανον έγερθέν
Όγκον έχλεύασεν άλαζόνα,
Μάτην πολλάκις μαστιγωθέν.

Είς τήν καθέδραν τών Κωνσταντίνων
Τό βήμα εύθυνε το ταχύ,
Φαιδρών έλπίδων φέρουσα κρίνον
Φεύ ! είς πρωτεύουσαν άτυχή.

Είς τό ξανθόν μας είπέ παιδίον
Πόσα υπέστη τόσον καιρόν
Ύπό τήν σπάθην όρδών άγρίων 
Ή γή τών πόθων τών φλογερών.

Ότι ο έσχατος Κωνσταντίνος
Τού θείου άρτου μεταλαβών
Ώς στρατιώτης απλούς τό σμήνος 
Το μέγ' άπώθει τών ασεβών

Καί πλήρης θάρρους άπεγνωσμένου
Δεν υπεχώρει, άλλά έκεί
Όπου έβρόντα τ'όπλον του ξένου
Κ' ή λύσσ' άντηχεί ή έχθρική

Μεγάλην έγραψε διαθήκην
Μέ τού σιδήρου του τήν αίχμήν,
"Ξίφος μή θέσης, Έλλην, είς θήκην
Πρίν της πατρίδος σου τήν τιμήν

Κηλιδωθείσαν, είς αίμα πλύνης,
Και είς την Πύλην του Ρωμανού
Ίδής τα κέρατα της Σελήνης 
Ύπό τους πόδας χριστιανού."

Έπεσε κ' έπεσε ταύτοχρώνος
Τό γένος κάτω άνευ πνοής,
Άλλ' έτηρείτο άπτωτος μόνος
Ό μεγας πόθος νέας ζωής.

Έπί τού Πίνδου καί τού Πηλίου,
Ήφαίστου δώματα φλογερά,
Τά ξίφη ήστραπτον του άνδρείου
Κλέπτου, μετέωρα φοβερά.
 Διαμαρτύρησις αιώνία
Κατά τών φαύλων κατακτητών,
Πρό τής μαχαίρας τών ανταρτών.

Αίφνης άντήχησε προφητεία
Ότι τό έθνος θ' άναστηθή 
Κ' έν τή Άγία πάλιν Σοφία
Ή λειτουργία θά τελεσθή,

Κ' είς την διθάλασσον χώραν, ήτις
Είνε τό μήλον τόσων παθών,
'Ο θεοφορος είπε προφήτης
Θά βασιλεύση γένος ξανθόν.

Το γένος έλειπε και ο Έλλην
Έν τή έρήμω τών συμφορών
Έβλεπε μόνην φωτός νεφέλην
Τόν φιλορθόδοξον Ίσχυρόν.

Άλλ' όχι ή Πρόνοια ν' άδικήση
Δεν έφαντάσθη ποτέ λαόν
Όστις έξέπληξε καί έκπλήσει
Δια τού ύψους τών ίδεών.

Όστις κατ' άλλην τήν Οίκουμένην
Πάσαν έδίδαξεν έποχήν,
Κ' ύπό τήν σπάθην έτι τήν ξένην
Έξηκολούθει τήν διδαχήν.

Κ' ίδού έκ τόπων έξαίφνης κρύων
Όπου βιούσι λαοί ξανθοί
Είς τό έν πόντω παλαιόν πλοίον
Καί κινδυνεύον ν' άπολεσθή

Πηδαλιούχον προσφέρει νέον,
Τύπον εύθύτητος και τιμής,
Τέκνον αρχαίας φήμης γονέων,
Λίθον μεγάλης οίκοδομής.

Καί μετά κόρης ξανθής συνδέει
Χαριτοβρύτου, περικαλλούς,
Ής τό παρθένον βλέμμα έμπνέει
Πόθους μεγάλους καί ύψηλούς.

Κόρη έπέπρωτο Κωνσταντίνου
Τών τόσων πόθων μας καί παλμών,
Τόν μέλλοντ' άνακτα του Εύξείνου,
Τόν Κωνσταντίνον νά τέξ' ήμών.

Αύτά είπέ τω με τ' άσματα σου,
Μέ τής κιθάρας σου τήν φωνήν,
Καί τάς άγνάς του χείρας άσπάσου
Όχι μ' υπόκλισιν ταπεινήν

Όχι με κόλακος άγυρτ'ιαν,
Όστις ώς σάραξ είς τας αυλάς
Είσδύων τρώγει τήν βασιλείαν
Μέ τάς κυρτώσεις του τάς πολλάς.

Είπέ τω έτι... άχ ! πόσα, πόσα,
Μούσα, αίσθάνεται ή ψυχή
Άλλά ν' άρθρώση είς μάτην γλώσσα
Μοχθεί άνθρώπου, τόσον πτωχή ! 

Είπέ των μόνον τον Παρθενώνα, 
Όστις κειμήλιον έθνικόν,
Στολίζει πάντα τής γης αιώνα,
Φεύ ! τής Έλλ'αδος πιστή είκών.

Ούτω με μέλη συντετριμμένα,
Σεσυλημμένη καθώς αύτός
Κινεί είς έκπληξιν σκελετός.

Είς τά πτερά σου λάβε τον Μούσα,
Άλλά με σέβας και προσοχήν,
Καί είς τήν Πνύκα εύθυδρομούσα
Τον λίθον δείξε τω τόν τραχύν

Όθεν ο ρήτωρ έβροντοφώνει
Τούς φλογερούς του Φιλιππικούς
Καί νά έγείρη λέγων έφρόνει
Παλμούς γενναίους, ηρωϊκούς.

Άλλ' ήτον ήδη άργά καί μόνον
Κέρδος οί λόγοι του οί χρυσοί
Ούς έπιπλέοντας τών αιώνων
Ή τυραννία τόσον μισεί.

Έκείθεν δείξε τω τό Θησείον,
Ευγνωμονούντων συμπολιτών
Πρός μέγαν Άνακτα Μαυσωλείον
Καί μετά θάνατον ποθητόν.

Ούτος τάς πρώτας τού μεγαλείου
Έθεσε βάσεις τών Αθηνών
Καί φόρου έσωσεν όλεθρίου
Το μιαιφόνον τέρας κτανών.

Είθε, είπέ τω, μίαν ημέραν
Είς τών Κουρητών ούτω τήν γήν
Πλεύσας, είσέτι ένδοξοτέραν
Νά κατενέγκη νίκης πληγήν.

Καί φόρου αίματος ν' άπαλλάξη
Τήν Άμαζόνα τήν δυστυχή,
Ήτις τό τέρας της νά πατάξη
Δράξ κατ' Ήπείρων μονομαχεί.

Έκείθεν φέρε τον είς τόν κήπον
Του Άκάδημου, όπου σοφός
Μέγας τήν πόλιν έγκαταλείπων,
Μ'ε τού νοός του τό θείον φώς

Τόν νούν έφώτιζε τών άρχαίων
Ύπέρ τόν ήλιον άνυψών,
Καί μέ τό νάμα λόγων ώραίων
Το πλήθος έτερπε τό διψών.

Έκεί είπέ τω ύπό τά φύλλα
Εύσκίων δένδρων καί θαλερών
Όπου έλάλει ή φιλομήλα
Καί ρεύμα έρεε καθαρόν

Έκεί έγράφη ή καταδίκη
Τών Ολυμπίων, είπέ θεών
Καί της αρχαίας πλάνης οι κρίκοι
Έθρυμματίσθησαν ώς ώόν.

Καί τό Κυνόσαργες, δείξον Μούσα,
Είς τόν άστέρα τού Ύμηττού
Καί τόν διδάσκαλον έξυμνούσα
Μή έπιλάθου του μαθητού.

Μία άκόμη έκείθεν πτήσις
Διά τό νέον πτηνόν άρκεί
Φέρε το, Μούσα, νά τό βαπτίσης
Επί τού Πάρνηθος, είς γλυκύ

Ζεφύρων ρεύμα, άνύψωσέ το
Είς τήν άκρώρειαν τής Φυλής,
Καί τί συνέβη εκεί ειπέ τω
Χωρίς ούδόλως νά συσταλής.

Δέν άποστρέφονται χαρακτήρας
Φιλευθέρους οί βασιλείς·
Παρεγνωσμένης γνωστά έκ πείρας 
Τά προϊόντα άποστολής.

Άλλ' όχι φόβος ούδείς· του γένους
Θά μείνη άσπιλος ή χαρά
Καί μόνον πόθους ήγιασμένους
Μέ τόσα δάκρυα θλιβερά

Σόφρων Μονάρχης θα έκπληρώση
Καί την λαμπρότητα καί ισ΄χυν
Είς έθνος ένδοξον θ' άναδώση
 Μακρών αιώνων πληρών εύχήν.

Είπα κ' έλάλησα· άλλά κλαίεις,
Μούσα, τί τόσον σέ συγκινεί ;
Μή, μή άπαίσιοι οίωνοί,

Έκ της παλαίστρας παθών άγρίων
Όπου σπουδάρχαι έλεεινοί
Στενοί τά στήθη καί το κρανίον
Άγώνα μάχονται άγενή

Ώς έπί πτώματός πειναλέοι
Κύνες, απόστρεψον, Μούσ' άγνή,
Τό πρόσωπόν σου, φρίκην έμπνέει,
Άπογοήτευσιν ή σκηνή.

Δίκην σχημάτισον ριπιδίου
Τά φλογερά σου, Μούσα, πτερά
Καί είς τά όμματα τού παιδίου
Κρύψον τά αίσχη τά λυπηρά.

Μή άπελπίζου· μακράς δουλείας
Προίξ άπαισία, δώρον πικρόν
Ώς μετά σάλον νυκτός άγρίας
Βράζει το κύμα έπί μακρόν,

Ούτω πάς θόρυβος θά έκλείψη
Κ' έκ τού βορβόρου καί τού πηλού
Ώραιοτέρα θά άνακύψη
Ή γή τού ύψους καί του καλού.

Άρον τάς πύλας, Σιών τού γένους·
Ό αυτοκράτωρ προβαίν' ήμών
Όν ώνειρεύθης είς τεθλιμμένους
Χρόνους όνείδους καί στεναγμών.

Πόθεν, τίς ούτος; κλίνατε γόνυ·
Πολλά τά κρίματα τού Θεού·
Ώς καταρράκται διήλθον χρόνοι
Έπί μεγάλου πολλοί λαού

Πολλοί ήκόνησαν ώς ρομφαίαν
Πολλοί τήν γλώσσάν των καθ' ήμών,
Άλλοι άπόφασιν άπευκταίαν
Είς τόν φρικτόν των είπον θυμόν.

Ήκουεν όλα στένον τό γένος 
Ώς έν άλύσεσιν ο Σαμψών·
Καί ώς έκείνος έξυβρισμένος
Ήρκείτο άνω τ'όμμα ύψών.

Άλλ' έσκορπίσθησαν οί έχθροί του
Πάντες έξέλιπον ώς σκιά·
Είνε κραταίωσις αί όδοί του·
Φλόξ ή μεγάλη του δεξιά.

Είς λάκκον πίπτει, δεν άποθνήσκει·
Ό θάνατός του είνε ζωή·
Καί τήν πορείαν του άνευρίσκει,
Ήν λησμονούσιν άλλοι λαοί.

Ίδού τον πάλιν· τόν Άνακτά του
Μόνον έζήτει άναφανείς·
Ίδού πληρούνται τά όνειρά του·
Ξανθοί προσφέρουν ξανθόν γονείς.

Δεύτε και ίδατε τού Κυρίου
Τά έργ', Άνοίξατε όφθαλμοί.
Έκ τού όνείδους και μαρτυρίου
Ζωή έβλάστησε καί τιμή.

Θέσατ' έκ λίθων στέμμα τιμίων
Είς του παιδίου τήν κεφαλήν
Έξ άδαμάντων καί τοπαζίων·   
Ένδύσατέ το χρυσήν στολήν.

Άλλ' όχι, μόνη ή εύλογία
Άρκεί τού έθνους καί τού Θεού.
Ύπέρ πορφύραν άγνή καρδία,
Καί ή άγάπη πιστού λαού  

Έλλάς, άγάλλου· προετοιμάσου·
Είνε ό Κύριος βοηθός·
Ζώσον με μάχαιραν τα πλευρά σου·
Άρματηλάτης σου ό Ξανθός.

* Επετειακό, Αύγουστος 1862,
επί τή γεννήσει τού διαδόχου Κωνσταντίνου Α'
υιό τού βασιλέως της Ελλάδος, Γεωργίου του Α'
________________________________________________________________

* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα



* Διάδοχος Κωνσταντίνος Α΄, πρωτότοκος γιός του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και της Βασίλισσας Όλγας, γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του πατέρα της μητέρας του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ο Παναγιώτης Ματαράγκας απεβίωσε 1895.

Το όνομα του Κωνσταντίνου είχε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες και ιδιαίτερα για όσους πατριώτες είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα ενός ενωμένου  Ελληνικού έθνους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Βασιλέας της Ελλάδας τις περιόδους 1913-1917 και 1920-1922. 

Μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Η νικηφόρα ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στον λαό, μέρος του οποίου ήδη τον ονόμαζε «Κωνσταντίνο ΙΒ΄» και περίμενε από αυτόν και τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Ένα ακόμα προσωνύμιο που του αποδόθηκε, κυρίως από τους βασιλόφρονες οπαδούς του, ήταν “ο γιος του αητού”.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με τη Σερβία, που την υποχρέωνε σε παροχή βοήθειας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά, ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστροουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. 

Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές πεποιθήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας: ο Κάιζερ απηύθυνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια». Ο Κωνσταντίνος ήδη θεωρούνταν ευρέως ως γερμανόφιλος. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του Στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη και ιδιαίτερα την Καβάλα. 

Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τη σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. 

Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε να μην μπει στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. 

Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου «επιτελικού περιβάλλοντος», ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι τη ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον Βασιλιά.

Εντούτοις, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου κέρδισαν τις εκλογές στις 31 Μαΐου του 1915 και τον Σεπτέμβριο, σε αντίδραση προς τη βουλγαρική επιστράτευση, που στρεφόταν εμφανώς κατά της Σερβίας, κάλεσε -χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου- τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, σε βοήθεια των Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να προχωρήσει σε επιστράτευση, εν όψει βουλγαρικής επίθεσης. 

Η αποβίβαση των Συμμάχων προκάλεσε πολιτική κρίση, αλλά ο Βενιζέλος κατόρθωσε να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος όμως, την ίδια ημέρα, υπερβαίνοντας τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, απέπεμψε τον Πρωθυπουργό και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος, με βασιλικό διάταγμα, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, από τις οποίες οι βενιζελικοί απείχαν.

Ακολούθησε ένα εξάμηνο διακυβέρνησης από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη, κατά το οποίο η Ελλάδα βρισκόταν ταυτόχρονα σε ουδετερότητα και επιστράτευση και κατά το οποίο οι δυνάμεις της Αντάντ, υπό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail), επέκτειναν σταδιακά την κυριαρχία τους στη Βόρεια Ελλάδα και το Αιγαίο, αγνοώντας σχεδόν την ελληνική κυβέρνηση. 

Στις 27 Μαΐου 1916 όμως, η -κατόπιν έγκρισης από την Αθήνα- παράδοση του σημαντικού οχυρού Ρούπελ σε μικτή γερμανοβουλγαρική δύναμη, οδήγησε τα πράγματα σε κρίσιμο σημείο. Ο Σαρράιγ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταργώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στις υπό συμμαχικό έλεγχο περιοχές, απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού. Όταν δε τον Αύγουστο ξεκίνησε η βουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία, βενιζελικοί αξιωματικοί οργάνωσαν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, το οποίο ο Βενιζέλος υποστήριξε.

Στις 27 Σεπτεμβρίου ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β΄. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στο Παλέρμο της Σικελίας.




  ΕΛEΓΧΟΣ  
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.