Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

'Έκ τού ύπνου σου έγείρου




Πρός τούς Ήπειρώτας. 1



Έγέρθητε, Τουρκομάχοι τού Σκερντέμπεη υίοί,

Έλληνόπαιδες τού Πίνδου, έγέρθητε, έγέρθητε !

Έως πότε ή άθλία καί κτηνώδης σας ζωή,

Έως πότε τάς άλύσεις τής αίσχύνης θά φορήτε ;



Γίγαντες έπί όρέων όρη άλλοτ’ έπιθέντες

Καί πρωτάκουστ’ είς τήν τόλμην, τήν άνδρίαν καί όρμήν,

                          Γίγαντες κεραυνωθέντες,

Άλλ’ άκέραυνον τηρούντες τήν καρδίαν καί πυγμήν,



Δέν άκούετε ; ό κόσμος όλος σήμερον κινείται,

Έδώ σάλπιγγες βοώσι, δόξης τύμπανα έκεί.

Μόνοι σείς έν μέσω τόσης ταραχής άναισθητείτε ;

Τόσος θόρυβος τον ύπνον ν’ αποσείση δεν άρκεί ;

Ώς Ήφαίστιον πρίν έτι έκραγή κ’ έξακοντίση

Τούς φρικτούς του μύδρους, ούτω πάλλει, σείεται ή γή.

Ύλ’ έμπρηστικαί έντός της, τά σκληρά άνάπτουν μίση,

‘Απερ μόνη φεύ ! Είσέτι διαλύει ή σφαγή.

Μάτην μέ τού Ναζωραίου τό ύπόμνημα είς χείρας

Ή έλευθερία τρέχει καί φωνάζει καί μοχθεί,

Πανταχού κλειστά εύρίσκει ή ταλαίπωρος τάς θύρας,

Κ’ είς τά όπλα καταφεύγει ίνα τέλος άκουσθή.



Μέ τά όπλα άνακλάται ή τιμή κ’ έλευθερία,

Δυστυχής όστις τρομάζει τών μαχών τόν κεραυνόν,

Έν τή άγενεί ώς ύδωρ νεκρόν σήπτεται δουλεία

Καί έξαλείφετ’ έκ τής βίβλου τών λαών τών ζωντανών.



Άλλά όχι, δέν γνωρίζουν φόβον τέκν’ άνδρών άνδρείων,

Είς τάς φλέβας τών οποίων ρέει αίμα ύψηλόν.

Διατί όμως δέν ζώσι τών πατέρων των τόν βίον,

Διατί αύχένα κύπτουν είς τόν τύραννον δειλόν ;



Φέρετέ μου μίαν μόνην τούς άρματωλούς στιγμήν,

Φέρετέ μου τήν μεγάλην γενεάν τών ήμιθέων.

Ώ τούς βλέπω βλέπω έκ τών βράχων μέ ίέρακος όρμήν

Φοβεροί νά καταβαίνουν ώσάν χείμαρροι όρέων.



Ή λευκή των φουστανέλα μεγαλοπρεπώς κυμαίνει,

Είς τ’ άκύρτωτά των παίζουν αί πλεξίδες των πλευρά,

Ή καμπυλωτή των σπάθη μέχρι πτέρνης καταβαίνει,

                                                        Ώς κομήτης φοβερά.

Ό πασάς καί ό Βεζύρης έτρεμον είς τ’ όνομά των

                                       Ώς είς άκουσμα λεόντων.

Δέν έγνώριζον νά κάμπτουν αγενώς τά γόνατά των,

Κ’ είχον δόξαν των κ’ έλπίδα τό βαρύ τυφέκιόν των.

Ήσαν κεραυνοί είς νύκτα καταπληκτικής δουλείας

Διακόπτοντες τό σκότος μ’ άστραπάς περιλαμπείς,

                                             Φάροι τής έλευθερίας,

Είς ναυάγιον φρικώδες μόνη ναυαγών έλπίς.



Άλλά σήμερον παχέα έπυκνώθησαν τά σκότη.

Ούδεμί’ άκτίς άστράπτει, ούδείς κρότος άντηχεί,

                                 Τό πάν σήμερον ύπνώττει,

Καί νομίζεις ότι λείπει έκ τού γένους ή ψυχή.



Λοιπόν έμπροσθεν τού αίσχους, έμπροσθεν τής άτιμίας

Ή Έλληνική νά κλίνη δειλώς πρέπει κεφαλή ;

Τών ίδρώτων σας νά τρώγη τούς καρπούς μετ’ άπληστίας

                                    Μία βάρβαρος φυλή ;



Σείς νά δίδετε τό γάλα, σείς τό κρέας καί μαλλίον

Είς τόν όκνηρόν αύθέντην, πρόβατα έλεεινά ;

Πού λοιπόν τού Ήπειρώτου ό άνίκητος βραχίων ;

Έξαντλήθη ή πατρίς του πλέον άνδρας νά γεννά ;



Άφωνοι αί ράχες μένουν τών Άλβανικών όρέων,

Άν φωνή τίς άντηχήση δέν είναι μαχών φωνή.

Είς τά πυκνωμένα δάση δέν διημερεύουν πλέον

                                  Κλεπτών στίφη ευγενή.



Είς τήν μέσην δέν άστράπτει τό όλάργυρον πιστόλι,

                                       Τό σελάχι τό χρυσούν,

Δέν συρίζει είς τά ώτα τό άκάματον των βόλι,

Χαλινόν αίματωμένον είς τά στόματα μασσούν.



Ποίος ύπνος, ποία νάρκη καί μεταβολή όποία !

Άν δέ είξευρον τού Πύρρου ότι είσθ’ οί άετοί

Δεν θά έμαρτύρει, όχι, μία φυσιογνωμία

Λαός ποίος τής Ηπείρου σήμερον τήν γήν πατεί. 2



Ώ ! άς ήδυνάμην ήδη τήν φωνήν μου είς βαρύν

                                  Κεραυνόν νά μεταβάλω,

Κ’ έξυπνών έκ τού ληθάργου τήν άνδρίαν σας τήν πρίν,

Νέας νίκας, νέα άθλα, νέα τρόπαια νά ψάλω.



Έδώ λέγουν, έδοξάσθη ό Έλληνικός βραχίων,

Καί εδώ έταπεινώθη ή βαρβαρική όφρύς.

Σείς λοιπόν, ώ δούλοι, είσθε οί υιοί τών μεγαλείων ;

Δούλοι άφωνοι. Σάς είδε τροπαιούχους ή πατρίς ;



Άπ’ έδώ άπό τών βράχων όθεν ό Φλεγέθων ρέει

Καί τά ρεύματά του σύρει ό βραγχώδης Κωκυτός,

Ώ ! ποσάκις δέν έφάνη ό γενναίος νά παλαίη

                                              Τού Σουλίου άετός ;



Μέ παλάμην όπλοφόρον είς πυρίτιδος καπνούς

Ή Σουλιώτισα παρθένος έκ τών μαύρων της όρέων

Ώς μετέωρον ποσάκις δεν έπέλαμψεν ώραίον

Τόν Άλήν καταπτούσα μέ θανάτου κεραυνούς ; 3



Πάσα δρύς δέν ήτο κλέπτου φιλεύθερος σημαία ;

Πάσα φωλεά θηρίου, φωλεά άρματωλού ;

Τότ’ έσφρίγα, τότε έζη ήλικία γραία, νέα,

Άλλού σπείρουσα τόν τρόμον καί τον θάνατον άλλού.



Πάσα, ράχις, πάσα πέτρα, τά υψώματα, τά όρη

Τής άνδρίας σας δέν κείνται Μαυσωλεία ύψηλά ;

Πώς ; άπέμαθεν ή χείρ σας τόσον εύκολα τό δόρυ,

Καί ή όψις σας έν μέσω τών κινδύνων νά γελά ;



Πέραν βλέπω τού Ζαλόγκου τόν απότομον κρημνόν,

Ώς πελώριος ύψούται πρός τον ούρανόν βραχίων.

Βράχος ύψηλός τό δάκρυ καί την έκπληξιν κινών,

Έκεί κείται άνευ τάφου τής τιμής τό μεγαλείον. 4



Ώς αύτός έκεί μεγάλαι περίπταντ’ άναμνήσεις.

                                      Θαύματα τής ιστορίας.

Όχι, άθλα Ήρακλέους πώς θ’ άκούσης μή νομίσης.

Ώχριού αύτοί οί μύθοι πρό τοιαύτης τραγωδίας.



Άκουσον, Εύρώπη όλη, ό,τι είς τά χρονικά σου

                                               Άνεζήτησας ματαίως,

Άκουσον καταρακωμένη τήν σκληρήν νωθρότητά σου.

Δούλε, άκουσον όποίον τών πατέρων σου τό κλέος.



Είς μεγαλουργών άνθρώπων έργα ένδοξα ή λήθη

Τήν σιωπηλήν σκιάν της νά έκτείνη δέ τολμά,

Άν δ’ ή μνήμη των πύρ δόξης δέν άνάπτ’ είς δούλον στήθη

Καί νά ζή ζωήν Παρίου λαός μέγας προτιμά,



Άλλ’ έφίπταται έφ’όλης τής Έλλάδος καί στολίζει

Τό ώραίον μέτωπόν της ώς άδάμας τηλαυγής,

                                    Καί τόν δρόμον της φωτίζει

Έν τώ μέσω τής σκοτίας, έν τώ μέσω τής σιγής.



Όλη έλαμψε μεγάλη νικωμένη ή νικώσα.

Τήν έκήρυττον τά χείλη τών έθνών τής γής νεκράν

Κ’ έτρεμον τά σάβανά της μήπως αίφνης άποσπώσα

Είς τήν γήν δευτέραν πάλιν παρουσιασθή φοράν.



Άλλά σήμερον τόν τρόμον διεδέχθη γέλως είρων,

  Ό Γκιαβούρ δέν έχει τόλμην, δέν φωνάζει, δέν λαλεί.

Λησμονεί τό μέγα βάρος τών άτίμων του σιδήρων,

Είς έλάφους τών λεόντων μετεβλήθη ή φυλή.



Διατί έξαίφνης τόσον ή άλλοίωσις μεγάλη ;

Τήν καρδίαν του ο λέων κ’ είς τά σίδηρα τηρεί.

  Ό κλωβός τόν καταβάλλλει, αλλά δέν τον μεταβάλλει,

Σκληρά δάκνει, άν νά θραύση τά δεσμά δέν είμπορή.



Άν ή φρίκη τού θανάτου, ή ιδέα τών κινδύνων

                             Την νωθρότητα άν έμπνέη

Τί λοιπόν, προτιμοτέρα ή ζωή κλαυθμών καί θρήνων,

Ή ζωή μακρού θανάτου, αί άλύσεις καί τά δέη ;



Κ’ αί μητέρες σας δέν είχον τρυφεράς ώς σείς καρδίαν ;

Δέν ήσθάνοντο άγάπην, δέν ήσθάνοντο στοργήν ;

Όλα είχον, αλλ’ άκόμη είχον έν, φιλοτιμίαν,

Κ’ έπροτίμησαν τού τάφου ή τού αίσχους τήν σιγήν.



Ένώ μάχονται οι άνδρες λέοντες κατά λεόντων,

Ένώ κάτω τόν αγώνα τών Τιτάνων πολεμούν,

Καί ή γή νομίζεις τρέπει είς τό βήμα τών ποδών,

Καί ώς θύελλα χειμώνος έκ τών βράχων έξορμούν,



Καί κραυγαί φρικταί καί όπλων φοβεροί ήχούσι κρότοι

Καί θανάτου σέλας λάμπει ό όξύστομος χαλκός,

Καί η τόλμη όρμά πρώτη κ’ ή άνδρία πίπτει πρώτη,

Κ’ έμμανέστερος προβαίνει ό άγών ό φονικός.



Άλλά φεύ ! τό ξίφος μάτην μέ νεκρούς τούς βράχους στρόνει,

Καί τού Μπότζαρ’ ή παλάμη φοβερά θαυματουργεί,

Είς τά κύματα τού πόντου όταν λαίλαψ τ’ άνορθόνη

Τίς ίσχύει νά παλαίση χωρίς τέλος νά πνιγή ;



Έλαφοι άπεγνωσμέναι, έλαφοι τούς πόδας μόνο,

                                         Άλλά όχι τήν καρδίαν,

Ότε πλέον έγγύς είδον τάς βασάνους καί τον φόνον

Καί εγγύς των μαινομένην έρπουσαν τήν άτιμίαν,



Έτρεξαν, όπου ή δόξα μέ στεφάνους άθανάτους

Έπερίμενε τάς νύμφας τών άνδρείων Σουλιωτών,

Έτρεξαν, έξήντα όλαι, μέ ταχύτητ’ αετών

Είς τάς άποτομωτέρας φάραγγας καί δυσπροβάτους.



Είδον δύοντα είς νέφη τόν άστέρα τών ωραίων

                                     Τών ένδόξων ημερών,

Καί ώς λύχνος όστις σβύνων φώς στιγμήν λαμβάνει νέον,

Άλλά είναι τελευταίον ψυχορράγημα νεκρών,



Είς τάς τελευταίας ώρας τού έκπέοντος Σουλίου

Έδειξαν πατρίδος έρως καί τιμή τί είμπορεί.

Καί κατέπληξαν τόν κόσμον διά δράματος έξίου

Έν τή βίβλω τών αιώνων θέσιν πρώτην νά τηρή.



Όλαι νέαι, καλαί όλαι, Καρυάτιδες, όποίας,

Νά γεννά γνωρίζει μόνον ή πατρίς τών Άλβανών, 5

Είπον, δι’ ήμάς άλύσεις έτοιμάζουσι βαρείας,

Προτιμήσωμεν γενναίως τού θανάτου τόν κρημνόν.

Κ’ έμειδίασαν τά χείλη είς τής φρίκης τήν ιδέαν,

Καί ήκούσθη μία μόνη άντηχήσασα φωνή

Θάνατος ! Καί τήν φωνήν των ήκουσαν τήν φρικαλέαν

Θάνατος ! άντιβοώντες οί απότομοι κρημνοί.



Έφερον είς τάς άγκάλας τών έρώτων των τά δώρα,

                                    Τούς καρπούς τού ύμεναίου.

Πλήν στοργή φλογερωτέρα τής στοργής πρός τέκνον τώρα

Έντός άναπτε τού στήθους τού μεγάλου καί γενναίου.



Άναπτεν έκεί ό πόθος τού μαρτυρικού θανάτους

                                 Μέγας, καταπληκτικός.

Πλήν δέ ήσαν, όχι, μαύρα ώς συνήθως τά πτερά του,

Μαύρα είνε είς τήν όψιν άδυνάτου γυναικός.



Τών τυράννων ή ιδέα, ή ιδέα τής δουλείας

Οίστρηλάτησαν τήν κόρην τών άνδρείων Άλβανών,

Κ’ έκ τών κόλπων της άγρίως ώς μαινάς άνευ καρδίας

Έξηκόντιζε τό βρέφος είς τόν άγριον κρημνό,



Κ’ έκραζε “τυράννων δούλοι καί άνδράποδα γελοία

                            Παρ’ έμού δέν θά τραφώσιν.

Ύπαγε όπου νά σ’ εύρη δέν τολμά ή τυραννία,

Πρόβατον τί θέλεις όπου λύκοι αίματα διψώσιν ;



Άνθρωπος χωρίς πατρίδα κάλλιον άς άποθάνη,

Δέν θά καταντήση γέλως καί περίπαιγμα τινός.

Έκεί άνω τόν προσμένει άνοικτός ό Ουρανός,

Έκεί έντιμον πατρίδα καί άδούλωτον λαμβάνει.


Έρριψαν τά βρέφη όλα καί η μνήμη των έκλείσθη

                                          Όπισθεν σκληρών θανάτων,

Καί χορός, χορός θανάτου είς τον βράχον κατηρτίσθη,

Καί τό βάραθρον άντηχεί είς τόν φθόγγον τών άσμάτων.



Όχι γάμος δέν τελείται, δέν τελείται εορτή,

Είς πανήγυριν δέν πάλλουν τά έξωγκωμένα στήθη,

Άσματα, χορούς και γάμους ή ψυχή των ένθυμήθη,

Έπειδή μετά τού Άδου τόν ύμέναιον ζητεί.



Ίδού στρέφεται ή νύφη μέ τήν κόμην άπλωμένην

Είς τά εύστροφα πλευρά,

Είς τά βλέμματά της λάμπει ένθεος παραφορά,

Είς τό μέτωπόν της βλέπεις τήν άπόφασιν γραμμένην.



Στρέφεται ! Όποίον βήμα, ποία κίνησις ώραία !

Τόν χορόν αυτόν δέν είδε κανείς άλλοτε καιρός,

Έπινόησις τής τόλμης τών Έλλήνων τελευταία,

                                        Είνε μάρτυρος χορός.



Έκεί έλεγες άγγέλων τάγμ’ άθάνατον ώρχείτο

Τήν αίθέριον άψίδα πρός στιγμήν κατελιπόν,

Ή μυστήριον τι μέγα έκεί ότι έτελείτο

Είς τήν κοίτην τών όρνέων, είς τήν κοίτην τών γυπών.



Τόν χορόν ώραία σύρουν αί ώραίαι είς τον βράχον,

Κυματίζει τό μανδήλι είς τής αύρας τήν πνοήν,

Ένώ πέραν τό φρικώδες καρυοφίλι τών προμάχων

Μέ ώδήν πληροί θανάτου τών νυμφών τήν άκοήν.



Άρπα φοβερά έκείθεν μελωδίας άποστέλλει,

Καί κρατεί, κρατεί τό βήμα τών ποδών κανονικόν.

                                     Ώ τοιαύτα θέλω μέλη

Νά άκούσω άποθνήσκων είς βουνόν Έλληνικόν.



Είς στροφήν έκάστην μία αίφνης μάρτυς άπεσπάτο

                                         Τού χορού ή οδηγός,

Άναμμένη έκ τού κόπου άνεσιν έζήτει κάτω,

Άνεσιν όπου δέν φθάνει ό άπάνθρωπος ό ζυγός.



Άπεσπάτο ένώ έτι έψιθύριζον τά χείλη

Τού χορού τάς μελωδίας,

Περιφέρουσα άκόμη ύψωμένον τό μανδήλι,

Ώς σημαίαν τελευταίας είς τήν γήν έλευθερίας.



Άπεσπάτο καί τήν πτώσιν βαρύς δούπος έμαρτύρει

                                     Άντηχών τρομακτικά,

Ό χορός πλήν ήκολούθει μ’ ένθουσιασμόν φρενήρη,

Φόβος, όχι, τάς μεγάλας άποφάσεις δέν νικά.



Όλαι έπεσαν, ό φόβος δέν ήλλοίωσε καμμίαν,

Είς τήν όψιν των έγέλα θριαμβευτική χαρά.

Άφινον κατησχυμένην όπισθεν τήν τυραννίαν

Κ’ είς τον ούρανόν έπέτων μέ αόρατα πτερά.



Όλαι έπεσαν, τά βρέφη είς ψυχρά συνθλίβουν στήθη

                                             Πτώματα έπί πτωμάτων,

Καί τόν ύπνον τού θανάτου πάσα μήτηρ έκοιμήθη,

Ύπνον ένδοξον πλησίον τού καρπού τών αισθημάτων.



Ποίον φρόνημα ! Όποία πατριωτική καρδία !

Ποίος ζήλος τής θρησκείας, τής τιμής, τής αρετής,

Λαμαρτίνε, ίδού άθλα, ίδού, φίλε, ίστορία,

Τήν όποίαν ένθυμείσο ότε ήσο ποιητής. 6



Ένθυμείσο πρίν τό δώρον τό άνόσιον μολύνει,

Τήν γενναίαν σου παλάμην τού Άρόλδου ποιητά,

Καί τού οίστρου σου τό ρεύμα άλλο πνεύμα διευθύνη

Καί τό ούς σου κλείση ήχος όστις τόσον άπατά.



Άλλ’ ίδού ή τιμωρία νά ένσκήψη δέν βραδύνει,

Μέτ’ όργής σ’ έγκαταλείπει ή θεά ή εύγενής,

Καί ή λύρα σου τάς πρώτας άρμονίας τής δέν χύνει,

Ζητείς μάτην ό άρχαίος Λαμαρτίνος νά φανής.



Ούδ’ ήρκέσθη είς τοιαύτην σκληράν μόνον τιμωρίαν

Ό Θεός, τό κέντρον πλήττει αίσθημάτων τρυφερών,

Καί νεκράν έμπρός σου βλέπεις, δυστυχή, τήν Ίουλίαν

Μόνον τέκνον σου, τόν μόνον άληθή σου θησαυρόν…



Πολλά έφαγεν ό Άδης τότε σώματα άθώα,

Όρνεα πολλά είς σάρκας έτερψαν τόν λάρυγγά των,

                            Κ’ έκ τών φρικωδών κρωγμάτων

Ή σκηνή τού μαρτυρίου πολύν χρόνον άντεβόα.



Τάς τοιαύτας αί γυναίκες έπραττον άνδραγαθίας,

Τών όποίων είς τά όπλα δέν άντέχει ή όσφύς,

Αί γυναίκες έπροτίμων τής βαρβαρικής δουλείας

                                   Βάραθρον καταστροφής.



Ναί, ή Δέσπω έν τώ μέσω θυγατέρων και έγγόνων

Μετ’ αύτών κατά τού δούλου βίου της συνωμοτεί,

Κ’ ήρωΐς έν μέσω άλλων ήρωΐδων Άμαζόνων

Όλοκαύτωμα ν’ άνέλθη είς τόν Ούρανόν ζητεί.



Ή βροντή άδιακόπως άντηχεί τών τυφεκίων.

Μή χαράν άγγέλλουν γάμου τά τουφέκια τά πολλά ;

Όχ’ οί κρότοι των δέν είνε γάμου σήμερον σημείον,

Αί Σουλιώτισσ’ έκ τού πύργου πολεμούν τού Δημουλά. 7



Φοβερόν τήν Δέσπω ρεύμα έχθρών ζώνει, δέν πτοείται,

‘Ρίψε Γεώργαινα τά όπλα έάν θέλης νά σωθής,

Κόραι άφρονες, τό κάλλος, τήν ζωήν σας λυπηθήτε,

Είναι εύσπλαγχνος είς δούλας ό Πασάς μας εύπειθείς.



Είς τό γένος μας τά όπλα ζωντανοί δέν παραδίδουν,

Τήν ζωήν νομίζουν βάρος όταν λείπη ή τιμή,

                                  Καί τό αίσχος των πρίν ίδουν,

Είς το μνήμα νεκροσβύνουν τού Σουλιώτ’ οί όφθαλμοί.



Είπε καί κενούσα τ’ όπλον είς τά στήθη τών δημίων

Τήν φρικώδη έτοιμάζει, τήν μοναδικήν πυράν,

Φοβερόν δαυλόν άρπάζει είς παλάμην φοβεράν

Καί πρίν ή απολακτίση τόν έπίγειον της βίον



Είς τά χείλη τάς συντρόφους κατεφίλησε παρθένους,

Κ’ έκτελούσα μετ’ έκείνων τό σημείον τού σταυρού,

Θάρρος, κόραι μου, φωνάζει κ’ έντός νέφους προρφυρού

Μετ’ αύτών ύψούται μάρτυς τού τυραννουμένου γένους.



Ή πυρκαϊά έκείνη ήτο κολυμβήθρα όπου

Άπεπλύθη ή αίσχύνη τού έλληνικού λαού,

Κ’ έλαβε τό πρώην κτήνος τάς αίσθήσεις τού άνθρώπου,

                                 Τήν εικόνα τού θεού.



Όπου σήμερον πατείτε, δούλοι, πόδα άδρανή

                                             Τόσων άθλων άθανάτων

Ή άθάνατος ύπήρξε καί περιφανής σκηνή

Καί έν αίσθημα έντός σας δέν αίσθάνεσθε φρυάττον;



Είς τά στέρνα σας δέν πάλλει ούτε γυναικός καρδία ;

Δέν σάς έθρεψαν με γάλα αί μητέραι σας άγνόν ;

Τής πατρίδος σας δέν είνε ή μεγάλη ίστορία

Μάθημα ν’ άναπτερώση τάς ψυχάς σας ίκανόν ;



Φύγετε, σας καταρώμαι, φύγετε, σάς άπαρνούμαι,

Σπέρματα δειλά γενναίας και πολεμικής φυλής,

Έρπετε πρό τών τυράννων, δούλοι έρπετ’ εύτελείς,

Έάν Έλληνες κληθήτε, έγώ Έλλην δέν καλούμαι.



Πού τά όπλα, πού τά όπλα ; μόνος μου θα πολεμήσω.

Τής Έλευθερίας θύμα θέλω μόνος μου να πέσω.

Μή ταράττεσθε, κανένα σύντροφον δέν θά καλέσω

                                      Ή σφαγώ ή μαρτυρήσω.



Μόνος μου ν’ άνάψω θέλω, μέ τό αίμα μου νά θρέψω

Έκδικητού πολέμου εύγενή πυρκαϊάν.

Προμηθεύς τό πύρ τής δόξης έκ τού Ουρανού νά κλέψω

Καί είς μίαν νά έμβάλω δειλιώσαν γενεάν.



Άλλά μή τ’ άπολεμόν σας ύποκρύπτει άντερί

Ύπό γυναικός έσθήτα Ήρακλήν λεοντοκτόνον ;

Ναί, ό Ήρακλής έσθήτα ταπεινωτικήν φορεί

Καί έκδύεται, τήν χείρα είς τό ρόπαλον άπλόνων.



Ίδού άλκιμος ώς λέων τάς άλύσεις του συντρίψας,

Φοβερός ώς ό Άνταίος άνυψοί τήν κεφαλήν.

Έρχεται, έμπνέει τρόμον, έρχεται, μακράν του ρίψας

Τής Όμφάλης τάς άτράκτους καί τήν άνανδρον στολήν.



Τύραννοι άγανακτείτε ; ό καιρός έγγίζει πάλιν,

Ότ’ έκ νέου τόν άγώνα θ’ άναλάβη ή πατρίς,

Άποβάλλουσα τού ύπνου τήν άνοίκειαν άγκάλην,

Άνεγείρουσ’ άτρομήτως τάς βορείας της όφρύς.



Άν τό μέτωπον είς ώραν φοβεράς θυέλλης κλίνη,

Άν τά γόνατα της κάμπτη προ χειμάρρων φοβερών,

Άν ποτήρια αίσχύνης είς στιγμήν ολέθρου πίνη,

Άλλ’ έντός τηρεί τήν φλόγα τών μεγάλων ήμερών,



Καί στιγμήν, στιγμήν προσμένει τήν σημαίαν νά ύψώση,

Νά καλέση είς τά όπλα τούς άνδρείους της υίούς,

Τόν αγώνα τών αρχαίων Πλαταιών ν’ άνανεώση,

Καί τάς δέλτους μ’ άθλα νέα νά κοσμήση τής Κλειούς.



Έρωτήσατε πού είνε οί Ρωμαίοι και οί Σλαύοι,

Πού οί Ούνοι, πού οί Γότθοι, πού οί Φράγκοι κ’ Ένετοί.

Λαίλαψ ήσαν καί παρήλθεν, άν τό γένος μας δ’ έβλάβη

Άβλαβείς κ’ οί διαβάται δέν διέβησαν αυτοί.


Έρωτήσατε πού είνε, άλλά σείς τής ίστορίας

Καταφρονηταί τήν βίαν, τάς βασάνους, τάς φθοράς

Έννοείτε, άλλ’ ή βία καταργείται διά βίας,

Άνταλλάσσονται πολλάκις συμφοραί μέ συμφοράς.



Ό άστήρ σας καί ό ψεύστης τής θρησκείας σας προφήτης

Συνωχρίασαν, τήν δύσιν έπλησίασαν πολύ,

Άλλ’ ό Έλλην άνατέλλει ώς περιφανής κομήτης

Όστις άφανής μεγάλας περιόδους έκτελεί.



Ώ τόν βλέπω είς τόν θρόνον τών μεγάλων του πατέρων

Ν’ άναβαίνη, καταπίπτουν οί πολύπλοκοι φραγμοί.

Είς τούς πόδας του τό τέρας τών φρικτών όργίων σπαίρον

Όσον έπιεν αιώνας όλους αίμα έξεμεί.



Κυανόλευκος σημαία είς τούς βράχους κυματίζει

Τής Ηπείρου, άσμα άκούω ευφροσύνης ν’ άντηχή.

Ή γλυκύτης του τήν χώραν τού Φιλίππου ηλεκτρίζει,

Κ’ ένθυμείται μετά θρήνων τόν καιρόν τόν ευτυχή.



Τρέχει, τρέχει, άναβαίνει ό σπινθήρ μέχρι τών θόλων

Τού Ναού, όπου τό δράμα έτελέσθη τό φρικτόν,

Ότε Έλλην Αύτοκράτωρ πολεμών ύπέρ τών όλων

Μάρτυς έπεσε τής φρίκης άπωθών τόν συρφετόν.



Μάτην ξένοι τήν μεγάλην άπειλούν κληρονομίαν,

Μάτην στρέφ’ ή Άρκτος, μάτην όφθαλμόν άρπακτικόν

Είς τό όνειρόν τού γένους, είς τήν χώραν τήν αγίαν,

Ήτις μ’ αίμα έζυμώθη εύγενές, Έλληνικόν.



Μεταξύ τών δύο πόντων, μεταξύ τών αντιζήλων

Άδελφών ύψούτ’ Ήπείρων ή σημαία τού Σταυρού,

Καί τήν δόξαν ένθυμίζει τής Ίσσού καί τών Άρβήλων,

Ήν έπλήρωσε τό γένος δι’ όλέθρου φοβερού.



Όχι όνειρον δέν είνε έξημμένης φαντασίας,

Έλπίς όχι δέν έμπαίζει τήν καρδίαν μου κενή,

Ή σημαία κυματίζει τής πατρίδος καί θρησκείας

                                        Ή λευκή καί κυανή.



Ή σημαία κυματίζει, άφετέ με να τρυφήσω

                                       Είς τήν θέαν της μικρόν.

Ήλθεν, ήλθεν ή ώραία έποχή νά τελευτήσω.

Είς τόν Πίνδον θάψετέ με, πατριώται μου νεκρόν.



Έκεί πέραν είς τήν Σπιάντσαν τής αρχαίας Θεσπρωτίας

Όπου έπεσεν ό ήρως πολεμών τού Βαλτετσίου,

Καί τού ψάλτου ήγωνίσθη ό πατήρ μετ’ εύτολμίας

Πρό τών βράχων τού Σουλίου,



Άλλ’ έκεί ή Μοίρα είπεν ό άγών νά ναυαγήση,

Κ’ ύπεχώρησαν οί μύδροι τής άνδρίας νικηταί,

Έκεί σήμερον τό τέκνον ποίος θέλει όδηγήσει

Όπου μ’ αίμα έφοινίχθη πατρικόν ή γή ποτέ ;



Ό άγών τής δόξης μόνον είς τόν άνανδρον βαρύς,

Τόν θνητόν άποθεόνει.

Ώ ώραίον τήν άσπίδα νά σοί δίδη ή πατρίς,

Καί τήν κόμην σού μέ δάφνας εύγενείς νά στεφανόνη.



Άλλά φεύ ! Βαρύς ό ύπνος είς τά βλέφαρα τών δούλων.

Ή φωνή μου δέν εύρίσκει φιλοτίμους άκοάς,

Καί τόν κράσπεδον είσέτι τής βαρβάρου ποδιάς

Μετά φιλημάτων θάλπει ό δειλός Γιαούρ ύπούλων.



Τί προσμένετε ; χείρ ποία τόν ζυγόν σας νά συντρίψη ;

Τίς νά έλθη τάς Άρπυίας νά διώξη Ήρακλής ;

Τά ψυχία τίς τού οίκτου καί έλπίδος νά σοί ρίψη

Ένώ σύ θρηνείς, δέν πλήττεις, φρικιάς, δέν όμιλείς ;



Δυστυχής όστις είς ξένην συνδρομήν, έλευθερίαν,

                             Άδρανής αυτός, έλπίζει.

Μόνος πρέπει νά μοχθήση, μέ τήν χείρα τήν ίδίαν

Πολεμώ νά τήν έκσπάση ίνα μάθη τί άξίζει.



Τόν σεπτόν βωμόν της μ’ αίμα, αίμα άφθονον νά ράνη,

Τήν θεότητα μ’ άπείρους έκατόμβας νά τιμήση.

                                                         Γενεά νά άποθάνη

Καί δευτέρα τών όνείρων τήν Σιών νά χαιρετίση.



Άς άκούση ή Ευρώπη ότι ζής, ότι τού Πύρρου

Ό υίός είς τήν κονίστραν τής τιμής άνθραγαθεί.

                               Έκ τού ύπνου σου έγείρου,

Καί όλόκληρον τό γένος μετά σού θά έγερθή. 8



Άς προβούν αί φάλαγγες σου μέ τόν ήχον τών τυμπάνων,

                                      Μέ τής σάλπιγγος τόν ήχον.

Άς σαλεύσ’ ύπό τό βήμα τών πολεμικών σας στίχων

Ή γή, βήμα άτρομήτων καταπληκτικών Τιτάνων.



Βάλετε ! Άς πέση κάτω ήσχυμένη ή τιάρα.

Είς το κήτος τής Άσίας φόνου τραύμ’ άς άνοίχθη.

Βάλετε ! Τής εκκλησίας καί τού γένους ή κατάρα

Είς έκείνον όστις τρέμων είς τάς τάξεις δέν ταχθή.
___________________________________
Π.Γ.Μ έν Ίωαννίνοις 1859





* Φωτό: Οι «Σουλιώτισσες». Πίνακας του Γάλλου ζωγράφου και χαράκτη Αρύ Σεφφέρ (1795-1858). Ο πίνακας βρίσκεται στο Λούβρο.

Σημειώσεις του ποιητού:

1. Τό ποίημα τούτο ήρχισα γράφων κατά το 1859 έν Ιωαννίνοις, όπου διέμεινα έπί τινας μήνας ώς Γραμματεύς τού έκεί Έλλην. Προξενείου. Τό άκόλουθον έτός διατρίψας όλίγας ήμέρας έν Άθήναις έδημοσίευσα αύτό έν ίδιατέρω φυλλαδίω άνωνύμως και άπέστειλα είς τινας έφημεριδογράφους. Τινές τούτων δέν ώκνησαν νά ποιήσωσιν εύφημον περί αύτού λόγον, ό δέ συντάκτης τής Έλπίδος, τής σπουδαιοτάτης τών τότε Έλλην. Έφημερίδων, θεωρήσας αύτό ώς τό έντελέστερον προϊόν τού νεωρέρου Έλλ. Παρνασσού ανεδημοσίευσεν όλόκληρον σχεδόν.

Κατά τόν αυτόν χρόνον ό τότε φίλος μου Δημ. Βερναρδάκης μέ συνεχάρη δι’ έπιστολής του είς τήν όποίαν άναφέρει ότι έν τώ ποιήματι τούτω άπαντώνται στροφαί άντάξιαι τής γραφίδος τού Λατίνου Σατυρικού Ίουβενάλη. Είπον ό τότε φίλος μου, διότι σήμερον, δυσαρεστηθείς ένεκα όλίγων στίχων τούς οποίους έγραψα περί τής Μερόπης του έν Κωνσταντινουπόλει, οίτινες δέν ήδύναντο νά θεωρηθώσιν παρά ώς ειλικρινής κρίσις, τήν οποίαν ένόμισα ότι τό αίσθημα τής φιλίας δέν ώφειλε νά μέ άποτρέψη νά έκφράσω, δυστυχώς δέν φαίνεται τοιούτος.

Φαίνεται ότι παρ’ ήμίν ή φιλία δέν νοστιμεύεται τήν είλικρίνειαν, άλλ’ έπί τών φιλολογικών έργων όποίον τό κέρδος τής υποκρισίας ; Άν κατορθώσωμεν ν’ άπατήσωμεν τούς συγχρόνους θά δυνηθώμεν νά παρατείνωμεν τό κράτος τής άπάτης μας καί έπί τών μεταγενέστερων ;

Άν ήμην περί τούτου βέβαιος καί έγίνωσκον ότι ή γνώμη μου κέκτηται τοσούτον κύρος άσμένως ήθελον πλέξει τόν θερμότερον έπαινον περί πάντων τών έργων τού άξιόλογου φίλου μου Δημ. Βερναρδάκη, καί έτέρων, οίτινες έπίσης είς τό στάδιον τών γραμμάτων δικαίως ή αδίκως διακρίνονται.

2. Είς τήν νεανικήν μου φαντασίαν δέν γνωρίζω διατί είχεν έμποιήσει χειρίστην έντύπωσιν ή όψις τών κατοίκων τής πόλεως τών Ιωαννίνων, ένθα έπερίμενον νά ίδω τούς άρειμάνιους έκείνους άνδρας, οίτινες έξελθόντες έκ τής σχολής τού Άλή Πασά, τοσούτον έχρησίμευσαν είς τόν μέγαν έθνικόν άγώνα του 1821. Είς τούτο συνέτεινεν ή προηγουμένη άνάγνωσίς τών περί Ήπείρου ίστοριών καί ίδίως ή τού Πουκεβίλ καί Περραιβού.

3. Είνε γνωστή ή ήττα τήν όποίαν ύπέστη ό Άλή Πασάς ύπό τών άκαταβλήτων όρεινών, ότε καί αύταί αί γυναίκες συνηγωνίσθησαν μετ’ αυτών τελεσφόρως.

4. Το μοναδικόν είς τά χρονικά τής άνθρωπότητος μεγαλούργημα τού Ζαλόγγου άναφέρεται ύπό πάντων σχεδόν τών γραψάντων τήν νεωτέραν ίστορίαν τής Ήπείρου. Έχρησίμευσε δέ ώς θαυμάσιον έπεισόδιον είς τό τελευταίον άσμα τού Άρόλδου, ποιήματός τού Λαμαρτίνου, είς τόν όποίον έξαίρει τήν Έλληνικήν άνδρίαν καί θρησκευτικήν άφοσίωσιν είς τήν έλευθερίαν, τήν όποίαν ό Έλλην ούδέποτε έπαυσε λατρεύων καί τά πάντα έπί τού ίερού αύτής βωμού θυσιάζων.

5. Βεβαίως πατρίς τών Άλβανών δέν είνε ή Ήπειρος, ήτις άνέκαθεν ύπήρξε γνησία Έλληνική χώρα. Άλλά μετά τήν έπικράτησιν τού Άλβανικού στοιχείου είς τόν παρά τόν Άώον ή Λώον κοινώς Βοϊούσα μέρη καί τήν έγκατάστασιν αύτού είς τινα διαμερίσματα τής παλαιάς Ήπείρου καί ίδίως μετά τόν έξισλαμισμόν τών έποίκων τούτων, ότε κατέστησαν παντοδύναμοι, καί τό έθνικόν αύτών όνομα άπεδόθη είς τήν άπασαν έν γένει τήν παλαιάν καί νέαν Ήπειρον ή Έλληνικήν Ίλλυρίαν. Εύτυχώς ή προσωνυμία αύτη ήρξατο έκλείπουσα έκ τής ίδίως Ήπείρου, όπου τό Έλληνικόν στοιχείον καί τοι ύποστάν τοσαύτας καταστροφάς καί καταθλίψεις άποτελεί τόν κύριον πληθυσμόν τής Επαρχίας.

Άπό τών σημερινών Έλληνικών μεθορίαν μέχρι τών προθύρων τής πόλεως Άργυροκάστρου καί παραλίως μέχρι τών τελευταίων χωρίων τής Χειμάρρας, άτινα είσίν Έλληνικά όνόματι καί πράγματι, καλούμενα Δρυμάδες καί Παλλιάσα ή Παλλάς καί άρκτικώς μέχρι τών όδιών τής Μακεδονάις, όπου τελευτά ή Έλληνικωτάτη έπαρχία Κονίτζης, ό Έλληνισμός είνε τό έπικρατούν στοιχείον. 

Είς τό μεταξύ Πρεβέζης καί Χειμάρρας παράλιον ύπάρχουσιν ίκανά χωρία Τουρκαλβανικά, άλλ’ ό πληθυσμός τούτων καί τών μεσογείως κειμένων δέν ύπερβαίνει τάς 4.000 οικογενείας. Ήτοι τάς 30 χιλιάδας ψυχών άπέναντι 360 χιλιάδων καθαρών σχεδόν Έλλήνων καί 40 χιλ. Μικτών Χριστιανών. 

Νομίζω ότι ούδ’ αύτή ή ελευθέρα Έλλάς έν τή αύτή άναλογία έχει γνήσιον Έλληνικόν πληθυσμόν, ώστε οί φιλονεικούντες τήν ύπεροχήν τού Έλληνικού στοιχείου έν Ήπειρώ άπατώνται άπάτην μεγάλην τήν όποίαν έν γνώσει διαστρέφουσι τήν άλήθειαν. Καθ’ όλην τήν μακράν κοιλάδα τού Άργυροκάστρου μέχρι τού δύο ώρας άπέχοντος τής Έλληνο-Αλβανικής ταύτης πόλεως χωρίου Δερβιτσάνι, ένός τών 42 τού τμήματος Δροπόλεως ή Δρυϊνουπόλεως, λαλείται ή Έλληνική ύπό πάντων άνεξαιρέτως τών κατοίκων, οίτινες κατ’ ούδένα διαφέρουσιν ώς καί οί γείτονες αύτών κάτοικοι τών 64 χωρίων τής Πωγωνιανής (ή Πωγώνι ίστορική περιοχή τής Ηπείρου), τών γνησίων Έλλήνων χωρικών τής έλευθέρας Έλλάδος. 
Έπομένως έκτός τής έν τώ έν Βερολίνω συνεδρίω άχθείσης νέας όροθετικής γραμμής πολύς είσέτι άπελείφθη Έλληνισμός, όστις δύναται τή άρωγή τού έλευθέρου, νά συντελέση είς τή διάδοσιν τών φώτων καί τής Έλληνικής γλώσσης καί εί τούς όμοθρήσκους αυτών Τουρκαλβανούς οίτινες μόνον διά τών Έλληνικών γραμμάτων δύνανται νά έλπίζωσι μεταβολήν τής άγρίας αύτών καταστάσεως.

Οί Σουλιώται ώς γνωστόν οί διά τοσούτων ήρωϊκών κατορθωμάτων έπί μακρόν διακριθέντα ήσαν καταγωγής Άλβανικής, άλλ’ ή καρδία αυτών ήτο γνήσια Έλληνική. Είθε οί γνήσιοι Έλληνες νά ένεφορούντο ύπό τών αύτών εύγενών καί άδόλων πατριωτικών αίσθημάτων, έκ τών οποίων ένεπνέοντο οί έπί ήμισυν περίπου αιώνα ύπέρ τής έλευθερίας καί τιμής μαχόμενοι όρεσίβιοι κάτοικοι τών χωρίων τού Σουλίου !


6. Ό διάσημος ούτος τής Γαλλίας ποιητής, όστις ού μόνον έν τώ προμνημονευθέντι ποιήματι του, όπερ άποπνέει άκρατον φιλελληνισμόν, όν δέν ήδύνατο νά μήν έχη ένθερμος δημοκράτης καί κατόπιν πρόεδρος τής Γαλλικής δημοκρατίας, πολλά ύπερ ήμών έγραψεν, άλλ’ ίδιαιτέρως καί έν τινι των θρησκευτικών του Άρμονιών έπικαλείται τόν Ύψιστον ύπέρ τής έπιτυχίας τού Έλληνικού άγώνος.

Έλθών είς Άνατολήν μετά τό τέλος τού ήρωϊκού τούτου άγώνος καί έπισκεφθείς τήν Κωνσταντινούπολιν έφιλοξενήθη ίδιαζόντως ύπό τής Όθωμ. Κυβερνήσεως καί ό τότε Σουλτάνος έννοήσας τήν εύκαμψίαν τού χαρακτήρος του καί τήν όλίγην ίσως τού ποιητού πεποίθησιν είς τάς άρχάς τάς όποίας έφαίνετο πρεσβεύων, έδωρήσατο αύτώ δύο μεγάλης άξίας κτήματα έν Μικρά Άσία. Τό δώρον τούτο ήδυνήθη νά μεταβάλη καθολοκληρίαν τάς συμπαθείας του καί νά τρέψη αύτας ύπέρ τού έθνους τών βαρβάρων καί δημίων, οίτινες αείποτε έπολεμήσαν τάς μεγάλας άρχάς τής ίσότητος καί έλευθερίας, τάς όποίας θεωρούσιν άντικειμένας είς τά θρησκευτικά αύτών δόγματα καί είς τήν έθνικήν αυτών ύπαρξιν. Ευτυχώς από τής έποχής έκείνης ούδέν ή Μούσά του παρήγαγεν άξιον λόγου έργον, παρά μόνον τό είς τόν θάνατον τού μονογενούς καί περικαλλεστάτης αύτού θυγατρός συγκινητικώτατον έλεγείον, όπερ έγραψεν έν Ίερουσαλήμ παρά τό σπήλαιον τής Άγωνίας, όπου ό Σωτήρ έπιστρέφων έκ τού όρους τών Έλαιών, όπου έιχεν άνάβη ίνα προσευχηθή, εύρε τούς μαθητάς αυτού κοιμωμένους.

7. Τήν έν τώ Πύργω τού Δημουλά έθελοθυσίαν τής Δέσπως μετά τών θυγατέρων καί έγγόνων της άπηθανάτισεν ώραίον δημοτικόν άσμα, έξ ού ήρύσθημεν στίχους τινας, άπεκδύσαντες αυτούς τού άφελούς αύτών περιβολαίου καί ένδύσαντες δι’ έτέρου συνάδοντος πρός τήν γλώσσαν τού όλου ποιήματος, άλλά πολύ ύπολειπομένου τού πρωτοτύπου δημοτικού.

8. Δυστυχώς ή τελευταία έν Ήπειροθεσσαλία έπανάστασις, ήτο πολλά καταστροφάς έπήνεγκεν, άπέδειξεν ότι ό πατριωτισμός παρ’ ήμίν είνε λάξις κενή καί ότι τά αίσθήματα τών πατέρων δέν διαφλέγουν τάς καρδίας τών τέκνων. Είθε τουλάχιστον ό,τι δέν έγένετο ένεκα τής ημετέρας άβελτηρίας νά πράξη ή Ευρώπη καί ίδίως ή τοσούτον θερμόν έπιδεικνύουσα ύπέρ ήμών ένδιαφέρον δημοκρατική Γαλλία.

Ουδείς δύναται ν’ άμφιβάλλη ότι τά έπιδικασθέντα ήμίν καί μείζονα τούτων θά ήδυνάμεθα νά κατέχωμεν άφ’ ής τουλάχιστον ήμέρας ήλώθη ή Πλεύνα άν οί ήμέτεροι Ήγέται μετήρχοντο τολμηροτέραν πολιτικήν. Ή τότε δειλία άναγκάζει ήμάς νά ίκετεύωμεν σήμερον εύτελώς τάς Δυνάμεις καί νά προσδοκώμεν έκ τού έλέους των, ανεχόμενοι τά πονηρά τεχνάσματα τής Πύλης, ήτις βεβαίως δέν ήδύνατο νά εύρη καταλληλότερον πρόσωπον τού Μουχτάρ Πασά ίνα παίξη τήν κωμωδίαν, ήτις πρός διαιώνισιν τού ζητήματος καί φενακισμόν τής Εύρώπης από τοσούτων ήδη μηνών παίζεται καί Κύριος οίδε, πόσον είσέτι θά έξακολουθήση παιζομένη. 
Λυπηρόν ότι καθ’ όν χρόνον συζητείται ζήτημα τόσω καίριον διά τόν Έλληνισμόν, τού όποίου βεβαίως τήν λύσιν δέν δύναται νά έπιθυμή τό γείτον Κράτος συμφώνως πρός τούς ήμετέρους πόθους, άποτελούσι μέρος τού Όθωμ. Ύπουργείου Έλληνες τήν καταγωγήν.

Εύχόμεθα άπό καρδίας νά δυνηθώσι, χωρίς νά προδώσωσι τά πρός τό έθνος ίερά αύτών καθήκοντα, άτινα είσί κατά πολύ ύπερτέρα Ύπουργικών Χαρτοδυλακείων καί μάλιστα Τουρκικών, νά έξέλθωσιν έντίμως καί συνοδευόμενοι ύπό τών εύχών τού Πανελληνίου τής δυσχερούς θέσεως είς τήν όποίαν περιέστησαν.

Ή ίκανότης, ό πατριωτισμός, καί ή μέχρι τούδε πολιτεία τού κ. Άλεξ. Καραθεοδωρή είνε άσφαλής περί τούτου έγγύησις, άν καί το ζήτημα του όποίου έπιδιώκεται ή λύσις είνε μεγάλης σημασίας καί δύναται ν’ άπαλλοτριώση τήν πρός τήν Όθωμανικήν Κυβέρνησιν φιλίαν τών Άλβανών, οίτινες ώς λαός ύπερήφανος καί φιλόδοξος ήθελε άπολέσει τό πρός τήν ίσχύν καί τό μεγαλείον αίσθημα τού σεβασμού, όπερ είνε ό κυριώτερος τών Άλβανών πρός τήν Πύλην σύνδεσμος. Άλλ’ άρνουμένη αύτη τήν έκτέλεσιν τού περί Έλλάδος άρθρου τής Βερολινείου συνθήκης δέν διατρέχει μείζονα κίνδυνον; Βεβαίως ή θέσις αυτής είνε λίαν δυσχερής, άλλ’ είς τούτο πταίει ή ίδία, ήτις ένόμισεν ότι έν ύπερμεσούντι δεκάτω έννάτω αιώνι θά ήδύνατο νά διατηρήση τήν κυριαρχίαν της έπί χρισταινικών λαών διά άνηκούστων καταθλίψεων καί καταστροφών. 
______________________________________________

* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα

  ΕΛEΓΧΟΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.