Τ Ω Β Ι Σ Μ Α Ρ Κ
Σοφέ, μεγαλεπήβολε, πρώτε άνήρ τού κόσμου,
Τιμή τών φώτων, πέλαγος συνέσεως πλατύ,
Ό άπαυδήσας πλήν πετών είσέτι Πήγασός μου
Μέ άνθη Έλικώνια νά στέψη σέ ζητεί.
Θά ήτον αίσχός του έαν τό κλέος τού αίώνος,
Είς όν ή γή τού Πλάτωνος προβλέπει έν χαρά
Έν τοίς νεγάλοις έβλεπε θριάμβοις του άφώνως
Καί τάς χορδάς δέν έθιγε πρίν κλείση τά πτερά.
Ότε τό πρώτον, ώ Βίσμαρκ, σέ είδον έν είκόνι
Έν Τραπεζούντ’ είς αίθουσαν Προξένου Γερμανού
Είπον, ή όψις Έλληνα άρχαίον φανερόνει,
Όστις τό πύρ έσύλησε τό θείον τ’ ουρανού.
Βεβαία μετεμψύχωσις τού Προμηθέως, γύνυ
Όλ’ ή Ευρώπη πρό αυτού θά κλίνη εύλαβώς.
Μόνος αυτός έν φοβερά στιγμή θά κατεπόνει
Τόν Κόρσον, όστις τούς λαούς έμπαίζει άσεβώς.
Δέν ήπατήθην, ή μορφή δέν απατά έκείνη,
Καί κύκλους δέν έπέρανεν ό ήλιος πολλούς
Καί ή βραχεία κόπτεται τής Δύσεως είρήνη,
Καί περιφέρ’ ή Ένυώ τούς φλογερούς δαυλούς.
Ή δυστυχής βασίλισσα όρθούται τού Άδρία,
Ή κόρη τήν μητέρα της ζητεί, ό Ίταλός
Τήν λύραν ρίπτει καί φρικτά όπλίζετ’ έργαλεία
Καί σπεύδει ένθους μαχητής ό ψάλτης ό δειλός.
Έντρομον στρέφει ό φονεύς τού ‘Υψηλάντου βλέμμα
Καί μέ τούς Πρώσσους έρχεται νά άντιμετρηθή.
Ώς μέγας ρέει χείμαρρος έν Καινισγράτς τό αίμα
Κ’ είς πυραμίδας τά όστά ό θάνατος όρθοί.
Ή έπηρμένη τής σκληράς Αυστρίας όφρύς πίπτει,
Τά μαύρά της έγκλήματα πληρόνει άκριβά.
Τό πρώην γαύρον μέτωπον είς όρους αίσχους κύπτει
Κ’ ύποχωρεί αίμόφυρτος μέ χείλ’ ήδη βωβά.
Τό άγος τό Κυλώνειον έκρίπτεις τής Διαίτης,
Τού τερατώδους άετού τόν όνυχ άφαιρείς.
Τών άτυχών συμμάχων σου γενναίος εύεργέτης
Τήν Βενετίαν είς καλούς γονείς φιλοδωρείς.
Νέαν ζωήν καί όργασμόν ή Γερμανία νέον
Άναλαμβάν’, οί έθνικοί συσφίγγονται δεσμοί,
Τό τετμημένον σώμά της καί δύσκολ’ άναπνέον
Νά συνδεθή άδελφικώς είς έν έπιθυμεί.
Καί νέα νέων ίδεών ίδού όμοσπονδία,
Τής γενικής ένώσεως προάγγελος λαμπρός.
Ή άσθενής καί άφωνος έξέρχεται Πρωσσία
Μεγάλη, πρώτη δύναμις έκ τού φρικτού πυρός.
Είς τήν φωνήν της σύμπασα ή οίκουμένη τρέμει.
Βλέμμ’ άνταλλάσσουν ύποπτον οί ισχυροί τής γής
Κ’ ένώ είς τήν άνδρίαν της ή φήμη άπονέμει
Στεφάνους, άλλοι δάκνουσι τά χείλη έξ όργής.
Όχ’ ή άνδρία εύγενών λαών δια χειμάρρων
Άνεγερθέντων αίματος είς θέσιν ύψηλήν
Δέν τρέμει τών Κορσικανών τάς άπειλάς Ίκάρων,
Άλλ’ έκτελεί τήν άνωθεν εύτόλμως έντολήν.
Ή τολμηρά σου φρόνησις τό Λουξεμβούργον σώζει.
Τό όρνεον άπέσυρε τόν όνυχα κενόν
Κ’ έκ τών συννέφων έμπλεων όργής άγρίας κρώζει.
Άλλά κρωγμοί τήν φρένα σου δέν θορυβούν πτηνών.
Τού έθνους σου τήν δύναμιν Θεμιστοκλέους περίνους
Έντείνεις, τήν ένσκήψουσαν προβλέπων ταραχήν.
Τούς φοβερούς τού μέλλοντος προσκέπτεσαι κινδύνους
Καί ήδη έχεις έτοιμον καί χείρα καί ψυχήν.
Δέν έπιτρέπεις έκτασιν όρίων είς τούς Γάλλους.
Τόν Ρήνον καί το Βέλγιον φυλάττεις άσφαλή.
Κ’ είς τού έξόχου σου νοός συντρίβεις τάς ύφάλους
Προτάσεις άς άκόρεστος θρασύτης προκαλεί.
Άλλ’ ήδη έπλεόνασαν τά νέφ’ είς τόν αίθέρα,
Σκιά θολή έκάλυψε καί γήν καί ούρανόν,
Γιγάντων μάχη φαίνεται έγγύς, φοβερωτέρα
Έκείνης, ότ’ έτέθησαν βουνά έπί βουνών.
Κλειώ, συγχώρ’ είς άδελφήν άν έργων άλλοτρίων
Έπιλαμβάνεται, άντί είς ύψη νά πετά
Αίθέρι’ άποφεύγουσα τό ταπεινόν πεδίον
Κ’ έκ τών νεφών τούς ήρωας τής γής νά χαιρετά
Κατέβ’ είς τά εδάφη σου, θεά τής ιστορίας,
Καί πλέκει τούς μεγάλους της στεφάνους έπ’ αύτών,
Διότ’ είς σέ ό ένδοξος άνήκει τολμητίας,
Όστις τόν χάρτην ήλλαξε τών ίσχυρών κρατών.
Ή φρικαλέα θύελλα ώρύεται, ένσκήπτει.
Όλ’ ή Εύρώπη έκπληκτος κ’ έν φόβω άγνοεί
Πού νά στραφή ένώ θρασύς ό Ναπολέων ρίπτει
Τής μάχης τό χειρόκτιον, άλλά δέν σέ πτοεί.
Έν τώ χαλκείω έτοιμοι οί κεραυνοί προσμένουν
Τήν εύτυχή ν’ άστράψωσι καί πέσωσι στιγμήν,
Τά ξίφη οί άτρόμητοι πολεμισταί κραδαίνουν
Καί νά έρίσουν σπεύδουσι τής νίκης τήν τιμήν.
Φρικτή, μεγάλη κίνησις όποία ίσως μόνον
Συνέβη ότε ήραντο άντάρτριαν πυγμήν
Κατά τού πλάστου τ’ άπειρα τά πλήθη τών διαμόνων
Κ’ είς τήν φρικτήν των έριξαν οί ούρανοί όρμήν.
Ό σάκκος τών άνομιών έν τέλει έπληρώθη.
Αί προδοθείσαι άναιδώς έλπίδες τών λαών
Τά έθνικά των όνειρα, οί έθνικοί των πόθοι
Νά συγκινήσουν ώφειλον έν τέλει τόν Θεόν.
Ή τιμωρία ώφειλε πολύ νά μή βραδύνη,
Τού δυστυχούς έφώναζε Μαξιμιλιανού
Έκδίκησιν ό θάνατος, τών Πολωνών οί θρήνοι
Ούς δι’ όνείρου ό θρασύς ήπάτησε κενού
Γαλάτης, άτελεύτητον έκδίκησιν άβόων
Καί μετ’ αύτών, ώ τάλαινα, συνήνους τήν κραυγήν
Πατρίς μαρτύρων εύκλέων, γή άτυχών ήρώων,
Ώ Κρήτ’, ήτις έξέπληξας μέ θαύματα τήν γήν.
Πλήν φεύ ! Ουδέν ώφέλησαν τριών έτών άγώνες
Φιλοπατρίας εύγενούς, ύπάρξεως, τιμής,
Κατ’ Άρπυιών, ούς έπεμψαν οί Ύρκανοί δρυμώνες
Νά σβέσουν όσ’ άνάψαμεν φώτα τής τιμής ήμείς.
Πρό τού Σεδάν τό μέγιστον έγείρεις τών τροπαίων,
Έκ χιλιάδων έκατόν έπίλεκτος στρατός,
Στρατάρχαι τεσσαράκοντα, αυτός ό Ναπολέων
Όστις τόν σάλον ήγειρε τής πάλης προπετώς,
Κατησχυμένοι, έμφοβοι τά όπλα παραδίδουν.
Έν τή ψυχή των αίσθημα τιμής δέν όμιλεί.
Πρό τού κινδύνου τήν τιμήν τού έθνους των προδίδουν
Καί σύρονται αίχμάλωτοι ώς κτήνη εύτελή.
Φρικώδες, καταπληκτικόν τό θέαμα, ό σείων
Μ’ έν νεύμ’ άπλούν όλόκληρον ώς άλλος Ζεύς τήν γήν
Προσφέρει είς τον νικητήν έκσπών έκ τών όσφύων
Τό ξίφος κ’ είς τήν γαύρον του ύπείκει προσταγήν.
Ούδ’ ή Περσία έπαθεν, ή βάρβαρος Περσία,
Τοιαύτην ήτταν τρομεράν καί καταπληκτικήν
Ότ’ έν Άρβήλοις καί Ίσσώ ή φονική άνδρία
Τού Άλεξάνδρου έντολήν έπλήρου έθνικήν.
Άγωμεν, Μούσα, άγωμεν έκ τής καταβληθείσης
Έν τέλει κοσμοπόλεως, τού λύχνου τών λαών,
Είς τήν Φραγκφόρτην καί έκεί όπου τερπνή ή φύσις
Καί ρέ’ είς ρεύμα διαυγές ό Μήνος γαυριών,
Τά βήματά μας στήσωμεν, έκεί ή ήττημένη
Γαλλία φεύ ! Μέ τρέμουσαν καρδίαν ταπεινούς
Όρους σφραγίζ’, ή Άλσατίς άμείβει καί Λωραίνη
Καί Πακτωλός όλόκληρος χρυσού τούς Γεραμανούς.
Έκεί ό κόμης ίσταται άκίνητος ώς βράχος
Καί μέ τό μέλλον έμβριθώς τού έθνους του λαλεί,
Ύπαγορευ’ είς τον έχθρόν τούς όρους άταράχως,
Οίκτείρει ή καρδία του, τό χείλος άπειλεί.
Πόσων συμβάντων εύκλεών δημιουργός καί ποίων !
Άν έζη είς τον παλαιόν τών έθνικών καιρόν
Θά εύρισκ’ έδραν μεταξύ αύτών τών Ολυμ΄πίων,
Έργ’ άληθή Όλύμπια πληρώσας κ’ έκπληρών.
Πρός σέ ό κόσμος σήμερον ώς είς θεών μαντείον
Προσέχει καί το νεύμα σου πάς άσθενής ζητεί.
Σύ τήν Εύρώπην διοικείς ώς κυβερνήτης πλοίον
Όπερ δειλώς είς πέλαγος ποντοπορεί πλατύ.
Μεγάλην, άλλ’ άναίσχυντον σύ αύτοκρατορίαν
Κατακρημνίσας ήγειρας έτέραν άντ’ αύτής
Διά χειμάρρων αίματος άγνήν, σοφήν, όποίαν
Νά έδη ό φιλόπατρις έπόθει νικητής.
Άνερ, έν τή μεγάλη σου ίσχύϊ μή παρίδης
Τό έθνος όπερ έσπειρεν άνευ φειδούς τό φώς,
Είς όποίον τοσούτ’ ήμίθεοι, είς όποίον Άριστείδης,
Είς όποίον ό θείος Όμηρος, ό Πλάτων ό σοφός,
Είς όποίον πάν ό,τι έξοχον άνήκει καί ώραίον,
Όπερ τόν δρόμον ήνοιξε τών νέων ίδεών,
Ών τούς καρπούς τών Γερμανών τό έθνος τό γενναίον
Δρέπ’, ύψηλότερα άρθέν τών έπί γής λαών.
Πολλά ποτήρια πικρά έπί μακρούς αιώνας
Έγεύθη, έκολυμβησεν είς αίμα άρκετόν.
Φρικτούς διήλθε θλίψεων καί συμφορών χειμώνας
Ύπό τήν μάστιγ’ άναιδών καί φαύλων δεσποτών.
Τείνε τήν χείρα κ’ είς ήμάς. Τής δόξης σου το στέμμα
Είσέτι μ’ έν’ άδάμαντα άς στολισθή λαμπρόν,
Έκδίκησον τών εύγενών μαρτύρων μας τό αίμα,
Έκ τής Εύρώπης λεξωσον τό έθνος τό σαπρόν.
Άφες νά πεσ’ είς τον κρημνόν όστις έμπρός του χαίνει
Τό τέρας τό άπάνθρωπον, τό τέρας τό φρικτόν,
Όχι τήν χώραν τών θεών δέν πρέπει να μιαίνη
Όπου ή δόξα κατοικεί αίώνων έκατόν.
Είσέτι είς τό αίμα της κυλίεται ή Κρήτη,
Τού Άρκαδίου έρυθρά άχνίζει έτ’ ή γή,
Έλευθερίαν, ύπαρξιν άνθρώπινον έζήτει,
Άτίμου, άνοικτίρμονος ζυγού ν’ άπαλλαγή.
Είς τήν Εύρώπην ήλπιζεν ή γή τών πρώτων νόμων,
Άλλ’ ή Ευρώπ’ είς ίδια συμφέροντ’ άτενής
Άγώνα κατεδίκασε γενναίον ή άγνώμων
Κ’ είς τούς σκληρούς τό θύμά των άπέδωκε φονείς.
Άλλ’ έν βραχεί έπέπλευσεν ή άσεβής είς αίμα,
Καί ήττηθείς ό άτιμος πρωρεύς τών Γαλατών
Παρέδωκε τό ξίφος τού, παρέδωκε τό στέμμα,
Παρέδωκεν αίχμαλώτων τόν μέγιστον στρατόν.
Ώ άν τήν χείρα ώρεγεν είς τήν Έλλάδα. Έτι
Θά ήτο πρώτ’ ή χώρα του καί δόξα τών χωρών.
Τά φώτα, τόν πολιτισμόν αυτόν θά ύπηρέτει
Όν έσβεσ’ έν Άνατολή λύσσα όρδών σκληρών.
Σύ ό,τι τού μισέλληνος έκείνου ο βραχίων
Ήρνηθ’ είς έθνος ένδοξον, είς εύγενή φυλήν,
Έκπλήρωσον, σύ, τάς σκιάς, ώ άνερ, τών άνδρείων
Μαρτύρων έξευμένισον μέ πράξιν ύψηλήν.
Συμπλήρωσον τού Κάνιγγος τό έργον, όπερ μόνον
Ψυχήν προσμένει εύγενή καί χείρα καθαράν.
Έργάσθητ’ ύπερ τών υιών μεγαλουργών προγόνων
Έκτίων, Βισμαρκ, όφειλήν τού κόσμου ίεράν.
Τού φθόνου τ’ άλλεπάλληλα μή σέ πτοώσι βέλη,
Γελών τής λύσσης άκουε βοώντα τόν βορράν,
Άν κατά σού ή μέλαινα έφρύαξεν άγέλη
Κ’ έπέπεσεν ώς λέαινα πληγείσα τήν πλευράν
Καί φέρουσα τό λάβαρον τής άναμαρτησίας
Τό σκεύος τό κατάπλεων φρικτών άμαρτιών
Νά σταματήση κοπιά έν μέσω τής πορείας
Τό φωτοβόλον άρμα σου δε’ έργων σκολιών
Μή θορυβήσαι, πάντοτε έμπρός, έμπρός προχώρει.
Ή νίκη τήν άτρόμητον ψυχήν άκολουθεί.
Οί φωτοσβέσται θα καμφθούν έν τέλει ρασοφόροι.
Τό άστρον των ώχρίασε κ’ έγγίζει να σβεσθή.
Καί άν τά μαύρα όρνεα τά σπλάγχνα σου σπαράξουν
Καί είς αυτό τό αίμα σου έν τέλει μολυνθούν,
Τόν δρόμον δέν θά δυνηθούν τού ποταμού ν’ άλλάξουν.
Έκ τών ρευμάτων άκοντες θά συμπαρασυρθούν.
Τής πλάνης οί άπόστολοι έντός του θά ταφώσι,
Άλλ’ ώς σωτήρα οί λαοί μετ’ ένθουσιασμού
Σέ θά τιμώσι πάντοτε καί θά χειροκροτώσι,
Προχώρει καί τήν δύστηνον Έλλάδα ένθυμού.
Τιμή τών φώτων, πέλαγος συνέσεως πλατύ,
Ό άπαυδήσας πλήν πετών είσέτι Πήγασός μου
Μέ άνθη Έλικώνια νά στέψη σέ ζητεί.
Θά ήτον αίσχός του έαν τό κλέος τού αίώνος,
Είς όν ή γή τού Πλάτωνος προβλέπει έν χαρά
Έν τοίς νεγάλοις έβλεπε θριάμβοις του άφώνως
Καί τάς χορδάς δέν έθιγε πρίν κλείση τά πτερά.
Ότε τό πρώτον, ώ Βίσμαρκ, σέ είδον έν είκόνι
Έν Τραπεζούντ’ είς αίθουσαν Προξένου Γερμανού
Είπον, ή όψις Έλληνα άρχαίον φανερόνει,
Όστις τό πύρ έσύλησε τό θείον τ’ ουρανού.
Βεβαία μετεμψύχωσις τού Προμηθέως, γύνυ
Όλ’ ή Ευρώπη πρό αυτού θά κλίνη εύλαβώς.
Μόνος αυτός έν φοβερά στιγμή θά κατεπόνει
Τόν Κόρσον, όστις τούς λαούς έμπαίζει άσεβώς.
Δέν ήπατήθην, ή μορφή δέν απατά έκείνη,
Καί κύκλους δέν έπέρανεν ό ήλιος πολλούς
Καί ή βραχεία κόπτεται τής Δύσεως είρήνη,
Καί περιφέρ’ ή Ένυώ τούς φλογερούς δαυλούς.
Ή δυστυχής βασίλισσα όρθούται τού Άδρία,
Ή κόρη τήν μητέρα της ζητεί, ό Ίταλός
Τήν λύραν ρίπτει καί φρικτά όπλίζετ’ έργαλεία
Καί σπεύδει ένθους μαχητής ό ψάλτης ό δειλός.
Έντρομον στρέφει ό φονεύς τού ‘Υψηλάντου βλέμμα
Καί μέ τούς Πρώσσους έρχεται νά άντιμετρηθή.
Ώς μέγας ρέει χείμαρρος έν Καινισγράτς τό αίμα
Κ’ είς πυραμίδας τά όστά ό θάνατος όρθοί.
Ή έπηρμένη τής σκληράς Αυστρίας όφρύς πίπτει,
Τά μαύρά της έγκλήματα πληρόνει άκριβά.
Τό πρώην γαύρον μέτωπον είς όρους αίσχους κύπτει
Κ’ ύποχωρεί αίμόφυρτος μέ χείλ’ ήδη βωβά.
Τό άγος τό Κυλώνειον έκρίπτεις τής Διαίτης,
Τού τερατώδους άετού τόν όνυχ άφαιρείς.
Τών άτυχών συμμάχων σου γενναίος εύεργέτης
Τήν Βενετίαν είς καλούς γονείς φιλοδωρείς.
Νέαν ζωήν καί όργασμόν ή Γερμανία νέον
Άναλαμβάν’, οί έθνικοί συσφίγγονται δεσμοί,
Τό τετμημένον σώμά της καί δύσκολ’ άναπνέον
Νά συνδεθή άδελφικώς είς έν έπιθυμεί.
Καί νέα νέων ίδεών ίδού όμοσπονδία,
Τής γενικής ένώσεως προάγγελος λαμπρός.
Ή άσθενής καί άφωνος έξέρχεται Πρωσσία
Μεγάλη, πρώτη δύναμις έκ τού φρικτού πυρός.
Είς τήν φωνήν της σύμπασα ή οίκουμένη τρέμει.
Βλέμμ’ άνταλλάσσουν ύποπτον οί ισχυροί τής γής
Κ’ ένώ είς τήν άνδρίαν της ή φήμη άπονέμει
Στεφάνους, άλλοι δάκνουσι τά χείλη έξ όργής.
Όχ’ ή άνδρία εύγενών λαών δια χειμάρρων
Άνεγερθέντων αίματος είς θέσιν ύψηλήν
Δέν τρέμει τών Κορσικανών τάς άπειλάς Ίκάρων,
Άλλ’ έκτελεί τήν άνωθεν εύτόλμως έντολήν.
Ή τολμηρά σου φρόνησις τό Λουξεμβούργον σώζει.
Τό όρνεον άπέσυρε τόν όνυχα κενόν
Κ’ έκ τών συννέφων έμπλεων όργής άγρίας κρώζει.
Άλλά κρωγμοί τήν φρένα σου δέν θορυβούν πτηνών.
Τού έθνους σου τήν δύναμιν Θεμιστοκλέους περίνους
Έντείνεις, τήν ένσκήψουσαν προβλέπων ταραχήν.
Τούς φοβερούς τού μέλλοντος προσκέπτεσαι κινδύνους
Καί ήδη έχεις έτοιμον καί χείρα καί ψυχήν.
Δέν έπιτρέπεις έκτασιν όρίων είς τούς Γάλλους.
Τόν Ρήνον καί το Βέλγιον φυλάττεις άσφαλή.
Κ’ είς τού έξόχου σου νοός συντρίβεις τάς ύφάλους
Προτάσεις άς άκόρεστος θρασύτης προκαλεί.
Άλλ’ ήδη έπλεόνασαν τά νέφ’ είς τόν αίθέρα,
Σκιά θολή έκάλυψε καί γήν καί ούρανόν,
Γιγάντων μάχη φαίνεται έγγύς, φοβερωτέρα
Έκείνης, ότ’ έτέθησαν βουνά έπί βουνών.
Κλειώ, συγχώρ’ είς άδελφήν άν έργων άλλοτρίων
Έπιλαμβάνεται, άντί είς ύψη νά πετά
Αίθέρι’ άποφεύγουσα τό ταπεινόν πεδίον
Κ’ έκ τών νεφών τούς ήρωας τής γής νά χαιρετά
Κατέβ’ είς τά εδάφη σου, θεά τής ιστορίας,
Καί πλέκει τούς μεγάλους της στεφάνους έπ’ αύτών,
Διότ’ είς σέ ό ένδοξος άνήκει τολμητίας,
Όστις τόν χάρτην ήλλαξε τών ίσχυρών κρατών.
Ή φρικαλέα θύελλα ώρύεται, ένσκήπτει.
Όλ’ ή Εύρώπη έκπληκτος κ’ έν φόβω άγνοεί
Πού νά στραφή ένώ θρασύς ό Ναπολέων ρίπτει
Τής μάχης τό χειρόκτιον, άλλά δέν σέ πτοεί.
Έν τώ χαλκείω έτοιμοι οί κεραυνοί προσμένουν
Τήν εύτυχή ν’ άστράψωσι καί πέσωσι στιγμήν,
Τά ξίφη οί άτρόμητοι πολεμισταί κραδαίνουν
Καί νά έρίσουν σπεύδουσι τής νίκης τήν τιμήν.
Φρικτή, μεγάλη κίνησις όποία ίσως μόνον
Συνέβη ότε ήραντο άντάρτριαν πυγμήν
Κατά τού πλάστου τ’ άπειρα τά πλήθη τών διαμόνων
Κ’ είς τήν φρικτήν των έριξαν οί ούρανοί όρμήν.
Ό σάκκος τών άνομιών έν τέλει έπληρώθη.
Αί προδοθείσαι άναιδώς έλπίδες τών λαών
Τά έθνικά των όνειρα, οί έθνικοί των πόθοι
Νά συγκινήσουν ώφειλον έν τέλει τόν Θεόν.
Ή τιμωρία ώφειλε πολύ νά μή βραδύνη,
Τού δυστυχούς έφώναζε Μαξιμιλιανού
Έκδίκησιν ό θάνατος, τών Πολωνών οί θρήνοι
Ούς δι’ όνείρου ό θρασύς ήπάτησε κενού
Γαλάτης, άτελεύτητον έκδίκησιν άβόων
Καί μετ’ αύτών, ώ τάλαινα, συνήνους τήν κραυγήν
Πατρίς μαρτύρων εύκλέων, γή άτυχών ήρώων,
Ώ Κρήτ’, ήτις έξέπληξας μέ θαύματα τήν γήν.
Πλήν φεύ ! Ουδέν ώφέλησαν τριών έτών άγώνες
Φιλοπατρίας εύγενούς, ύπάρξεως, τιμής,
Κατ’ Άρπυιών, ούς έπεμψαν οί Ύρκανοί δρυμώνες
Νά σβέσουν όσ’ άνάψαμεν φώτα τής τιμής ήμείς.
Πρό τού Σεδάν τό μέγιστον έγείρεις τών τροπαίων,
Έκ χιλιάδων έκατόν έπίλεκτος στρατός,
Στρατάρχαι τεσσαράκοντα, αυτός ό Ναπολέων
Όστις τόν σάλον ήγειρε τής πάλης προπετώς,
Κατησχυμένοι, έμφοβοι τά όπλα παραδίδουν.
Έν τή ψυχή των αίσθημα τιμής δέν όμιλεί.
Πρό τού κινδύνου τήν τιμήν τού έθνους των προδίδουν
Καί σύρονται αίχμάλωτοι ώς κτήνη εύτελή.
Φρικώδες, καταπληκτικόν τό θέαμα, ό σείων
Μ’ έν νεύμ’ άπλούν όλόκληρον ώς άλλος Ζεύς τήν γήν
Προσφέρει είς τον νικητήν έκσπών έκ τών όσφύων
Τό ξίφος κ’ είς τήν γαύρον του ύπείκει προσταγήν.
Ούδ’ ή Περσία έπαθεν, ή βάρβαρος Περσία,
Τοιαύτην ήτταν τρομεράν καί καταπληκτικήν
Ότ’ έν Άρβήλοις καί Ίσσώ ή φονική άνδρία
Τού Άλεξάνδρου έντολήν έπλήρου έθνικήν.
Άγωμεν, Μούσα, άγωμεν έκ τής καταβληθείσης
Έν τέλει κοσμοπόλεως, τού λύχνου τών λαών,
Είς τήν Φραγκφόρτην καί έκεί όπου τερπνή ή φύσις
Καί ρέ’ είς ρεύμα διαυγές ό Μήνος γαυριών,
Τά βήματά μας στήσωμεν, έκεί ή ήττημένη
Γαλλία φεύ ! Μέ τρέμουσαν καρδίαν ταπεινούς
Όρους σφραγίζ’, ή Άλσατίς άμείβει καί Λωραίνη
Καί Πακτωλός όλόκληρος χρυσού τούς Γεραμανούς.
Έκεί ό κόμης ίσταται άκίνητος ώς βράχος
Καί μέ τό μέλλον έμβριθώς τού έθνους του λαλεί,
Ύπαγορευ’ είς τον έχθρόν τούς όρους άταράχως,
Οίκτείρει ή καρδία του, τό χείλος άπειλεί.
Πόσων συμβάντων εύκλεών δημιουργός καί ποίων !
Άν έζη είς τον παλαιόν τών έθνικών καιρόν
Θά εύρισκ’ έδραν μεταξύ αύτών τών Ολυμ΄πίων,
Έργ’ άληθή Όλύμπια πληρώσας κ’ έκπληρών.
Πρός σέ ό κόσμος σήμερον ώς είς θεών μαντείον
Προσέχει καί το νεύμα σου πάς άσθενής ζητεί.
Σύ τήν Εύρώπην διοικείς ώς κυβερνήτης πλοίον
Όπερ δειλώς είς πέλαγος ποντοπορεί πλατύ.
Μεγάλην, άλλ’ άναίσχυντον σύ αύτοκρατορίαν
Κατακρημνίσας ήγειρας έτέραν άντ’ αύτής
Διά χειμάρρων αίματος άγνήν, σοφήν, όποίαν
Νά έδη ό φιλόπατρις έπόθει νικητής.
Άνερ, έν τή μεγάλη σου ίσχύϊ μή παρίδης
Τό έθνος όπερ έσπειρεν άνευ φειδούς τό φώς,
Είς όποίον τοσούτ’ ήμίθεοι, είς όποίον Άριστείδης,
Είς όποίον ό θείος Όμηρος, ό Πλάτων ό σοφός,
Είς όποίον πάν ό,τι έξοχον άνήκει καί ώραίον,
Όπερ τόν δρόμον ήνοιξε τών νέων ίδεών,
Ών τούς καρπούς τών Γερμανών τό έθνος τό γενναίον
Δρέπ’, ύψηλότερα άρθέν τών έπί γής λαών.
Πολλά ποτήρια πικρά έπί μακρούς αιώνας
Έγεύθη, έκολυμβησεν είς αίμα άρκετόν.
Φρικτούς διήλθε θλίψεων καί συμφορών χειμώνας
Ύπό τήν μάστιγ’ άναιδών καί φαύλων δεσποτών.
Τείνε τήν χείρα κ’ είς ήμάς. Τής δόξης σου το στέμμα
Είσέτι μ’ έν’ άδάμαντα άς στολισθή λαμπρόν,
Έκδίκησον τών εύγενών μαρτύρων μας τό αίμα,
Έκ τής Εύρώπης λεξωσον τό έθνος τό σαπρόν.
Άφες νά πεσ’ είς τον κρημνόν όστις έμπρός του χαίνει
Τό τέρας τό άπάνθρωπον, τό τέρας τό φρικτόν,
Όχι τήν χώραν τών θεών δέν πρέπει να μιαίνη
Όπου ή δόξα κατοικεί αίώνων έκατόν.
Είσέτι είς τό αίμα της κυλίεται ή Κρήτη,
Τού Άρκαδίου έρυθρά άχνίζει έτ’ ή γή,
Έλευθερίαν, ύπαρξιν άνθρώπινον έζήτει,
Άτίμου, άνοικτίρμονος ζυγού ν’ άπαλλαγή.
Είς τήν Εύρώπην ήλπιζεν ή γή τών πρώτων νόμων,
Άλλ’ ή Ευρώπ’ είς ίδια συμφέροντ’ άτενής
Άγώνα κατεδίκασε γενναίον ή άγνώμων
Κ’ είς τούς σκληρούς τό θύμά των άπέδωκε φονείς.
Άλλ’ έν βραχεί έπέπλευσεν ή άσεβής είς αίμα,
Καί ήττηθείς ό άτιμος πρωρεύς τών Γαλατών
Παρέδωκε τό ξίφος τού, παρέδωκε τό στέμμα,
Παρέδωκεν αίχμαλώτων τόν μέγιστον στρατόν.
Ώ άν τήν χείρα ώρεγεν είς τήν Έλλάδα. Έτι
Θά ήτο πρώτ’ ή χώρα του καί δόξα τών χωρών.
Τά φώτα, τόν πολιτισμόν αυτόν θά ύπηρέτει
Όν έσβεσ’ έν Άνατολή λύσσα όρδών σκληρών.
Σύ ό,τι τού μισέλληνος έκείνου ο βραχίων
Ήρνηθ’ είς έθνος ένδοξον, είς εύγενή φυλήν,
Έκπλήρωσον, σύ, τάς σκιάς, ώ άνερ, τών άνδρείων
Μαρτύρων έξευμένισον μέ πράξιν ύψηλήν.
Συμπλήρωσον τού Κάνιγγος τό έργον, όπερ μόνον
Ψυχήν προσμένει εύγενή καί χείρα καθαράν.
Έργάσθητ’ ύπερ τών υιών μεγαλουργών προγόνων
Έκτίων, Βισμαρκ, όφειλήν τού κόσμου ίεράν.
Τού φθόνου τ’ άλλεπάλληλα μή σέ πτοώσι βέλη,
Γελών τής λύσσης άκουε βοώντα τόν βορράν,
Άν κατά σού ή μέλαινα έφρύαξεν άγέλη
Κ’ έπέπεσεν ώς λέαινα πληγείσα τήν πλευράν
Καί φέρουσα τό λάβαρον τής άναμαρτησίας
Τό σκεύος τό κατάπλεων φρικτών άμαρτιών
Νά σταματήση κοπιά έν μέσω τής πορείας
Τό φωτοβόλον άρμα σου δε’ έργων σκολιών
Μή θορυβήσαι, πάντοτε έμπρός, έμπρός προχώρει.
Ή νίκη τήν άτρόμητον ψυχήν άκολουθεί.
Οί φωτοσβέσται θα καμφθούν έν τέλει ρασοφόροι.
Τό άστρον των ώχρίασε κ’ έγγίζει να σβεσθή.
Καί άν τά μαύρα όρνεα τά σπλάγχνα σου σπαράξουν
Καί είς αυτό τό αίμα σου έν τέλει μολυνθούν,
Τόν δρόμον δέν θά δυνηθούν τού ποταμού ν’ άλλάξουν.
Έκ τών ρευμάτων άκοντες θά συμπαρασυρθούν.
Τής πλάνης οί άπόστολοι έντός του θά ταφώσι,
Άλλ’ ώς σωτήρα οί λαοί μετ’ ένθουσιασμού
Σέ θά τιμώσι πάντοτε καί θά χειροκροτώσι,
Προχώρει καί τήν δύστηνον Έλλάδα ένθυμού.
Έν Ίόππη τή 24
Δεκεμβρίου 1874
_________________________________________________
Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία κατά
το δυνατόν των πρωτοτύπων - Ψηφιακή Αποτύπωση -
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα
* Ο Όττο Έντουαρντ Λέοπολντ, πρίγκιπας του Μπίσμαρκ, Δούκας του Λάουενμπουργκ (Otto Eduard Leopold von Bismarck-Schönhausen, 1815 - 1898). Ένας από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς πολιτικούς του 19ου αιώνα. Ως πρωθυπουργός της Πρωσίας από το 1862 ως το 1890, πραγματοποίησε την ενοποίηση της Γερμανίας. Από το 1867 ήταν ο Καγκελάριος της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Παλαιότερα, στα βιβλία της ιστορίας και αλλού, ήταν γνωστός ως Βίσμαρκ.
Όταν ιδρύθηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871, έγινε ο πρώτος της Καγκελάριος (Reichskanzler). πάντοτε γινόταν διάκριση μεταξύ της δράσης του Μπίσμαρκ ως και το 1871, χρονιά δημιουργίας του πρώτου Γερμανικού Ράιχ, δράση η οποία θεωρούνταν αναπόδραστο κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης, και της θητείας του ως καγκελαρίου του ενιαίου πια κράτος, για την οποία μόνο λίγες στιγμές διασώζονται ως μερικώς προοδευτικές.
Αρνητικά βάραινε για την αποτίμηση του ιστορικού του ρόλου η γενική τάση της ανατολικογερμανικής ιστοριογραφίας να κρίνει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και κάθε ιστορική εξέλιξη όχι μόνο βάσει του άμεσου αποτελέσματός της, αλλά κυρίως με κριτήριο τον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο αντίχτυπο της, εν προκειμένω πόσο επηρέασε η πολιτική Μπίσμαρκ το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κι εμμέσως του Δευτέρου, άρα και την ίδια τη διαίρεση του γερμανικού έθνους σε δυο κρατικές οντότητες.
Ο ρόλος του Μπίσμαρκ στην ενοποίηση του γερμανικού κράτους, όπως και αυτό καθαυτό το γεγονός της ενοποίησης, αντιμετωπίζονταν ως θετική εξέλιξη επί της αρχής, αλλά με πολλές επιμέρους επιφυλάξεις.
Ακολουθούσαν έτσι την παράδοση των ίδιων των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και του Λένιν αργότερα, που αναγνώριζαν στη δημιουργία του Ράιχ μια προοδευτική εξέλιξη, καθώς σήμαινε την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού στα εν λόγω εδάφη, ωστόσο ασκούσαν αυστηρή κριτική στους όρους της διαμόρφωσής του.
Η ίδρυση του κράτους ήταν ατελής και σε δυσαρμονία με την ιστορική εξέλιξη, διότι το νέο ράιχ στηρίχτηκε σε ένα συμβιβασμό μεγαλοαστών και γαιοκτημόνων (γιούνκερ), με ισχυρά στρατιωτικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός πως ήταν αποτέλεσμα αντιδραστικών διεργασιών, θεμελίωσε το χαρακτήρα του ως βασισμένο σε έναν “αστυνομοκρατούμενο στρατοκρατικό δεσποτισμό”, σφραγίζοντας κατά τη γνώμη τους την αναπότρεπτη αποτυχία του, πρόγνωση που ως γνωστόν επαληθεύτηκε αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μια από τις πρώτες πράξεις του Μπίσμαρκ ως καγκελαρίου, που δεν ήταν άλλη από την απελευθέρωση Γάλλων αιχμαλώτων του γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-1871), ώστε εκείνοι να συμμετάσχουν στην καταστολή της παρισινής κομμούνας, καθώς φοβόταν πως η επανάσταση θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα του Ράιχ. Την ίδια στιγμή ωστόσο, οι ιστορικοί αυτοί αναγνωρίζαν τις διπλωματικές ικανότητες του Μπίσμαρκ, ιδιαίτερα τους χειρισμούς του που επέτρεπαν οι πόλεμοι που διεξήγαγε, όπως κι ο γαλλοπρωσικός, να είναι σύντομης διάρκειας.
Ωστόσο η όψιμη κυρίως φάση της εξωτερικής του πολιτικής αξιολογείται εντελώς αρνητικά, καθώς θεωρήθηκε ότι προετοίμασε το έδαφος για το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου το 1914 και μάλιστα σε δύο μέτωπα (το δυτικό και το ρωσικό). Θεωρούν ότι ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τη συμμαχία Γαλλίας-Ρωσίας, κυρίως μέσω της κατάληψης της διαμφισβητούμενης συνοριακής περιοχής της Αλσατίας-Λωρραίνης, και την ενθάρρυνση τού προς τη Ρωσία για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εξωτερική του πολιτική καταδικάστηκε ως αδιέξοδη και χωρίς προοπτική, καθώς στόχευε αποκλειστικά στη διασφάλιση των πρόσκαιρων συμφερόντων της γερμανικής άρχουσας τάξης, οδηγώντας τελικά στη διάσπαση της ευρωπαϊκής ηπείρου στα δυο στρατόπεδα της Αντάντ και των Κεντρικών δυνάμεων.
Στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής, επικρίθηκε τόσο για την οικονομική του πολιτική, όσο και για τη διαβόητη νομοθεσία του κατά του αναδυόμενου σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος. Στο πεδίο της οικονομίας επικρίθηκε ο προστατευτισμός που εφήρμοσε, υπέρ των κερδών της εγχώριας αστικής τάξης κατά του ξένου ανταγωνισμού με την επιβολή δασμών. Οι δασμοί ακρίβαιναν το κόστος ζωής σε βάρος της εργατικής τάξης, ενώ παράλληλα διευκόλυναν την ανάδυση ισχυρότατων γερμανικών μονοπωλίων. Οι λεπτές πολιτικές ισορροπίες που προσπάθησε να εφαρμόσει συμμαχώντας ταυτόχρονα με γιούνκερ και μεγαλοαστούς είχαν προδιαγεγραμμένα άδοξο τέλος, διότι πέραν από το κοινό αντίπαλο, δηλαδή το οεργατικό κίνημα, οι δυο μερίδες της άρχουσας τάξης είχαν πολύ περισσότερα αντιτιθέμενα συμφέροντα, απ’όσα μπορούσε και ήθελε να συμβιβάσει ο Μπίσμαρκ, ενεργώντας κι ο ίδιος πρωτίστως ως γαιοκτήμονας.
Η μελανότερη σελίδα του Μπίσμαρκ, κατά κοινή ομολογία όλων των ιστορικών, και όχι μόνο στη ΓΛΔ, αλλά και μέχρι σήμερα, ήταν η εφαρμογή του λεγόμενου “Νόμου περί Σοσιαλιστών” (Sozialistenesetz) το 1878, με το οποίο ετίθετο εκτός νόμου το νεοσύστατο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τα έντυπά του και οι συγκεντρώσεις του, επισείοντας ποινές προστίμων και φυλάκισης. Η αντίσταση των εργατών οδήγησε τελικά στην άρση της συγκεκριμένης νομοθεσίας το 1890, συνέβαλε στην παραίτησή του την ίδια χρονιά, ενώ είχε ως αποτέλεσμα οι σοσιαλδημοκράτες να αναδειχθούν σε μαζικό κόμμα, το οποίο στις εκλογές του 1912 κατόρθωσε να αναδειχθεί στη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στο Ράιχσταγκ.
Σχετικά με την κοινωνική του νομοθεσία, δηλαδή τη θέσπιση των πρώτων υποτυπωδών ταμείων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ατυχήματος και συντάξεων, θεωρείται πως δεν πέτυχε το στόχο της, δηλαδή τη συμφιλίωση των εργατών με το κράτος και την αστική τάξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.