Πού ό πρίν τών όπλων ζήλος, πού οί πρίν τής δόξης πόθοι ;Πού ό έρως τών θριάμβων, τών τροπαίων, τών νικών ;Πώς τοσούτον τής ανδρίας ή χείρ αίφνης ήλλοιώθη ;Τίς ένέβαλε καρδίας είς τούς άνδρας γυνακών ;
Ποίος έσβεσε τάς φλόγας τών έκδίκων κεραυνών μας ;
Είς τόν λήθαργον τού αίσχους ποία Κίρκη μάς κρατεί ;
Διατί δέν κυματίζει τό ώραίον λάβαρόν μας ;
Διατί τό εύκλεές μας μόνον δέν κροτεί ;
Άσυνήθη παλμόν πάλλει ή γή όλ’ ήλεκτρισμένη
Μέ τής δόξης τήν ίδέαν καί τών έλευθεριών,
Άλλ’ ό Έλλην είς τόν ύπνον άνηλέκτριστος έμμένει,
Αίσχρόν ύπνον άτιμίας είς φιλόπατριν λαόν.
Τά διεσπαρμένα φέρει είς τήν μάνδραν πρόβατά του
Ό φιλόπατρις μονάρχης τών γενναίων Ίταλών
Καί πλανάται άπό πόλου μέχρι πόλου τόνομά του
Κεραυνός τούς θρόνους σείων, τούς τυράννους πυρπολών.
Μόν’ ήμείς χωρίς καρδίαν, χωρίς αίσθημα καί γλώσσαν,
Μάρμαρ’ άφωνα, μέ δόξας ήμείς ζώντες παλαιάς,
Νεκροί βλέπομεν τήν χώραν τών νεκρών θερμήν καί ζώσα,
Ούδ’ έρύθημα πλήν καίει τάς ψυχράς μας παρειάς.
Ύπεράνω μας ό Σερβός έξηγριωμένος λέων
Σκληρά τρίζει τούς όδόντας, γλώσσαν άνδρικήν λαλεί.
Ό Μαυροβουνιώτης πέραν ένθουσιωδώς παλαιών
Τό συμπόσιον τής δόξης μ’ έκατόμβης έκτελεί.
Έκοψε τήν άλυσίν της ή Έρζεγοβίνη πλέον,
Μέ έλεύθερον τούς βράχους πόδ’ άντάρτρια πατεί.
Έντρομος ό Τούρκος λύσσαν έκμανούς Ύαίνης πνέων
Τό έκφεύγον σφάγιον του αιματόδιψος ζητεί.
Τρέχει, κυλινδεί φρικώδη καταιγίδα, ήφαιστείου
Όμοιάζει λάβαν, ήτις καταβαίνει φοβερά.
Άλλά όχι δεν τρομάζει τήν καρδίαν τού άνδρείου,
Όστις στήθη άντιτάσσεις είς τήν λόγχην σιδηρά.
Σφάζει, σφάζει. Έκδικείται μακρών αιώνων,
Θηριώδεις είς τό αίμα άποπλύνει προσβολάς,
Άπειλεί νά ρίψη κάτω, γίγας φοβερός, τόν θρόνον,
Όν άπώλεσαν τά φώτα, ή Ευρώπη, ή Έλλάς.
Πολεμούν δέν είχε πλήθη χωρίς αίμα καί καρδίαν,
Άγυρτών δέν διευθύνει τήν πατρίδα των όμάς,
Έγκατέλιπον είς μόνους τούς μικρόφρονας ήμάς.
Πολεμείτε, πολεμείτε ήρωες τής νέας Σπάρτης,
Ή γή όλη σάς θαυμάζει, ή Έλλάς σάς χαιρετά,
Όστις πίπτει τάς θρησκείας, τής πατρίδος πίπτει μάρτυς,
Ή άθάνατος ψυχή του είς τόν ούρανόν πετά.
Ούτω άλλοτε ό Έλλην είς ένδοξοτέρους χρόνους
Τάς πυκνάς έκρεωκόπει λεγεώνες τού Άλή
Κ’ έδοξάζετο ώς ήρως είς άγώνας άνδροφόρους,
Άπειθών νά κύψη ράχιν είς τόν μπέην εύτελή.
Άλλά τίς τούς βράχους τόρα τού Μαυροβουνίου σείων
Τάς ήρωϊκάς ήμέρας τού Τσαβελ’ άνακαλεί,
Καί διδάσκει τήν Ευρώπην ότι ζή λαός άνδρείων
Όστις άκριβά γνωρίζει τήν ζωήν του νά πωλή ;
Ώ τού ήρωος τήν χείρα φέρετέ μου νά φιλήσω,
Τήν παλάμην, ήτις τόσας καταισχύνας έκδικεί,
Άς είμπόρουν τουρκομάχος μαχητής ν’ άκολουθήσω
Τόν γενναίον τουρκομάχον είς τούς βράχους του έκεί.
Άηδίασα νά πνέω τής Έλλάδος τόν άέρα,
Είς τον ούρανόν της πλέον δέν εύρίσκω καλλονήν,
Ήτον άλλοτε ώραία ότε θαρραλεωτέρα
Συνεκίνει τάς καρδίας μέ τών όπλων τήν φωνήν.
Ότε νύκτιος ό Μάρκος φρικτός άγγελος θανάτου
Έπιπτε μανίαν πνέων είς του Σκόδρα τον στρατόν,
Καί έσύγχιζε τόν ύπνον καί τ’ άχρεία όνειρά του
Μέ τον ύπνον τού θανάτου καί το ψυχομαχητόν.
Ότε τά χαλκήρη στέρνα τών φρικτών κητών τού πόντου
Ό άτρόμητος τής Ύδρας Άρης κεραυνοβολών,
Μέ πυρκαϊάν έκόσμει φοβεράν τόν θριάμβόν τουλάχιστον
Ό Μιαούλης περιφέρων άναμμένον τον δαυλόν.
Ότε ώπλιζον τά σκάφη τής τιμής οι Κουντουριώται
Κ’ ένθουσιωδώς έξήντλουν τόν στερνών των τόν χρυσόν,
Κ’ εύρισκον βολάς καί άρτον οί γενναίοι στρατιώται
Καταπλήττοντες τόν κόσμον μέ θριάμβους θαλασσών.
Τόρα ήλλαξαν οί πόθοι, αί έλπίδες, αί ίδέαι,
Ούδείς σήμερον μεγάλα δόξης έργα μελετά,
Κεφαλαί δειλαί καί μόνον είς έγκλήματα γενναίαι,
Σπουδαχίδαι μικρολόγοι, βορβορώδη έρπετά
Τής πατρίδος διευθύνουν οί πυγμαίοι τά ήνία
Καί είς βάραθρον τήν σύρουν άμερίμνως συμφορών
Κ’ ένώ καίεται ό κόσμος, δυσανάγωγα παιδία,
Ήμείς μόνον έπιπλήξεις προκαλούμεν ίσχυρών.
Δούλοι άλλοτ’, έν τή γή μας αύτή Είλωτες καί ξένοι
Φωνήν είχομεν βαρείαν καί βραχίονα βαρύν,
Έκπληκτος τά τρόπαιά μας ήκουεν ή οικουμένη
Κ’ έξεθείαζε πάν χείλος τά φρονήματα μας πρίν.
Ό φιλόπατρις μονάρχης τών γενναίων Ίταλών
Καί πλανάται άπό πόλου μέχρι πόλου τόνομά του
Κεραυνός τούς θρόνους σείων, τούς τυράννους πυρπολών.
Μόν’ ήμείς χωρίς καρδίαν, χωρίς αίσθημα καί γλώσσαν,
Μάρμαρ’ άφωνα, μέ δόξας ήμείς ζώντες παλαιάς,
Νεκροί βλέπομεν τήν χώραν τών νεκρών θερμήν καί ζώσα,
Ούδ’ έρύθημα πλήν καίει τάς ψυχράς μας παρειάς.
Ύπεράνω μας ό Σερβός έξηγριωμένος λέων
Σκληρά τρίζει τούς όδόντας, γλώσσαν άνδρικήν λαλεί.
Ό Μαυροβουνιώτης πέραν ένθουσιωδώς παλαιών
Τό συμπόσιον τής δόξης μ’ έκατόμβης έκτελεί.
Έκοψε τήν άλυσίν της ή Έρζεγοβίνη πλέον,
Μέ έλεύθερον τούς βράχους πόδ’ άντάρτρια πατεί.
Έντρομος ό Τούρκος λύσσαν έκμανούς Ύαίνης πνέων
Τό έκφεύγον σφάγιον του αιματόδιψος ζητεί.
Τρέχει, κυλινδεί φρικώδη καταιγίδα, ήφαιστείου
Όμοιάζει λάβαν, ήτις καταβαίνει φοβερά.
Άλλά όχι δεν τρομάζει τήν καρδίαν τού άνδρείου,
Όστις στήθη άντιτάσσεις είς τήν λόγχην σιδηρά.
Σφάζει, σφάζει. Έκδικείται μακρών αιώνων,
Θηριώδεις είς τό αίμα άποπλύνει προσβολάς,
Άπειλεί νά ρίψη κάτω, γίγας φοβερός, τόν θρόνον,
Όν άπώλεσαν τά φώτα, ή Ευρώπη, ή Έλλάς.
Πολεμούν δέν είχε πλήθη χωρίς αίμα καί καρδίαν,
Άγυρτών δέν διευθύνει τήν πατρίδα των όμάς,
Έγκατέλιπον είς μόνους τούς μικρόφρονας ήμάς.
Πολεμείτε, πολεμείτε ήρωες τής νέας Σπάρτης,
Ή γή όλη σάς θαυμάζει, ή Έλλάς σάς χαιρετά,
Όστις πίπτει τάς θρησκείας, τής πατρίδος πίπτει μάρτυς,
Ή άθάνατος ψυχή του είς τόν ούρανόν πετά.
Ούτω άλλοτε ό Έλλην είς ένδοξοτέρους χρόνους
Τάς πυκνάς έκρεωκόπει λεγεώνες τού Άλή
Κ’ έδοξάζετο ώς ήρως είς άγώνας άνδροφόρους,
Άπειθών νά κύψη ράχιν είς τόν μπέην εύτελή.
Άλλά τίς τούς βράχους τόρα τού Μαυροβουνίου σείων
Τάς ήρωϊκάς ήμέρας τού Τσαβελ’ άνακαλεί,
Καί διδάσκει τήν Ευρώπην ότι ζή λαός άνδρείων
Όστις άκριβά γνωρίζει τήν ζωήν του νά πωλή ;
Ώ τού ήρωος τήν χείρα φέρετέ μου νά φιλήσω,
Τήν παλάμην, ήτις τόσας καταισχύνας έκδικεί,
Άς είμπόρουν τουρκομάχος μαχητής ν’ άκολουθήσω
Τόν γενναίον τουρκομάχον είς τούς βράχους του έκεί.
Άηδίασα νά πνέω τής Έλλάδος τόν άέρα,
Είς τον ούρανόν της πλέον δέν εύρίσκω καλλονήν,
Ήτον άλλοτε ώραία ότε θαρραλεωτέρα
Συνεκίνει τάς καρδίας μέ τών όπλων τήν φωνήν.
Ότε νύκτιος ό Μάρκος φρικτός άγγελος θανάτου
Έπιπτε μανίαν πνέων είς του Σκόδρα τον στρατόν,
Καί έσύγχιζε τόν ύπνον καί τ’ άχρεία όνειρά του
Μέ τον ύπνον τού θανάτου καί το ψυχομαχητόν.
Ότε τά χαλκήρη στέρνα τών φρικτών κητών τού πόντου
Ό άτρόμητος τής Ύδρας Άρης κεραυνοβολών,
Μέ πυρκαϊάν έκόσμει φοβεράν τόν θριάμβόν τουλάχιστον
Ό Μιαούλης περιφέρων άναμμένον τον δαυλόν.
Ότε ώπλιζον τά σκάφη τής τιμής οι Κουντουριώται
Κ’ ένθουσιωδώς έξήντλουν τόν στερνών των τόν χρυσόν,
Κ’ εύρισκον βολάς καί άρτον οί γενναίοι στρατιώται
Καταπλήττοντες τόν κόσμον μέ θριάμβους θαλασσών.
Τόρα ήλλαξαν οί πόθοι, αί έλπίδες, αί ίδέαι,
Ούδείς σήμερον μεγάλα δόξης έργα μελετά,
Κεφαλαί δειλαί καί μόνον είς έγκλήματα γενναίαι,
Σπουδαχίδαι μικρολόγοι, βορβορώδη έρπετά
Τής πατρίδος διευθύνουν οί πυγμαίοι τά ήνία
Καί είς βάραθρον τήν σύρουν άμερίμνως συμφορών
Κ’ ένώ καίεται ό κόσμος, δυσανάγωγα παιδία,
Ήμείς μόνον έπιπλήξεις προκαλούμεν ίσχυρών.
Δούλοι άλλοτ’, έν τή γή μας αύτή Είλωτες καί ξένοι
Φωνήν είχομεν βαρείαν καί βραχίονα βαρύν,
Έκπληκτος τά τρόπαιά μας ήκουεν ή οικουμένη
Κ’ έξεθείαζε πάν χείλος τά φρονήματα μας πρίν.
Μεταφέρωμεν τής δόξης τόν ήρωϊκόν άγώνα,
Άναλάβωμεν καρδίαν, άναλάβωμεν ζωήν,
Ή πατρίς μάς κράζ’ είς νέον λαμπρού μέλλοντος άγώνα.
Τίς θά κλείσ’ είς τήν φωνήν της, τίς δειλός τήν άκοήν ;
Ότε κατά τριηπείρου αύτοκρατορίας μόνοι
Άντιμέτωποι έμόχθουν οί γονείς μας καί στρατών
Καταπληκτικών χειμάρρους δράξ άνδρών περιεφρόνει
Καί ύπέμεν’ άγογγύστώς πείναν, δίψαν, παγετόν,
Δέν έφρόνουν ότ’ είς δύο όργυιάς τής γής τραχείας
Θ’ άνυψόνετο είς θρόνος ό μικρότερος τής γής,
Ύπέρ όλης τής Έλλάδος τής μεγάλης, τής εύρείας
Έπιπτον είς τάς θυέλλας τής πολεμικής όργής.
Ώ ! πρόκειτ’ αίωνίως είς στενόν κλωβόν κλεισμένοι,
Μικροί, άδοξοι, μέ μίση νά τρεφώμεθα μικρά,
Καί άφώνους καί άτόλμους νά μας σύρωσιν οί ξένοι
Έκ τών ταπεινών τραχήλων άετούς χωρίς πτερά,
Κάλλιον είς τήν προτέραν ν’ άναπέσωμεν δουλείαν
Όπου τόσοι άδελφοί μας ζούν ήμέρας συμφορών,
Κάν άς έχωμεν μ’ έκείνους ένα πόνον, τύχην μίαν,
Ή έλεύθεροι νά ζώμεν βίον άδοξον, μικρόν.
Δούλοι κάν θά συγκινώμεν τάς ψυχάς τών έλευθέρων,
Τόν παρήγορον των πάλιν θά έγείρωμεν παλμόν,
Είς Σατωμβριάν, είς Βύρων τ’ όνομά μας άναφέρων
Θά έλέγχη τήν Εύρώπην αύστηρά ύπέρ ήμών.
Ή Ευρώπη όμως όχι είς τό αίσχός μας δέν πταίει,
Ήμείς πταίομεν, τά ράκη τών πατέρων μας, ήμείς,
Ό Μαυροβουνιώτης μόνος είς τούς βράχους του παλαίει
Ύπέρ τής έλευθερίας, τής θρησκείας, τής τιμής.
Όλας άσχολεί ό ήρως τάς Όσμανικάς δυνάμεις,
Όλας μία μικρά κώμη μόλις δέκα σπιθαμών,
Έφιλοτιμήθης, Έλλην, συναγωνιστής νά δράμης ;
Έδειξας πώς ζής κάν μ’ ένα θαρραλέον βρυχηθμόν ;
Άν τό λάβαρον τής δόξης ύψονες έπί τής Όσσης,
Είς τών όπλων σου ό Πίνδος άν έβόα τήν κλαγγήν,
Δέν ήδύνασο τό κράτος τών όρδών νά ταπεινώσης,
Τών σιδήρων ν’ άποσπάσης κάν τού Πύρρου σου τήν γήν ;
Εύτολμότερος ό Σέρβος δέν θά σ’ έμίμειτο τότε ;
Δέν θά έτρεχον κατόπιν αί σημαίαι τών Δάκων ;
Βόσνοι, Βούλγαροι, ‘Ρωμούνοι σταυροφόροι στρατιώται
Δέν θά ήμίλλωντο ΄τοτε είς τό πλήθος τών νικών ;
Άλλ’ όκνοί προσμετ’ ίσως τήν έμψύχωσιν τών ξένων ;
Άφρονες ! Ποτέ ό ξένος δύναται νά φαντασθή
Τάς όδύνας, τάς πικρίας τών έξηνδραποδισμένων
Άν κ’ έκείνος δέν στενάξη καί έξανδραποδισθή ;
Άναρρίψατε τόν κύβον τής ζωής καί τού θανάτου,
Τάς μεγάλας άποφάσεις ή έλπίς δέν άπατά,
Μή όκνήτε, σάς όρκίζω είς τό αίμα τού έσχάτου
Κωνσταντίνου, μή όκνήτε, μή τό μέλλον άπαντά.
Άποδείξατε πώς είσθε υίοί γνήσιοι Έλλήνων,
Όχι σπέρματα νοθίας, όχι κίβδηλος χρυσός,
Μή άνέχεσθ’ έπί πλέον τόν ζυγόν αίσχρών κηφήνων,
Κρημνισθήτω ό πρός πτώσιν κατανεύων κολοσσός.
Δράμετε, όπου ή δόξα τόν άνδρείον στεφανόνει,
Όπου ή έλευθερία τήν δουλείαν πολεμεί,
Όπου ή άνδραγαθία τόν θνητόν άποθεόνει,
Δρλαμετε όπου σάς κράζει τό καθήκον, ή τιμή.
Άς ψευσθή τού φιλοτούρκου ύπουργού ή προσδοκία,
Όστις άνερυθριάστως, χωρίς φόβον κάν Θεού,
Τής μεμολυσμένης Φρύνης τά δυσώση γηρατεία
Είς τό βήμα έκθειάζει τού Βρεττανικού λαού.
Ποίον αίσχος ! Ή προστάτις τής έλευθερίας νήσος,
Ό οίακοστρόφος λόρδος τής βρεττανικής νηός,
Κατά τής πατρίδος τρέφει τής έλευθερίας μίσος,
Έπειδή όρθούται γίγας ό έλληνικός λαός.
Ποίον αίσχος ! Είς τό βάθρον, όπου ή έλευθερία,
όπου τού Εύαγγελίου αί έμπνεύσεις όμιλούν,
Αί όρδαί τών Τουρκομάνων, τών ληστών ή συμμορία
Άπανθρώπου συμπαθείας συζητήσεις προκαλούν.
Ούτω οί άπηλπισμένοι έκθειάζουν κερδοσκόποι
Τήν κακήν των πραγματείαν είς τυφλούς άγοραστάς,
Δέν τούς μέλλει ποία πίνουν δηλητήρια οί τόποι
Ών θωπεύουν τάς έχίδνας, ών στηρίζουν τούς ληστάς.
Τούς ληστάς, τούς ίοβόλους ήμείς όφεις θαρραλέως
Άπωθήσωμεν τών τόπων τού φωτός καί τής τιμής.
Έπαυξήσωμεν μέ νέον τών πατέρων μας τό κλέος,
Μή κατώτεροι φανώμεν τών λοιπών λαών ήμείς.
__________________________________
Π.Γ.Μ
* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων - Ψηφιακή Αποτύπωση
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ του ποιητού.
1. Ή ύπό τού μακαρίτου Δήμου Άθανασίου συντασσομένη άξιόλογος Έφημερίς “Μέλλον” άναδημοσιεύσασα πρό τριών περίπου έτών τό ποίημα τούτο προέταξε τήν άκόλουθον σημείωσιν,
ήν πρός άποφυγήν πάσης άλλης έξηγήσεως άναδημοσιελυομεν όλόκληρον, έχουσαν ούτω.
“Τό έξής ποίημα γνωστού ήμίν καί τώ κοινώ ποιητού έγράφη πρό δεκατεσσάρων περίπου
έτών ότε τό Μαυροβούνιον άποποιούμενον ν’ άναγνωρίση τήν κυριαρχίαν τής Πύλης
ήγωνίζετο ήρωϊκώς κατά τών πολυαρίθμων αύτής στρατών καί συναποστάτει ή Έρζεγοβίνη
καί ύπεσείετο ή Σερβία. Ύπό τάς αύτας καί έτι δεινοτέρας περιστάσεις εύρισκόμενοι
θεωρούμεν τήν άναδημοσίευσιν τού τοσούτον έπαινεθέντος τούτου ποιήματος ώς λίαν
κατάλληλον καί άναγκαίαν μάλιστα.”
2. Άναφέρω τούς τρείς τούτους μεγάλους τής πατρίδος άνδρας ίνα άντιπαραθέσω αυτούς πρός τούς τότε κυβερνώντας τό έθνος υίούς των, έξ ών ό μέν Άθ. Μιαούλης ήτο πρόεδρος τού ύπουργικού συμβουλίου καί Ύπουργός τών Ναυτικών, ό δέ Δημήτριος Μπότσαρης Ύπουργός τών Στρατιωτικών και ό Γ. Κουντουριώτης Ύπουργός τών Έξωτερικών. Άν καί ή μετά τήν άποπομπήν τού Όθωνος συνελθούσα έθνοσυνέλευσις άπεκάλεσεν αύτούς Ύπουργούς τού αίματος καί τούς κατεδίκασεν είς δεκαετή στέρησιν τών πολιτικών αύτών δικαιωμάτων ούχ ήττον τό τότε ύπουργείον συνέκειτο έξ άνδρών, ούς δυσκόλως σήμερον δυνάμεθα ν’ άναπληρώσωμεν, διότι έκτός τών μνημονευθέντων τριών ήσαν καί ό διάσημος νομομαθής Ποτλής καί ό άκέραιος τον χαρακτήρα καί πολλής παιδείας κάτοχος Εύστάθιος Σίμος καί ό ούχί κατώτερος αύτού Χ. Χριστόπουλος.
3. Έννοώ τόν Λόρδον Παλμερστώνα, όστις τότε έξ άντιπαθείας πρός τον Όθωνα έκάκιζε τό Έλληνικόν Έθνος, ίσως διότι βεβαίως ούχί εκ πεποιθήσεως, άλλ’ έκ ‘Ρωσοφοβίας, έξ ής τότε κατείχετο μέχρις ύπερβολής άπασα ή Εύρώπη.
______________________
* Παναγιώτης Γερασίμου Ματαράγκας, Γεννήθηκε τό 1834 στό
Ναύπλιο πρωτεύουσα τότε του νεοσύστατου Έλληνικού κράτους καί σπούδασε
στο Πανεπιστήμιο τής Αθήνας. Τελείωσε Νομική και Έλληνική φιλολογία.
Διορίστηκε το 1858 γραμματέας του προξενείου 'Ιωαννίνων.
Από εκεί στη Λάρισα, μετά στη Κωνσταντινούπολι, μ' έναν μικρό σταθμό στη Μελίτη, και το 1865 σαν πρόξενος στη Τραπεζούντα μέχρι το 1868 απ' όπου ανακλήθηκε λόγω διακοπής των έλληνοτουρκικών σχέσεων.
Από εκεί στη Λάρισα, μετά στη Κωνσταντινούπολι, μ' έναν μικρό σταθμό στη Μελίτη, και το 1865 σαν πρόξενος στη Τραπεζούντα μέχρι το 1868 απ' όπου ανακλήθηκε λόγω διακοπής των έλληνοτουρκικών σχέσεων.
Στή συνέχεια ή εντολή της πατρίδας τόν έστελνε πρόξενον στά 'Ιωάννινα που όμως δέν πήγε ποτέ γιά πολιτικούς λόγους.
Το αδέσμευτο πνεύμα στούς στίχους του, η καυστική κριτική στά άρθρα του, πολλές φορές είχε ένοχλήσει πολιτικούς κύκλους καί οικονομικά συμφέροντα.
Αν καί δεν τού άρεσε να μιλά για τη δράση του τό διάστημα τής Κρητικής επανάστασης (1866 – 1869), τα σχόλια σε έντυπα τής εποχής, ελληνικά καί ξένα, είναι χαρακτηριστικά καί πολύ τιμητικά. Αφού δεν μπορούσε ο ίδιος νά πάρει τ' όπλο του για τη Κρήτη... έκανε ότι παίρναγε απ' το χέρι του να συγκεντρώσει χρήματα, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη τήν εποχή, 1200 χρυσές λίρες ή 1.200.000 δραχμές, που το έστείλε στην "Έπιτροπήν τού Κρητικού άγώνος", για να βοηθήσει τουλάχιστον οικονομικά.
Φαντασία και Καρδία δευτέρα ἔκδοσις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.