ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΗΠΕΙΡΩΤΑΣ 1
ΕΓΕΡΘΗΤΕ, Τουρκομάχοι του Σκεντέρμπεη υίοί,
Έλληνόπαιδες τού Πίνδου, έγέρθητε, έγέρθητε !
Έως πότε ή άθλια και κτηνώδης σας ζωή,
Έως πότε τάς αλύσεις τής αισχύνης θά φορήτε ;
Γίγαντές έπί όρέων όρη άλλοτ' έπιθέντες
Καί πρωτάκουστ' είς τήν τόλμην, τήν άνδρίαν καί όρμήν,
Γίγαντες κεραυνωθέντες,
Άλλ' άκέραυνον τηρούντες τήν καρδίαν καί πυγμήν,
Δέν άκούετε ; ό κόσμος όλος σήμερον κινείται,
Έδώ σάλπιγγες βοώσι, δόξης τύπμανα έκεί.
Μόνοι σείς έν μέσω τόσης ταραχής άναισθητείτε ;
Τόσος θόρυβος τόν ύπνον ν' άποσείση δέν άρκεί ;
Ώς Ήφαίστιον πρίν έτι έκραγή κ' έξακοντίση
Τούς φρικτούς του μύδρους, ούτω πάλλει, σείεται ή γή
Ύλ' έμπρηστικαί έντός της, τά σκληρά άνάπτουν μίση,
Άπερ μόνη φεύ ! είσέτι διαλύει ή σφσγή.
Μάτην μέ τού Ναζωραίου τό υπόμνημα είς χείρας
Ή έλευθερία τρέχει καί φωνάζει καί μοχθεί,
Πανταχού κλειστάς έυρίσκει ή ταλαίπωρος τάς θύρας,
Κ' είς τά όπλα καταφεύγει ίνα τέλος άκουσθή.
Μέ τά όπλα άνακτάται ή τίμή κ' έλευθερία,
Δυστυχής όστις τρομάζει τών μαχών τόν κεραυνόν,
Έν τή άγενεί ώς ύδωρ νεκρόν σήπτεται δουλεία
Καί έξαλείφετ' έκ τής βίβλου τών λαών τών ζωντανών.
'Αλλά όχι, δέν γνωρίζουν φόβον τέκν' άνδρών άνδρείων,
Είς τάς φλέβας τών όποίων ρέει αίμα ύψηλόν.
Διατί όμως δέν ζώσι τών πατέρων των τόν βίον
Διατί αύχένα κύπτουν είς τόν τύραννον δειλόν ;
Φέρετέ μου μίαν μόνην τούς άρματωλούς, στιγμήν,
Φέρετέ μου τήν μεγάλην γενεάν τών ημιθέων.
Ώ τούς βλέπω έκ τών βτάχων μέ ίέρακος όρμήν
Φοβεροί νά καταβαίνουν ώσάν χείμαρροι όρέων.
Ή λευκή τών φουστανέλα μεγαλοπρεπώς κυμαίνει,
Είς τ' άκύρτωτά των παίζουν αί πλεξίδες των πλευρά,
Ή καμπυλωτή των σπάθη μέχρι πτέρνης καταβαίνει,
Ώς κομήτης φοβερά.
Ό Πασάς και ό Βεζύρης έτρεμον είς τ' όνομά των
Ώς είς άκουσμα λεόντων,
Δέν έγνώριζον νά κάμπτουν άγενώς τά γόνατά των
Κ' είχον δόξαν των κ' έλπίδα τό βαρύ τυφέκιόν των.
Ήσαν κεραυνοί είς νύκτα καταπληκτικής δουλείας
Διακόπτοντες τό σκότος μ' άστραπάς περιλαμπείς,
Φάροι τής ελεύθερίας,
Είς ναυάγιον φρικώδες μόνη ναυαγών ελπίς.
Αλλά σήμερον παχέα έπυκνώθησαν τά σκότη,
Ούδεμί' άκτίς άστράπτει, ούδείς κρότος άντηχεί,
Τό πάν σήμερον ύπνώττει,
Καί νομίζεις ότι λείπει έκ τού γένους ή ψυχή.
Λοιπόν έμπροσθεν τού αίσχους, έμπροσθεν τής άτιμίας
Ή Έλληνική νά κλίνη δειλώς πρέπει κεφαλή ;
Τών ίδρώτων σας νά τρώγη τούς καρπούς μετ' άπληστία
Μία βάρβαρος φυλή ;
Σείς νά δίδετε τό γάλα, σείς τό κρέας καί μαλλίον
Είς τόν όκνηρόν αύθέντην, πρόβατα έλεεινά ;
Πού λοιπόν τού Ήπειρώτου ό άνίκητος βραχίων ;
Έξηντλήθη ή πατρίς του πλέον άνδρας νά γεννά ;
Άφωνοι αί ράχεις μένουν τών Άλβανικών όρέων,
Άν φωνή τις άντηχήση δέν είναι μαχών φωνή.
Είς τά πυκνμένα δάση δέν διημερεύουν πλέον
Κλεπτών στίφη ευγενή.
Είς τήν μέσην δέν άστράπτει τό όλάργυρον πιστόλι,
Τό σελάχι τό χρυσούν,
Δέν συρίζει είς τά ώτα τό άκάματον των βόλι,
Χαλινόν αίματωμένον είς τά στόματα μασσούν.
Ποίος ύπνος, ποία νάρκη καί μεταβολή όποία !
Άν δέ είξευρον τού Πύρρου ότι είσθ' οί άετοί
Δέν θά έμαρτύρει, όχι μία φυσιογνωμία
Λαός ποίος τής Ήπείρου σήμερον τήν γήν πατεί. 2
Ώ ! άς ήδυνάμην ήδη τήν φωνήν μου είς βαρύν
Κεραυνόν νά μεταβάλω,
Κ' έξυπνών έκ τού ληθάργου τήν άνδρίαν σας τ'ήν πρίν,
Νέας νίκας, νέα άθλα, νέα τρόπαια νά ψάλω.
Έδώ λέγουν, έδοξάσθη ό Έλληνικός βραχίων,
Καί εδώ έταπεινώθη ή βαρβαρική όφρύς.
Σείς λοιπόν, ώ δούλοι, είσθε οί υίοί των μεγαλείων ;
Δούλοι άφωνοι, Σάς είδε τροπαιούχους ή πατρίς ;
Άπ' έδώ άπό τών βράχων όθεν ό Φλεγέθων ρέει
Καί τά ρέυματα του σύρι ό βραγχώδης Κωκυτός,
Ώ ! ποσάκις δέν έφάνη ό γενναίος νά παλαίη
Τού Σουλίου άετός ;
Μέ παλάμην όπλοφόρον είς πυρίτιδος καπνούς
Ή Σουλιώτισα παρθένος έκ τών μαυρών ης όρέων
Ώς μετέωρων ποσάκις δέν έπέλαμψεν ώραίον
Τόν Άλην καταπτοούσα μέ θανάτους κεραυνούς ; 3
Πάσα δρύς δέν ήτο κλέπτου φιλελεύθερος σημαία ;
Πάσα φωλεά θηρίου, φωλεά άρματωλού ;
Τότ' έσφρίγα, τότε έζη ήλικία γραία, νέα,
Άλλού σπείρουσα τόν τρόμον καί τον θάνατον άλλού.
Πάσα, ράχις, πάσα πέτρα, τά υψώματα, τά όρη
Τής άνδρίας σας δέν κείνται Μαυσωλεία ύψηλά ;
Πώς ; άπέμαθεν ή χείρ σας τόσον εύκολα τό δόρυ,
Καί ή όψις σας έν μέσω τών κινδύνων νά γελά ;
Πέραν βλέπω τού Ζαλόγκου τόν άπότομον κρημνόν,
Ώς πελώριος ύψούται πρός τον ούρανόν βραχίων.
Βράχος ύψηλός τό δάκρυ καί τήν έκπληξιν κινών,
Έκεί κείται άνευ τάφου τής τιμής τό μεγαλείον. 4
Ώς αυτός έκεί μεγάλαι περιίπταντ' άναμνήσεις,
Θαύματα τής ίστορίας.
Όχι, άθλα Ήρακλέους πώς θ' άκούσεις μή νομίσεις.
Ώχριούν αύτοί οί μύθοι πρό τοιαύτης τραγωδίας.
Άκουσον, Εύρώπη όλη, ό,τι είς τά χρονικά σου
Άνεζήτησας ματαίως,
Άκουσον καταρωμένη τήν νωθρότητα σου.
Δούλε, άκουσον όποίον τών πατέρων σου τό κλεός.
Είς μεγαλουργών άνθρώπων έργα ένδοξα ή λήθη
Τήν σιωπηλήν σκιάν της νά έκτείνη δέν τολμά,
Άν δ' ή μνήμη των πύρ δόξης δέν άνάπτ' είς δούλον στήθη
Καί νά ζή ζωήν Παρίου λαός μέγας προτιμά,
Άλλ' έφίπταται έφ' όλης τής Έλλάδος καί στολίζει
Τό ώραίον μέτωπον της ώς άδάμας τηλαυγής,
Καί τόν δρόμον της φωτίζει
Έν τώ μέσω τής σκοτίας, έν τώ μέσω τής σιγής.
Όλη έλαμψε μεγάλη νικωμένη ή νικώσα.
Τήν έκήρυττον τά χείλη τών έθνών τής γής νεκράν
Κ' έτρεμον τά σάβανα της μήπως αίφνης άποσπώσα
Είς τήν γήν δευτέραν πάλιν παρουσιασθή φοράν.
Άλλά σήμερον τόν τρόμον διεδέχθη γέλως είρων,
Ό Γκιαβούρ δέν έχει τόλμην, δέν φωνάζει, δέν λαλεί.
Λησμονεί τό μέγα βάρος τών άτίμων του σιδήρων,
Είς έλάφους τών λεόντων μετεβλήθη ή φυλή.
Διατί έξαίφνης τόσον ή άλλοίωσις μεγάλη ;
Τήν καρδίαν του ό λέων κ' είς τά σίδηρα τηρεί.
Ό κωβός τόν καταβάλλει, άλλά δέν τόν μεταβάλλει,
Σκληρά δάκνει, άν νά θραύση τά δεσμά δέν είμπορή.
Άν ή φρίκη τού θανάτου, ή ίδέα τών κινδύνων
Τήν νωθρότητα άν έμπνέη,
Τί λοιπόν, προτιμοτέρα ή ζωή κλαυθμών καί θρήνων,
Ή ζωή μακρού θανάτου, αί άλύσεις καί τά δέη ;
Κ' αί μητέρες σας δέν είχον τρυφεράς ώς έσείς καρδίαν ;
Δέν ήσθάνοντο άγάπην, δέν ήσθάνοντο στοργήν ;
Όλα είχον, αλλ' άκόμη είχον έν, φιλοτιμίαν,
Κ' έπροτίμησαν τού τάφου ή τού αίσχους τήν σιγήν.
Ένώ μάχονται οί άνδρες λέοντες κατά λεόντων,
Ένώ κάτω τόν άγώνα τών Τιτάνων πολεμούν,
Καί ή γή νομίζεις τρέμει είς τό βήμα τών ποδών των,
Καί ώς θύελλα χειμώνος έκ τών βράχων έξορμούν,
Καί κραυγαί φρικταί καί όπλων φοβεροί ήχούσι κρότοι
Καί θανάτου σέλας λάμπει ό όξύστομος χαλκός,
Καί ή τόλμη όρμά πρώτη κ' ή άνδρία πίπτει πρώτη,
Κ' έμμανέστερος προβαίνει ό άγών ό φονικός,
Άλλά φεύ ! τό ξίφος μάτην μέ νεκρούς τούς βράχους στρόνει,
Καί τού Μπότζαρ' ή παλάμη φοβερά θαυματουργεί,
Είς τά κύματα τού πόντου όταν λαίλαψ τ' άνορθόνη
Τίς ίσχύει νά παλαίση χωρίς τέλος νά πνιγή ;
Έλαφοι άπεγνωσμέναι, έλαφοι τούς πόδας μόνο,
Άλλά όχι τήν καρδίαν,
Ότε πλέον έγγύς είδον τάς βασάνους καί τόν φόνον
Καί έγγύς τών μαινομένην έρπουσαν τήν άτιμίαν,
Έτρεξαν, όπου ή δόξα μέ στεφάνους άθανάτους
Έπερίμενε τάς νύμφας τών άνδρείων Σουλιωτών,
Έτρεξαν, έξήντα όλαι, μέ ταχύτητ' άετών
Είς τάς άποτομωτέρας φάραγγας καί δυσπρόσβάτους.
Είδον δύοντα είς νέφη τόν άστέρα τών ώραίων
Τών ένδόξων ήμερών,
Καί ώς λύχνος όστις σβύνων φώς στιγμήν λαμβάνει νέον,
Άλλά είναι τελευταίον ψυχοράγημα νεκρών,
Είς τάς τελευταίας ώρας τού έκπνέοντος Σουλίου
Έδειξαν πατρίδος έρως καί τιμή τί είμπορεί.
Καί κατέπληξαν τόν κόσμον διά δράματος αξίου
Έν τή βίβλω τών αιώνων θέσιν πρώτην νά τηρή.
Όλαι νέαι, καλαί όλαι, Καρυάτιδες, όποίας,
Νά γεννά γνωρίζει μόνον ή πατρίς τών Άλβανών,
Είπον, δ' ήμάς άλύσεις έτοιμάζουσι βαρείας,
Προτιμήσωμεν γενναίως τού θανάτου τόν κρημνόν.
Κ' έμειδίασαν τά χείλη είς τής φρίκης τήν ιδέαν,
Καί ήκούσθη μία μόνη άντηχήσασα φωνή
Θάνατος ! καί την φωνήν των ήκουσαν τήν φρικαλέαν
Θάνατος ! άντιβοώντες οί άπότομοι κρημνοί.
Έφερον είς τάς άγκάλας τών έρώτων των τά δώρα,
Τούς καρπούς τού ύμεναίου.
Πλήν στοργή φλογωτέρα τής στοργής πρός τέκνον τώρα
Έντός άναπτε τού στήθους τού μεγάλου καί γενναίου.
Άναπτεν έκεί ό πόθος τού μαρτυρικού θανάτου
Μέγας, καταπληκτικός.
Πλήν δέ ήσαν, όχι, μαύρα ώς συνήθως τά πτερά του,
Μαύρα είνε είς τήν όψιν άδυνάτου γυναικός.νών
Τών τυράννων ή ίδέα, ή ίδέα τής δουλείας
Οίστρηλάτησαν τήν κόρην τών άνδρείων Άλβανών,
Κ' έκ τών κόλπων τής άγρίως ώς μαινάς άνευ καρδίας
Έξηκόντιζε τό βράφος είς τον άγριον κρημνόν,
Κ' έκραζε "τυράννων δούλοι καί άνδράποδα γελεία
Παρ' έμού δέν θά τραφώσιν.
Ύπαγε όπου νά σ' έυρη δέν τολμά ή τυραννία,
Πρόβατον τί θέλεις όπου λύκοι αίματα διψώσιν ;
Άνθρωπος χωρίς πατρίδα κάλλιον άς άποθάνη,
Δέν θά καταντήση γέλως καί περίπαιγμα τινός.
Έκεί άνω τόν προσμένει άνοικτός ό Ούρανός,
Έκεί έντιμον πατρίδα καί άδούλωτον λαμβάνει".
Έρριψαν τά βρέφη όλα καί ή μνήμη των έκλείσθη
Όπισθεν σκληρών θανάτων,
Καί χορός, χορός θανάτου είς τόν βράχον κατηρτίσθη,
Καί τό βάραθρον άντηχεί είς τόν φθόγγον τών άσμάτων.
Όχι γάμος δέν τελείται, δέν τελείται έορτή,
Είς πανήγυριν δέν πάλλουν τά έξογκωμένα στήθη,
Άσματα, χορούς καί γάμους ή ψυχή των ένθυμήθη,
Έπειδή μετά τού Άδου τόν ύμέναιον ζητεί.
Ίδού στρέφεται ή νύμφη μέ τήν κόμην άπλωμένην
Είς τά εύστροφα πλευρά,
Είς τά βλέμματά της λάμπει ένθεος παραφορά,
Είς τό μέτωπόν της βλέπεις τήν άπόφασιν γραμμένην.
Στρέφεται ! όποίον βήμα, ποία κίνησις ώραία !
Τόν χορόν αυτόν δέν είδε κανείς άλλοτε καιρός,
Έπινόησις τής τόλμης τών Έλλήνων τελευταία,
Είνε μάρτυρος χορός.
Έκεί έλεγες άγγέλων τάγμ' άθάνατον ώρχείτο
Τήν αίθέριον άψίδα πρός στιγμήν κατελιπόν,
Ή μυστήριον τι μέγα έκεί έτελείτο
Είς τήν κοίτην τών όρέων, είς τήν κοίτην τών γυπών.
Τόν χορόν ώραία σύρουν αί ώραίαι είς τόν βράχον,
Κυματίζει τό μανδήλι είς τής αύρας τήν πνοήν,
Ένώ πέραν τό φρικώδες καρυοφίλι τών προμάχων
Μέ ώδήν πληροί θανάτου τών νυμφών τήν ακοήν.
Άρπα φοβερά έκείθεν μελωδίας άποστέλλει,
Καί κρατεί, κρατεί τό βήμα τών ποδών κανονικόν.
Ώ τοιαύτα θέλω μέλη
Νά άκούσω άποθνήσκων είς βουνόν Έλληνικόν.
Είς στροφήν έκάστην μία αίφνης μάρτυς άπεσπάτο
Τού χορού ή όδηγός,
Άναμμένη έκ τού κόπου άνεσιν έζήτει κάτω,
Άνεσιν όπου δέν φθάνει ό άπάνθρωπος ό ζυγός.
Άπεσπάτο ένώ έτι έψιθύριζον τά χείλη
Τού χορού τάς μελωδίας,
Περιφέρουσα άκόμη ύψωμένον τό μανδήλι,
Ώς δημαίαν τελευταίας είς τήν γήν έλευθερίας.
Άπεσπάτο καί τήν πτώσιν βαρύς δούπος έμαρτύρει
Άντηχών τρομακτικά,
Ό χορός πλήν ήκολούθει μ' ένθουσιασμόν φρενήρη,
Φόβος, όχι, τάς μεγάλας άποφάσεις δέν νικά.
Όλαι έπεσαν, ό φόβος δέν ήλλοίωσε καμμίαν,
Είς τήν όψιν των έγέλα θριαμβευτική χαρά.
Άφινον κατησχυμένην όπισθεν τήν τυραννίαν
Κ' είς τόν ούρανόν έπέτων μέ άόρατα πτερά.
Όλαι έπεσαν, τά βρέφη είς ψυχρά συνθλίβουν στήθη
Πτώματα έπί πτωμάτων,
Καί τόν ύπνον τού θανάτου πάσα μήτηρ έκοιμήθη,
Ύπνον ένδοξον πλησίον τού καρπού τών αίσθημάτων.
Ποίον φρόνημα ! όποία πατριωτική καρδία !
Ποίος ζήλος τής θρησκεία, τής τιμής, τής άρετής,
Λαμαρτίνε, ίδού άθλα, ίδού, φίλε, ίστορία,
Τήν όποίαν ένθυμείσο ότε ήσο ποιητής. 6
Ένθυμείσο πρίν τό δώρον τό άνόσιον μολύνει,
Τήν γενναίαν σου παλάμην τού Άρόλδου ποιητά,
Καί τού οίστρου σου τό ρεύμα άλλο πνεύμα διευθύνη
Καί τό ούς σου κλείση ήχος όστις τόσον άπατά.
Άλλ' ίδού ή τιμωρία νά ένσκήψη δέν βραδύνει,
Μέτ' όργής σ' έγκαταλείπει ή θεά ή εύγενής,
Καί ή λύρα σου τάς πρώτας άρμονίας της δέν χύνει.
Ούδ' ήρκέσθη είς τοιαύτην σκληράν μόνο τιμωρίαν
Ό Θεός, τό κέντρον πλήττει αισθημάτωντρυφερών,
Καί νεκράν έμπρός σου βλέπεις, δυστυχή, τήν Ιουλίαν
Μόνον τέκνον σου, τόν μόνον άληθή θησαυρόν...
Πολλά έφαγεν ό Άδης τότε σώματα άθώα,
Όρνεα πολλά είς σάρκας έτερψαν τόν λάρυγγά των
Κ' έκ τών φρικωδών κρωγμάτων
Ή σκηνή τού μαρτυρίου πολύν χρόνον άντεβόα.
Τάς τοιαύτας αί γυναίκες έπραττον άνδραγαθίας,
Τών όποίων είς τά όπλα δέν άντέχει ή όσφύς,
Αί γυναίκες έπροτίμων τής βαρβαρικής δουλείας
Βάραθρον καταστροφής.
Ναί, ή Δέσπω έν τώ μέσω θυγατέρων καί έγγόνων
Μέτ' αυτών κατά του δούλου βίου της συνομωτεί,
Κ' ήρωϊς έν μέσω άλλων ήρωΐδων Άμαζόνων
Όλοκαύτωμα ν' άνέλθη είς τόν Ούρανόν ζητεί.
Ή βροντή άδιακόπως άντηχεί τών τυφεκίων.
Μή χαράν άγγέλλουν γάμου τά τουφέκια τά πολλά ;
Όχ' οί κρότοι των δέν είνε γάμου σήμερον σημείον,
Αί Σουλιώτισσ' έκ τού πύργου πολεμούν τού Δημουλά. 7
Φοβερόν τήν Δέσπω ρεύμα έχθρώνζώνει, δέν πτοείται,
Ρίψε Γεώργαινα τά όπλα εάν θέλης νά σωθής,
Κόραι άφρονες, τό κάλλος, τήν ζωήν σας λυπηθήτε,
Είναι εύσπλαγχος είς δούλας ό Πασάς μας εύπειθείς.
Είς τό γένος μας τά όπλα ζωντανοί δέν παραδίδουν,
Τήν ζωήν νομίζουν βάρος όταν λείπη ή τιμή,
Καί τό αίσχος των πρίν ίδουν,
Είς τό μνήμα νεκροσβύνουν τού Σουλιώτ' οί όφθαλμοί,
Είπε καί κένουσα τ' όπλον είς τά στήθη τών δημίων
Τήν φρικώδη έτοιμάζει, τήν μοναδικήν πυράν,
Φοβερόν δαυλόν άρπάζει είς παλάμην φοβεράν
Καί πρίν ή απολακτίση τόν έπίγειον της βίον
Είς τά χείλη τάς συντρόφους κατεφίλησε παρθένους,
Κ' έκτελούσα μετ' έκείνων τό σημείον τού σταυρού,
Θάρρος, κόραι μου φωνάζει κ' έντός νέφους πορφυρού
Μετ' αύτών ύψούται μάρτυς τού τυραννουμένου γένους.
Ή πυρκαϊά έκείνη ήτο κολυμβήθρα όπου
Άπεπλύθη ή αισχύνη τού έλληνικού λαού,
Κ' έλαβε τό πρώην κτήνος τάς αίσθήσεις τού άνθρώπου,
Τήν εικόνα τού Θεού.
Όπου σήμερον πατείτε, δούλοι, πόδα άδρανή
Τόσων άθλων άθανάτων
Ή άθάνατος ύπήρξε καί περιφανής σκηνή
Καί έν αίσθημα έντός σας δέν αίσθάνεστα φρυάττον;
Είς τά στέρνα σας δέν πάλλει ούτε γυναικός καρδία ;
Δέν σας έθρεψαν μέ γάλα αί μητέρες άγνόν ;
Τής πατρίδος σας δέν είνε ή μεγάλη ίστορία
Μάθημα ν' άναπτερώση τάς ψυχάς σας ίκανόν ;
Φύγετε, σας καταρώμαι, φύγετε σας άπαρνούμαι,
Σπέρματα δειλά γενναίας καί πολεμικής φυλής,
Έρπετε πρό τών τυράννων, δούλοι έρπετ' εύτελείς,
Έάν Έλληνες κληθήτε, έγώ Έλλην δέν καλούμαι.
Πού τά όπλα, πού τά όπλα ; μόνος μου θά πολεμήσω,
Τής Έλευθερίας θύμα θέλω μόνος μου νάπέσω.
Μή ταράττεσθε, κανένα σύντροφον δέν θά καλέσω
Ή σφαγώ ή μαρτυρήσω.
Μόνος μου ν' άνάψω θέλω, μέ τό αίμα μου νά θρέψω
Έκδικητού πολέμου εύγενή πυρκαϊάν.
Προμηθεύς τό πύρ τής δόξης έκ τού Ούρανού νά κλέψω
Καί είς μίαν νά έμβάλω δειλιώσαν γενεάν.
Άλλά μή τ' άπολεμόν σας ύποκρύπτει άντερί
Ύπό γυναικός έσθήτα Ήρακλήν λεοντοκτόνον ;
Ναί, ό Ήρακλής έσθήτα ταπεινωτικήν φορεί
Καί έκδύεται, τήν χείρα είς το ρόπαλον άπλόνων.
Ίδού άλκιμος ώς λέων τάς άλύσεις του συντρίψας,
Φοβερός ώς ό Άνταίος άνυψοί τήν κεφαλήν.
Έρχεται, έμπνέει τρόμον, έρχεται, μακράν του ρίψας
Τής Όμφαλής τάς άτράκτους καί τήν άνανδρον στολήν.
Τύραννοι άγανακτείτε ; ό καιρός έγγίζει πάλιν,
Ότ' έκ νέου τόν άγώνα θ' άναλάβη ή πατρίς,
Άποβάλλουσα τού ύπνου τήν άνοίκειον άγκάλην,
Άνεγείρουσ' άτρομήτως τάς βαρείας της όφρύς.
Άν τό μέτωπον είς ώραν φοβεράς θυέλλης κλίνη,
Άν τά γόνατά της κάμπτη πρό χειμάρρων φοβερών,
Άν ποτήρια αίσχύνης είς στιγμήν όλέθρου πίνη,
Άλλ΄έντός τηρεί τήν φλόγα τών μεγάλων ήμερών,
Καί στιγμήν, στιγμήν προσμένει τήν σημαίαν νά ύψώση,
Νά καλέση είς τά όπλα τούς άνδρείους της υίούς,
Τόν άγώνα τών άρχαίων Πλαταιών ν' άνανεώση,
Καί τάς δέλτους μ' άθλα νέα νά κοσμήση τής Κλειούς.
Έρωτήσατε πού είνε οί Ρωμαίοι καί οί Σλαύοι,
Πού οί Ούνοι, πού οί Γότθοι, πού οί Φράγκοι κ' Ένετοί.
Λαίλαψ ήσαν καί παρήλθεν άν τό γένος μας δ' έβλάβη
Άβλαβείς κ' οί διαβάται δέν διέβησαν αυτοί.
Έρωτήσατε πόυ είνε, άλλά σείς τής ιστορίας
Καταφρονηταί τήν βίαν, τάς βασάνους, τάς φθοράς
Έννοείτε, άλλ' ή βία καταργείται διά βίας,
Άνταλλάσονται πολλάκις συμφοραί μέ συμφοράς.
Ό άστήρ σας καί ό ψεύστης τής θρησκείας προφήτης
Συνωχρίασαν, τήν δύσιν έπλησίασαν πολύ,
Άλλ' ό Έλλην άνατέλλει ώς περιφανής κομήτης
Όστις άφανής μεγάλας περιόδους έκτελεί.
Ώ τόν βλέπω είς τόν θρόνον τών μεγάλων του πατέρων
Ν' άναβαίνη καταπίπτουν οί πολύπλοκοι φραγμοί.
Είς τούς πόδας του τό τέρας τών φρικτών όργίων σπαίρον
Όσον έπιεν αιώνας όλους αίμα έξεμεί.
Κυανόλευκος σημαία είς τούς βράχους κυματίζει
Τής Ήπείρου άσμ' άκούω εύφροσύνης ν' άντηχή.
Ή γλυκύτης του τήν χώραν τού Φιλίππου ήλεκτρίζει,
Κ' ένθυμείται μετά θρήνων τόν καιρόν τόν εύτυχή.
Τρέχει, τρέχει, άναβαίνει ό σπινθήρ μέχρι τών θόλων
Τού Ναού, όπου τό δράμα έτελέσθη τό φρικτόν,
Ότε έλλην Αυτοκράτωρ πολεμώνύπερ τών όλων
Μάρτυς έπεσε τής φρίκης άπωθών τόν συρφετόν.
Μάτην ξένοι τήν μεγάλην άπειλούν κληρονομίαν,
Μάτην στρέφ' ή Άρκτος, μάτην όφθαλμόν άρπακτικόν
Είς τό όνειρον τού γένους, είς τήν χώραν τήν άγίαν,
Ήτις μ' αίμα έζυμώθη εύγενές, Έλληνικόν.
Μεταξύ τών δύο πόντων, μεταξύ τών άντιζήλων
Άδελφών ύψούτ' Ήπείρων ή σημαία τού Σταυρού,
Καί τήν δόξαν ένθυμίζει τής Ίσσού καί τών Άρβήλων,
Ήν έπλήρωσε τό γένος δι' όλέθρου φοβερού.
Όχι όνειρον δέν είνε έξημμένης φαντασίας,
Έλπίς όχι δέν έμπαίζει τήν καρδίαν μου κενή,
Ή σημαία κυματίζει τής πατρίδος καί θρησκείας
Ή λευκή καί κυανή.
Ή σημαία κυματίζει, άφετέ με νά τρυφήσω
Είς τήν θέαν της μικρόν.
Ήλθεν, ήλθεν ή ώραία έποχή νά τελευτήσω.
Είς τόν Πίνδον θάψετέ με, πατριώταί μου, νεκρόν.
Έκεί πέραν είς τήν Σπιάντσαν τής άρχαίας Θεσπρωτίας
Όπου έπεσεν ό ήρως πολεμών τού Βαλτετσίου,
Καί τού ψάλτου ήγωνίσθη ό πατήρ μετ' εύτολμίας
Πρό τών βράχων τού Σουλίου,
Άλλ' έκεί ή Μοίρα είπεν ό άγών νά ναυαγήση,
Κ' ύπεχώρησαν ή μύδροι τής άνδρίας νικηταί,
Έκεί σήμερον τό τέκνον ποίος θέλει όδηγήσει
Όπου μ' αίμα έφοινίχθη πατρικόν ή γή ποτέ ;
Ό άγών τής δόξης μόνον είς τον άνδρον βαρύς,
Τόν θνητόν άποθεόνει.
Ώ ώραίον τήν άσπίδα νά σοί δίδη ή πατρίς,
Καί τήν κόμην σου μέ δάφνας εύγενείς νά στεφανόνη.
Αλλά φεύ ! βαρύς ό ύπνος είς τά βλέφαρα τών δούλων,
Ή φωνή μου δέν εύρίσκει φιλοτίμους άκοάς,
Καί τό κράσπεδον είσέτι τής βαρβάρουποδιάς
Μετά φιλημάτων θάλπει ό δειλός Γκιαούρ υπούλων.
Τί προσμένετε ; χείρ ποία τόν ζυγόν σας νά συντρίψη ;
Τίς νά έλθη τάς Άρπυίας νά διώξη Ήρακλής ;
Τά ψυχία τίς τού οίκτου καί έλπίδος νά σοί ρίψη
Ένώ σύ θρηνείς, δέν πλήττεις, φρικιάς, δέν όμιλείς ;
Δυστυχής όστις είς ξένην συνδρομήν, έλευθερίαν,
Άδρανής αύτός, έλπίζει.
Μόνος πρέπει νά μοχθήση, μέ τήν χείρα τήν ίδίαν
Πολεμών νά τήν έκσπάση ίνα μάθη τί άξίζει.
Τόν σεπτόν βωμόν της μ' αίμα, αίμα άφθονον νά ράνη,
Τήν θεότητα μ' άπείρους έκατόμβας να τιμήση,
Γενεά νά αποθάνη
Καί δευτέρα τών όνείρων τήν Σιών νά χαιρετήση.
Άς άκούση ή Ευρώπη ότι ζής, ότι τού Πύρρου
Ό υίός είς τήν κονίστραν τής τιμής άνθραγαθεί,
Έκ τού ύπνου σου έγείρου,
Καί όλόκληρον τό γένος μετά σού θά έγερθή. 8
Άς προβούν αί φάλαγγές σου μέ τόν ήχον τών τυμπάνων,
Μέ τής σάλπιγγος τόν ήχον.
Άς σαλεύσ' υπό τό βήμα τών πολεμικών σας στίχων
Ή γή, βήμα άτρομήτων καταπληκτικών Τιτάνων.
Βάλετε ! άς πέση κάτω ήσχυμένη ή τιάρα,
Είς τό κήτος τής Άσίας φόνου τραύμ' άς άνοιχθή.
Βάλετε ! τής έκκλησίας καί τού γένους ή κατάρα
Είς έκείνον όστις τρέμων είς τάς τάξεις δέν ταχθή.
__________________________________
Παναγιώτης Γ. Ματαράγκας,
Γραμματεύς του Προξενείου 'Ιωαννίνων
* φωτό, Γιάννενα, 1956, υδατογραφία,
Κ. Πλακωτάρης (Κωνσταντινούπολη
1902- Αθήνα 1969)
__________________________ * * __________________________
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ του Ποιητού
1... Τό ποίημα τούτο ήρχισα γράφων κατά το 1859 έν Ίωαννίνοις, όπου διέμεινα έπί τινας μήνας ώς Γραμματεύς τού έκεί Έλλην. Προξενείου. Τό άκόλουθον έτος διατρίψας όλίγας ήμέρας έν Άθήναις έδημοσίευσα αυτό έν ίδιαιτέρω φυλλαδίω άνωνύμως καί άπέστειλα είς τινας έφημεριγράφους. Τινές τούτων δέν ώκνησαν νά ποιήσωσιν έυφημον περί αυτού λόγον, ό δέ συντάκτης τής Έλπίδος, τής σπουδαιοτάτης τών τότε Έλληνηνικών έφημερίδων, θεωρήσας αυτό ώς τό έντελέστερον προϊόν τού νεωτέρου Έλλ. Παρνασσού άνεδημοσίευσεν όλόκληρον σχεδόν.
Κατά τόν αύτόν χρόνον ό τότε φίλος μου Δημ. Βερναρδάκης μέ συνεχάρη δι' έπιστολής του έν ή άναφέρει ότι έν τώ ποιήματι τούτω άπαντώνται στροφαί άντάξιαι τής γραφίδος τού Λατίνου Σατυρικού Ίουβενάλη*. Είπον ό τότε φίλος μου, διότι σήμερον δυσαρεστηθείς ένεκα όλίγων στίχων ούς έγραψα περί τής Μερόπης του έν Κωνσταντινουπόλει, οίτινες δέν ήδύναντο νά θεωρηθώμεν ή ώς είλικρινής κρίσις, ήν ένόμισα ότι τό αίσθημα τής φιλίας δέν ώφειλε νά μέ άποτρέψη νά έκφράσω, δυστυχώς δέν φαίνεται τοιούτος. Φαίνεται ότι παρ' ήμίν ή φιλία δέν νοστιμεύεται τήν ειλικρίνειαν. Άλλ' έπί τών φιλολογικών έργων όποίον τό κέρδος τής ύποκρισίας ;
Άν κατορθώσωμεν ν' άπατήσωμεν τούς συγχρόνους θά δυνηθώμεν νά παρατείνωμεν τό κράτος τής απάτης μας καί επί τών μεταγενεστέρων ;
Άν ήμην περί τούτου βέβαιος καί έγίνωσκον ότι ή γνώμη μου κέκτηται τοσούτον κύρος άσμένως ήθελον πλέξει τόν θερμοτερον έπαινον περί πάντων τών έργων τού άξιόλογου φίλου μου Δημ. Βερναρδάκη, καί έτέρων, οίτινες έπίσης είς τό στάδιον τών γραμμάτων δικαίως ή άδίκως διακρίνονται.
2.... Είς τήν νεανικήν μου φαντασίαν δέν γνωρίζω διατί είχεν έμποιήσει χειρίστην έντύπωσιν ή όψις τών κατοίκων τής πόλεως τών Ιωαννίνων, ένθα έπερίμενον νά ιδω τούς άρειμάνιους έκείνους άνδρας, οίτινες έξελθόντες έκ τής σχολής τού Άλή Πασά, τοσούτον έχρησίμευσεν είς τόν μέγαν έθνικόν άγώνα τού 1821. Είς τούτο συνέτεινεν ή προηγουμένη άνάγνωσις τών περί Ήπείρου Ίστοριών καί ίδίως ή τού Πουκεβίλ καί Περραιβού.
3.... Είνε γνωστή ή ήττα ήν ύπέστη ό Άλή Πασάς ύπό τών άκαταβλητών όρεινών, ότε καί αύταί αί γυναίκες συνηγωνίσθησαν μετ' αυτών τελεσφόρως.
4.... Τό μοναδικόν είς τά χρονικά τής ανθρωπότητος μεγαλούργημα τού Ζαλόγκου άναφέρεται ύπό πάντων σχεδόν τών γραψάντων τήν νεωτέραν ίστορίαν τής Ηπείρου. Έχρησίμευσε δέ ώς θαυμάσιον έπεισόδιον είς τό τελευταίον άσμα τού Άρόλδου, ποιήματος τού Λαμαρτίνου, είς ό έξαίρει τήν Έλληνικήν άνδρίαν καί θρησκευτικήν άφοσίωσιν είς τήν έλευθερίαν, ήν ό Έλλην ούδέποτε έπαυσε λατρεύων καί τά πάντα έπί τού ιερού αύτής βωμού θυσιάζων.
5.... Βεβαίως πατρίς τών Άλβανών δέν είνε η Ήπειρος, ήτις άνέκαθεν ύπηρξε γνησία Έλληνική χώρα. Άλλά μετά τήν έπικράτησιν τού Άλβανικού στοιχείου είς τά παρά τον Άώον ή Λώον κοινώς Βοϊούσα μέρη καί τήν έγκατάστασιν αυτού είς τινα διαμερίσματα τής παλαιάς Ήπείρου καί ιδίως μετά τόν έξισλαμισμόν τών έποίκων τούτων, ότε κατέστησαν παντοδύναμοι, καί τό έθνικόν αυτών όνομα άπεδόθη είς άπασαν έν γένει τήν παιλαιάν και νένα Ήπειρον ή Έλληνικήν Ίλλυρίαν. Εύτυχώς ή προσωνυμία αύτη ήρξατο έκλείπουσα έκ τής ίδίως Ήπείρου, όπου τό Έλληνικόν στοιχείον καί τοι ύποστάν τοσαύτας καταστροφάς καί καταθλίψεις άποτελεί τόν κύριον πληθυσμόν τής Έπαρχίας.
Άπό τών σημερινών Έλληνικών μεθορίων μέχρι τών προθύρων τής πόλεως Άργοροκάστρου καί παραλίας μέχρι τών τελευταίων χωρίων τής Χειμάρρας, άτινα είσίν Έλληνικά όνόματι καί πράγματι, καλούμενα Δρυμάδες καί Παλλιάσα ή Παλλάς καί άρκτικώς μέχρι τών όρίων τής Μακεδονίας, όπου τελευτά ή Έλληνικωτάτη έπαρχία Κονίτζης, ό Έλληνισμός είνε τό έπικρατούν στοιχείον.
Είς τό μεταξύ Πρεβέζης καί Χειμάρρας παράλιον υπάρχουσιν ίκανά χωρία Τουρκαλβανικά, άλλ' ό πληθυσμός τούτων καί τών μεσογείως κειμένων δέν υπερβαίνει τάς 4.000 οικογενείας, ήτοι τάς 30 χιλιάδας ψυχών άπέναντι 360 χιλιάδων καθαρών σχεδόν Έλλήνων καί 40 χιλ. μικτών Χριστιανών. Νομίζω ότι ούδ' αύτή ή έλευθέρα Έλλάς έν τή αύτή άναλογία έχει γνήσιον Έλληνικόν πληθυσμόν, ώστε οί φιλονεικούντες τήν ύπεροχήν τού Έλληνικού στοιχείου έν Ήπείρω άπατώνται άπάτην μεγάλην ή έν γνώσει διαστέφουσι τήν άλήθειαν.
Καθ' όλην τήν μακράν κοιλάδα τού Άργυροκάστου μέχρι τού δύο ώρας άπέχοντος τής Έλληνο-Άλβανικής ταύτης πόλεως χωρίου Δερβιτσάνι, ένός τών 42 τού τμήματος Δροπόλεως ή Δρυϊνουπόλεως, λαλείται ή έλληνική ύπό πάντων άνεξαιρέτως τών κατοίκων, οίτινες κατ' ούδέν διαφέρουσιν ώς καί οί γείτονες αυτών κάτοικοι τών 64 χωρίων τής Πωγωνιανής, τών γνησίων Έλλήνων χωρικών τής έλευθέρας Έλλάδος.
Έπομένως έκτός τής έν τώ έν Βερολίνω συνεδρίω άχθείσης νέας όροθετικής γραμμής πολύς είσέτι άπελείφθη Έλληνισμός, όστις δύναται τή άρωγή τού έλευθέρου, νά συντελέση είς τή διάδοσιν τών φώτων καί της Έλληνικής γλώσσης καί εί τούς όμοθρήσκους αυτών Άλβανούς καί είς τούς έπίσης φυλετικώς συγγενείς καί άλλοτε όμοθρήσκους αύτών Τουρκαλβανούς, οίτινες μόνον διά τών Έλληνικών γραμμάτων δύνανται νά έλπίζωσι μεταβολήν τής άγρίας αύτών καταστάσεως.
οί Σουλιώται ώς γνωστόν οί δια τόσούτων ήρωϊκών κατορθωματων έπί μακρόν διακριθέντες ήσαν καταγωγής Άλβανικής, άλλ' ή καρδία αυτών ήτο γνησία Ελληνική. Είθε οί γνήσιοι Έλληνες νά ένεφορούντο ύπό τών αύτών εύγενών καί άδόλων πατριωτικών αίσθημάτων, έξ ών ένεπνέοντο οί έπί ήμισυν περίπου αίώνα υπέρ τής έλευθερίας καί τιμής μαχόμενοι όρεσίβιοι κάτοικοι τών χωρίων τού Σουλίου !
6.... Ό διάσημος ούτος τής Γαλλίας ποιητής, όστις ού μόνον έν τώ προμνημονευθέντι ποιήματί του, όπερ άποπνέει άκρατον φιλελληνισμόν, όν δέν ήδύνατο νά μήν έχη ένθερμος δημοκράτης καί κατόπιν πρόεδρος τής Γαλλικής δημοκρατίας, πολλά ύπερ ήμων έγραψεν, άλλ' ίδιαιτέρως καί έν τινι τών θρησκευτικών του Άρμονιών έπικαλείται τόν ύψιστον ύπερ τής έπιτυχίας τού Έλληνικού άγώνος. Έλθών είς Άνατολήν μετά τό τέλος τού ήρωϊκού τούτου άγώνος καί έπισκεφθείς τήν Κωνσταντινούπολη έφιλοξενήθη ίδιαζόντως ύπό τής Όθωμανικής Κυβέρνήσεως καί ό τότε Σουλτάνος έννοήσας τήν εύκαμψίαν τού χαρακτήρος του καί τήν όλίγην ίσως τού ποιητού πεποίθησιν είς τάς άρχάς άς έφαίνετο πρεσβεύων, έδωρήσατο αυτώ δύο μεγάλης άξίας κτήματα έν Μικρά Άσία. Τό δώρον τούτο ήδυνήθη νά μεταβάλη καθολοκληρίαν τάς συμπαθείας του καί νά τρέψη αυτάς ύπέρ τού έθνους τών βαρβλάρων καί δημίων, οίτινες αείποτε έπολέμησαν τάς μεγάλς άρχάς τής ίσότητος καί έλευθερίας, άς θεωρούσιν άντικειμένας είς τά θρησκευτικά αύτών ύπαρξιν. Εύτυχώς άπό τής έποχής έκείνης ούδέν ή Μούσα του παρήγαγεν άξιον λόγου έργον, ή μόνον τό είς τόν θάνατον τής μονογενούς καί περικαλλεστάτης αυτού θυγατρός συγκινητικώτατον έλεγείον, όπερ έγραψεν έν Ίερουσαλήμ παρά τό σπήλαιον τής Άγωνίας, όπου ο Σωτήρ έπιστρέφων έκ τού όρους τών Έλαιών, όπου είχεν άναβή ίνα προσευχηθή ε'υρε τούς μαθητάς αύτού κοιμωμένους.
7.... Τήν έν τώ Πύργω τού Δημουλά έθελοθυσίαν τής Δέσπως μετά τών θυγατέρων και έγγόνων της άπηθανάτισεν ώραίον δημοτικόν άσμα, έξ ού ήρύσθημεν στίχους τινας, άπεκδύσαντες αύτούς τού άφελούς αύτών περιβολαίου καί ένδύσαντες δι' έτέρου συνάδοντος πρός τήν γλώσσαν τού όλου ποιήματος, άλλά πόλυ ύπολειπομένου τού πρωτοτύπου δημοτικού.
8.... Δυστυχώς ή τελευταία έν Ήπειροθεσσαλία έπάναστασις, ήτις πολλά καταστροφάς έπήνεγκεν, άπέδειξεν ότι ό πατριωτισμός παρ' ήμίν είνε λέξις κενή καί ότι τά αίσθήματα τών πατέρων δέν διαφλέγουν τάς καρδίας τών τέκνων. Είθε τούλάχιστον ό,τι δέν έγέντο ένεκα τής ήμετέρας άβελτηρίας νά πράξη ή Εύρώπη καί ίδίως ή τοσούτον θερμόν έπιδεικνύσουσα ύπέρ ήμών ένδιαφέρον δημοκρατική Γαλλία. Ούδείς δύναται ν' άμφιβάλλη ότι τά έπιδικασθέντα ήμίν καί μείζονα τούτων θά ήδυνάμεθα νά κατέχωμεν άφ' ής τούλάχιστον ήμέρας ήλώθη ή Πλύνα άν οί ήμέτεροι Ήγέται μετήρχοντο τολμηροτέραν πολιτικήν.
Ή τότε δειλία άναγκάζει ήμας νά ίκετεύωμεν σήμερον εύτελώς τάς Δυνάμεις καί νά προσδοκώμεν έκ τού έλέους των, άνεχόμενοι τά πονηρά τεχνάσματα τής Πύλης, ήτις βεβαίως δέν ήδύνατο νά εύρη καταλληλότερον πρόσωπον τού Μουχτάρ Πασά ίνα παίξη τήν κωμωδίαν, ήτις πρός διαιώνισιν τού ζητήματος καί φενακισμόν τής Εύρώπης άπό τοσούτων ήδη μηνών παίζεται καί Κύριος οίδε, πόσον είσέτι θά έξακολουθήση παιζομένη. Λυπηρόν ότι καθ' όν χρόνον συζητείται ζήτημα τόσω καίριον διά τόν Έλληνισμόν, ού βεβαίως τήν λύσιν δέν δύναται νά έπιθυμή τό γείτον Κράτος συμφώνως πρός τούς ήμετέρους πόθους, άποτελούσι μέρος τού Όθωμανικού Ύπουργείου Έλληνες τήν καταγωγήν.
Εύχόμεθα από καρδίας νά δυνηθώσι, χωρίς νά προδώσωσι τά πρός τό έθνος ίερά αύτών καθήκοντα, άτινα είσί κατά πολύ ύπέρτερα Ύπουργικών Χαρτοφυλακίων καί μάλιστα Τουρκικών, νά έξέλθωσιν έντίμως καί συνοδευόμενοι ύπό τών εύχών τού Πανελληνίου τής δυσχερούς θέσεως είς ήν περιέστησαν.
Ή ίκανότης, ό πατριωτισμός, καί ή μέχρι τούδε πολιτεία του κ. Άλεξάνδρου Καραθεοδωρή είνε άσφαλής περί τούτου έγγύησις, άν καί το ζήτημα ού έπιδιώκεται ή λύσις είνε μεγάλης σημασίας καί δύναται ν' άπαλλοτριώση τήν πρός τήν Όθωμανικήν Κυβέρνησιν φιλίαν τών Άλβανών, οίτινες ώς λαός ύπερήφανος καί φιλόδοξος ήθελε θεωρήσει τήν έκτασιν τής Έλλάδος μέχρις Ίωαννίνων ώς έντελή πτώσιν τής Τουρκίας καί έπομένως ήθελεν άπολέσει τό πρός τήν ίσχύν καί τό μεγαλείον αίσθημα τού σεβασμού, όπερ είνε ό κυριώτερος τών Άλβανών πρός τήν Πύλην σύνδεσμος. Άλλ' άρνουμένη αύτη τήν έκτέλεσιν τού περί Έλλάδος άρθρου τής Βερολινείου συνθήκης δέν διατρέχει μείζονα κίνδυνον ; Βεβαίως ή θέσις αυτής είνε λίαν δυσχερής, άλλ' είς τούτο πταίει ή ίδία, ήτις ένόμισεν ότι έν ύπερμεσούντι δεκάτω έννάτω αιώνι θα ήδύνατο νά διατηρήση τήν κυριαρχίαν της έπί χριστιανικών λαών διά άνηκούστων καταθλίψεων καί καταστροφών.
____________________________________
* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων - Ψηφιακή Αποτύπωση
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα
Σημειώσεις
Αμέσως δεσμεύτηκαν με έγγραφη συμφωνία (ορισμός) να γίνουν σεβαστά πολλά προνόμια των κατοίκων, κυρίως περιουσιακά και εκκλησιαστικά. Η συνθήκη υπογράφηκε στο Κλειδί της Μακεδονίας.
Το 1611 ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος (ή Σκυλόσοφος), πρώην Επίσκοπος Λάρισας ηγήθηκε εκτεταμένης εξέγερσης στην περιοχή. Η εξέγερση όμως καταπνίγηκε από το διοικητή της πόλης Ασλάν Πασά, που ήταν γενίτσαρος ελληνικής καταγωγής, ενώ ο Διονύσιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην πόλη των Ιωαννίνων. Απόρροια του ξεσηκωμού αυτού ήταν και η κατάργηση των προνομίων.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου καταστράφηκε και οι μοναχοί θανατώθηκαν. Στη θέση του ανεγέρθηκε το 1618 τζαμί (Ασλάν Τζαμί, σήμερα μουσείο, επί του κάστρου) αφιερωμένο στον Ασλάν Πασά που κατέπνιξε το κίνημα του Διονύσιου. Από την εποχή εκείνη εγκαταστάθηκαν οικογένειες Τούρκων και Εβραίων στο κάστρο της πόλης.
Οι εκδιωχθέντες Έλληνες ίδρυσαν νέους οικισμούς για πρώτη φορά έξω από το κάστρο: της Καλούτσιανης, της Σιαράβας, της Καραβατιάς, τα Δυο Αδέλφια, τα Λακώματα κ.ά. Παρ' όλη την αναταραχή, η πόλη επανέκαμψε, οι Γιαννιώτες συνέχισαν τις εμπορικές και χειροτεχνικές τους δραστηριότητες. Οι εμπορικές σχέσεις με σημαντικά κέντρα της Ευρώπης (Βενετία και Λιβόρνο) ήταν έντονες, όπου έμποροι από τα Ιωάννινα ίδρυαν εμπορικούς και τραπεζικούς οίκους. Ταυτόχρονα, διατηρούσαν την επαφή τους με την πατρίδα και χρηματοδοτούσαν την κατασκευή εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αυτοί οι έμποροι υπήρξαν και οι πιο σημαντικοί εθνικοί ευεργέτες.
Ο άλλοτε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ευάγγελος Φωτιάδης είχε πει σε μία διάλεξη του: «Αν από την Αθήνα Αφαιρέσουμε τα έργα των Ηπειρωτών Ευεργετών, δεν ξεύρω τι ακριβώς θα απομείνει…». Αλήθεια, μπορεί να φανταστεί κανείς πως θα ήταν η ελληνική πρωτεύουσα χωρίς το Ζάππειο και την Ακαδημία, το Καλλιμάρμαρο και τη Σχολή Ευελπίδων, το Αστεροσκοπείο και το Μέγαρο Μελά, την Εθνική Τράπεζα και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Αρσάκειο και τόσα άλλα; Μπορεί κανείς να διανοηθεί την εικόνα και την κοινωνική και πολιτισμική υποδομή των Αθηνών, χωρίς τις ευεργεσίες του Σίνα, των Ριζάρη, του Δομπόλη, του Γεωργίου Σταύρου, του Αβέρωφ, του Τοσίτσα, του Στουρνάρη, του Μελά, του Αρσάκη, των Ζάππα, του Χατζηκώστα, του Γενναδίου, του Μπάγκα; Και όμως δεν είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν ποιοι έκαναν αυτά τα μέγαρα, πότε τα έκαναν, αλλά και γιατί τα έκαναν.
Θριαμβευτική είσοδος του Έλλ. στρατού στα Ιωάννινα |
Στις 19 Φεβρουαρίου 1913 ξεκίνησε κανιοβολισμούς το πυροβολικό. Την επόμενη, στις 20 Φεβρουαρίου 1913 ξεκίνησε η γενική επίθεση του ελληνικού στρατού.
Παράλληλα αποκόπηκαν οι επικοινωνίες του τουρκικού στρατού. Στις 21 Φεβρουαρίου 1913,τις πρώτες πρωινές ώρες ο Εσσάτ Πασάς παρέδωσε την πόλη στον ελληνικό στρατό.
Οι ανταγωνισμοί Ελλάδας και Ιταλίας για την Αλβανία, οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα αλλά και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος που ήταν σε εξέλιξη, οδήγησαν την Ιταλία στο να καταλάβει τμήμα της Ηπείρου. Τα Ιωάννινα καταλήφθηκαν στις 28 Μαΐου 1917. Αμέσως εμφανίστηκαν προβλήματα, με κύριο αυτό της τροφοδοσίας. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες χώρες της Αντάντ, οι Ιταλοί άρχισαν να αποχωρούν από το τμήμα που είχαν καταλάβει.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) και την Ανταλλαγή πληθυσμών, οι περισσότερες τουρκικές οικογένειες αποχώρησαν για την Τουρκία και ταυτόχρονα εγκαταστάθηκαν στην πόλη των Ιωαννίνων πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Δημιουργήθηκαν προσφυγικά χωριά που σήμερα αποτελούν προάστια της πόλης των Ιωαννίνων όπως η Ανατολή, η Μπάφρα και η Νεοκαισάρεια.
* Ο Δέκιμος Ιούνιος Γιουβενάλης (λατ.:Decimus Iunius Iuvenalis ή Ιουβενάλιος, περίπου 55-135 μ.Χ.) από τους σπουδαιότερους Ρωμαίους ποιητές σατιρικής ποίησης, στον οποίο μεταξύ άλλων οφείλεται η φράση "Αρτον και Θεάματα", αλλά και η φράση προς τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο «Ποιος φυλά τους φύλακες;» (Quis custodiet ipsos custodes?). Συγκαταλέγεται μαζί με τον Πετρώνιο, τον Τάκιτο και τον Λουκανό στην περίοδο ακμής της λογοτεχνικής παράδοσης της Ρώμης, που ονομάσθηκε "Αργυρή εποχή" argentea Latinitas.
Στα έργα του αναφέρεται στο ρωμαϊκό τρόπο ζωής, ασκώντας κριτική στα ελαττώματα και τις κακίες των ανθρώπων μέσω της γελοιοποίησής τους.
Έθιξε με τη σάτιρά του πολλά κακώς κείμενα της πόλης, μεταξύ άλλων τις αδιακρισίες της ρωμαϊκής κοινωνίας και τις κακές συνθήκες στέγασης.
Περιέγραψε τη Ρώμη ως πόλη που στηρίζεται σε κάτι περισσότερο από οδοντογλυφίδες.
Φαντασία και Καρδία δευτέρα ἔκδοσις
ΕΛEΓΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.