Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

1834, Όταν νίκησε το Χωριό με τα Ερειπωμένα Αρχαία

Δυτική πλευρά του Παρθενώνα, πίνακας Ed. Dodwell

Άργος, Κόρινθος, Μέγαρα, Πειραιάς, ανάμεσά τους η Αθήνα... αλλά πάνω απ' όλα το Ναύπλιο, προβάλλονται ως υποψήφιες πόλεις να γίνουν η "Πρωτεύουσα του Βασιλείου της Έλλάδος", του μικρού κρατιδίου με βασιλέα τον Όθωνα. 
Προβληματισμός, επιχειρήματα και αντιρρήσεις για κάθε τόπο, για το ποια πόλη τελικά θα επιλεγεί για την πρωτεύουσα.  Μετριόνται τα θετικά, ζυγίζονται τα αρνητικά. Η απόφαση για τον ορισμό της μελλοντικής ελληνικής πρωτεύουσας, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Προσωπικότητες της εποχής, πολιτικοί, αλλά και εξειδικευμένοι επιστήμονες (αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι κ.α.) πήραν μέρος στη συζήτηση, προσπαθώντας να επηρεάσουν τις εξελίξεις και την τελική απόφαση. 
Το θέμα της εκλογής της οριστικής πρωτεύουσας της Ελλάδας απασχολούσε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι γαλλικές εφημερίδες ανοίξανε τις στήλες τους στη σχετική συζήτηση. Αλλά και οι γερμανικές δεν επήγαν πίσω. 
Μεταξύ των άλλων, στη Γερμανία, ηγέτης της μερίδος που υποστήριζε την Αθήνα για πρωτεύουσα ήτανε ο ίδιος ο πατέρας του Όθωνος, ο ποιητής βασιλεύς Λουδοβίκος της Βαυαρίας αλλά και οι Γάλλοι διακηρύξανε ανεπιφύλακτα την προτίμησή τους για την Αθήνα. 




Ο νεαρός Βαυαρός γόνος αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τον Φεβρουάριο του 1833. 
Οι Ναυπλιώτες ήθελαν να συνεχίσει η πόλη τους να είναι πρωτεύουσα. Όταν έμαθαν ότι τέθηκε θέμα νέας πρωτεύουσας, θέλησαν να ενημερώσουν τον Όθωνα και τη βαυαρική του αυλή για ορισμένα μειονεκτήματα της Αθήνας.

«Πού θα πάτε να χωθήτε, έλεγαν στους αυλικούς και τους υπουργούς. Αυτή η ένδοξη Αθήνα του Περικλέους υπάρχει μοναχά στη φαντασία μερικών εξημμένων ποιητών και των ευφάνταστων αρχαιολόγων.
Στην πραγματικότητα, θα βρήτε ένα γκρεμισμένο χωριό, πνιγμένο στα νερά που λιμνάζουν και στο “φλώμο”. Τα βρωμόνερα καναλίζουνε στα σοκάκια. Οι βόθροι των σπιτιών είναι ανοιχτοί… Ξεπεσμένη αρχοντιά.  Θα μπορέση να γίνη ποτέ πολιτεία, με αξιώσεις πρωτευούσης αυτό το αξιοθρήνητο ερείπιο;» 
 *Φλώμος ήτανε ένα φαρμακερό χορτάρι, το χορτάρι ακριβώς με το οποίο συνηθίζουν οι κακοί ψαράδες να ζαλίζουν τα ψάρια, για να μπορούν να τα μαζεύουν με την απόχη). 

Η αλήθεια είναι ότι η περιγραφή των Ναυπλιωτών για την Αθήνα δεν ήταν υπερβολική. Επιβεβαιωνόταν εξάλλου και από τις περιγραφές ξένων περιηγητών, που με λαχτάρα έφθαναν στην πόλη της θεάς Αθηνάς και της Δημοκρατίας.
Ναι, η Αθήνα του 1833 δεν είχε καμία σχέση με την υπέρλαμπρη Αθήνα.... δεν ήταν η Αθήνα ! Εκείνη της δημιουργίας των αξεπέραστων έργων αρχιτεκτονικής κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα. 
- Της καλλιτεχνικής έκφρασης.... Κι αυτά, μέσα σε ένδοξους και νικηφόρους πολέμους, ανεξαρτησίας, αλλά δυστυχώς και εμφύλιους.  Ακόμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακή, η άνευ προηγουμένου καλλιέργεια των γραμμάτων, το θέατρο με τα έργα των τραγικών ποιητών Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη.




- Της ρητορικής, που δεν συνέβαλε μόνο στην καλλιέργεια του πολιτικού λόγου, αλλά και στην ικανότητα των Αθηναίων πολιτών για τη διαμόρφωση εννοιών και τη διατύπωση των αιτημάτων τους κατά τη συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή.  Φροντιστήριο έκαναν οι σοφιστές, που βεβαιώνουν τους φοιτητές τους πως: 
"... δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά κάθε άνθρωπος κρίνει τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει, τι είναι καλό και τι είναι κακό. Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει έναν πολίτη, είναι πώς να υπερασπίζεται τη θέση του και πως να αντικρούει την αντίθετη. Όσοι τον ακούν πρέπει να εντυπωσιάζονται και να παρασύρονται ! 
Η επιτυχία του ομιλητή ήταν ρευστή γι' 
αυτό και τα μαθήματα φρόντιζαν για τη σωστή διάρθρωση του λόγου του, τον τρόπο εμφάνισης των γεγονότων, της διατύπωσης των επιχειρημάτων, το προσεγμένο λεξιλόγιο, οι πρωτότυπες φράσεις... 

Ό Όθων, συνοδευόμενος από τον αδερφό του, πρίγκιπα Μαξιμιλιάνο, διάδοχο του βαυαρικού θρόνου και από όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας, δεν θ' αργήσει να επισκεφθεί, δια ξηράς, την Αθήνα...  



Αρκετοί τον περίμεναν στο Δαφνί, να τον δουν να περνάει. Πολύς κόσμος επίσης περίμενε  στον Ελαιώνα, κοντά στο σημερινό Πυριτιδοποιείο να τον υποδεχτεί. Αλλά και άλλα πλήθη τον προϋπαντήσανε στην πύλη της πόλεως μεταξύ Θησείου και Αρείου Πάγου. Εκεί, λένε, ο Όθων υποχρεώθηκε να αφιππεύσει και να προχωρήσει πεζή ως το σπίτι του Καρατζά, όπου τον φιλοξενήσανε.
Οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να πείσουν τον Όθωνα να επιλέξει τη δική τους πόλη, τού έστειλαν μια ιδιαίτερα παρακλητική επιστολή:

         «Μεγαλειότατε, Βασιλεύ!
                                                           Οί υπογεγραμμένοι πίπτουσι εύσεβάστως είς τούς πόδας 
         τού Θρόνου τής Αυτού Μεγαλειότητος τού ευσεβάστου Βασιλέως των, παρακαλώντας
         τον νά εύαρεστηθή να τιμήση την πόλιν των με την Καθέδραν της Κυβερνήσεώς του…»

          .... και για να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί δίνουν σωρό υποσχέσεις παραχωρήσεων,
          είναι διατεθειμένοι
          - Να χαρίσουν όλα τα γήπεδα που θα χρειαστούνε, σύμφωνα με το αρχικό  
          μεγαλοπρεπές σχέδιο των Αθηνών που είχανε καταστρώσει ο Έλλην
          αρχιτέκτων Κλεάνθης και ο Γερμανός Σάουμπερ, για να γίνουν τα δημόσια
          κτίρια και το Παλάτι.
          - Να εγκαταλείψουν όλα τα οικόπεδα των ερειπωμένων σπιτιών γύρω-τριγύρω 
          στην Ακρόπολη. 
          - Να δώσουν άλλα τριακόσια στρέμματα για ν’ αποζημιωθούνε αυτοί που 
          θ’ αφήσουν τα οικόπεδα της Ακροπόλεως. 

Και τι δεν τάζουν οι καημένοι οι Γκαγκαρέοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν άρθρα σ' εφημερίδες, στον Όθωνα για να τον πείσουν. Παρ’ ολίγον να πάρουν επάνω τους και τα έξοδα οικοδομής του Παλατιού και των υπουργείων !
Είχε τέτοια ένταση η επιχειρηματολογία και η αρθρογραφία της εποχής, ένθεν κακείθεν,
που χρόνια αργότερα μη μπορώντας ν' αντισταθεί ο διπλωμάτης και ποιητής Παναγ. Ματαράγκαςσυμμετέχει, έστω και κατόπιν εορτής, στο προβληματισμό και στη διαμάχη εκείνης της εποχής, σε άρθρο του σε εφημερίδα:

"Ἡ πόλις τοῦ Ναυπλίου, καθημένη ὄπισθεν λόφου τινός κειμένου εἰς τά βάθη κόλπου ἀγόνου καί μακροσκελοῦς, προβάλλει θέαμα καινοφανές καί ἐκπλήττει τόν ὁδοιπόρον. Ἐνώπιον αὐτῆς ἡ Ἀργολική πεδιάς στεφανωμένη ἀπό ἀμφιθεατροειδῆ ὄρη παρίσταται ὡς στάδιον ἀπέραντον τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητος, στάδιον ἔχον θεατάς τά βουνά, τήν θάλασσαν, στάδιον σήμερον ἔρημον καί βαλτῶδες, τό ὁποῖον αὔριον ἴσως ἐπιστρέψει εἰς τήν πρώτην του λαμπρότητα. Τό Ναύπλιον εἶναι θαυμασίως ὠχυρωμένον.... 




Ἀπό τό ἓν μέρος προστατεύεται ἀπ’ τόν Ἴτσ- Καλέ, ὁ ὁποῖος ἐν καιρῷ πολέμου ἐκτείνει τήν πυρίνην γλῶσσάν του εἰς τήν θάλασσαν· ἀπό τό ἄλλο ἕνας γίγας φυλάττει τήν θύραν του….τὸ Παλαμήδι, τό ζωγραφητόν φρούριον φέρον μέ ὑπερηφάνειαν τό ἑπτάλοφον διάδημα, μέ τὸ ὁποῖον ἡ λεοντόσημος Ἑνετία ἐστόλισε τήν κεφαλήν καί περιφρονοῦν τούς κεραυνούς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς.
Ὑπό τήν σκιάν του ἡ πόλις μορφωθεῖσα κατέβη ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἀπό τά ὕψη, καί τώρα βρέχει τούς πόδας της εἰς τοῦ Ἀργολικοῦ κόλπου τά νερά· αἱ ὀλιγάριθμοι οἰκίαι της, ὁμοιάζουσαι κατ’ ἀρχάς ποίμνιον αἰγῶν βόσκον εἰς κορυφήν σκοπέλου πληθυνθεῖσαι καί ὡραϊσθεῖσαι τώρα, προβάλλουν πρός τόν θεώμενον ἀπό τῆς γῆς πόλιν μακράν, εὔμορφον καί ἐκτεινομένην εἰς βαθμίδας κυκλοειδεῖς.
Ἀπό τά τείχη βλέπει τις εἰς τό πεδίον τά κολοσσαῖα τείχη τῆς Τύρινθος, ἱερᾶς πόλεως τῶν Πελασγῶν, κειμένης εἰς ὕψωμα, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκτασις δέν εἶναι μεγαλητέρα ἀπό τό ἐμβαδόν δύο ναῶν γειτνιαζόντων. Ποῤῥωτέρω ἀναφαίνεται τό Ἄργος καί ἡ γωνιώδης ἀκρόπολις, ἐγκαταλελειμμένη καί ἔχουσα εἰς τάς πλευράς καί τήν κορυφήν της λείψανα Ἑνετικῶν ὀχυρώσεων, ἐρείπια τινά Πελασγικά ὅμοια μέ τῆς Τυρίνθου (sic), καί τό ἀρχαῖον ἀμφιθέατρον τῶν Ἀργείων ἐνῳκοδομημένον εἰς τόν σκόπελον.

 

Τό ἀμφιθέατρον αὐτό ταπεινόν καί ἀφανές μεταξύ τοῦ ὀγκώδους ὄρους, ἐντός τοῦ ὁποίου ἐσχεδιάσθη, ἐπιδεικνύει ὅλον τό μέγεθος καί τά ποιητικά του κάλλη, ὅταν τις ἀναβῇ ἐπί τῶν βαθμίδων του. Ἐκεῖθεν βλέπεις τήν πεδιάδα καί τήν θάλασσαν καθ’ ὅλην των τήν μεγαλοπρέπειαν, ἔχει πρό ποδῶν σου τό ἀχανές καί ἔρημον Ἄργος, ὅπου 15 ἢ 20 Εὐρωπαϊκά οἰκήματα εἶναι διεσκορπισμένα μεταξύ χιλίων γαιοστεγῶν καλυβῶν. 
Ὁ ἀρχιτέκτων θαυμασίως πως ἔκλεξε τήν θέαν· ἐάν ἔθετε τό θέατρον κατώτερον, ἡ ἔποψις ἤθελεν εἶναι ἀτελής· ἐάν τό ἐτοποθέτει ὑψηλότερον, τά ἀντικείμενα συγχεόμενα ἀπό τήν ἀπόστασιν δέν ἤθελον συγκινῆ τήν καρδίαν. Ἡ τοποθεσία αὐτή εἶναι θαυμασία, καί οἱ φιλοθεάμονες Ἀργεῖοι προκύπτοντες ἀπό τήν πεδινήν πόλιν των προετοιμάζοντο εἰς τάς σκηνικάς ἐντυπώσεις ἀπό τό θέαμα φύσεως ἐπίσης θεατρικῆς καί λαμπρᾶς.

Εἰς τά βάθη τῆς πεδιάδος ὄπισθεν τῶν ὀρέων αἱ Μυκῆναι κρύπτουν τά ἐρείπιά των. Τά Πελασγικά τείχη, ἡ πύλη τῆς ἀκροπόλεως, ὁ κωνικός καί γιγαντιαῖος τάφος τοῦ Ἀγαμέμνονος μᾶς ἀποφέρουν εἰς τούς πλέον μεμακρυσμένους χρόνους τῆς Ἑλλάδος· καί μεταξύ αὐτῶν οἱ δύο λέοντες, παραφυλάττοντες ὄρθιοι εἰς τήν πύλην τῆς ἀκροπόλεως, εἰς τούς ὁποίους ἡ ζωή καί τό εὐεπίβολον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης ἀναφαίνεται, μᾶς ἐνθυμίζει τάς ὡραίας ἐποχάς τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλά τό μεγαλοφυές τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης μακρυνομένης ἀπό τήν ἀνίκητον καὶ κολοσσαϊκήν τέχνην τῆς Ἀσίας, ἀναδεικνύεται μάλιστα εἰς τήν στήλην, εἰς τήν ὁποίαν οἱ δύο λέοντες ἐπακουμβοῦν τούς πόδας των· αὐτή ἡ στήλη εἶναι τό ἔμβρυον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης, ἡ ὁποία ἔκτοτε ἐγκυμονοῦσε τούς Παρθενῶνας καί τά Θησεῖα.


Τό Ναύπλιον καθωραϊζόμενον ἀφ’ ὅλα αὐτά τά πλούσια καί σεβαστά ἐρείπια εἶναι κατ’ ἄλλους λόγους περισπούδαστον εἰς τούς Ἕλληνας. Ἐνθυμεῖσθε ὅταν ὁ Ἰπραχίμης προσέκρουσε τὸ σιδηροῦν καί αἱμοσταγές μέτωπον τῆς φαλαγγός του εἰς τοῦ Ναυπλίου τά τείχη; τότε τό Παλαμήδι ἤνοιξε τά χίλια χάλκινα στόματά του καί ἐφώναξεν· 
«Ἰμπραχίμη μή περαιτέρω!» 


Ναύπλιον

Ἡ πόλις τοῦ Ναυπλίου μήν ἀρκούμενη εἰς τόσα θέλγητρα κενοδοξεῖ καί ὑπεραίρεται ὑπέρ τὸ δέον.  Ἀγροῖκος Βοιωτή διαθρυπτομένη ὡς ἡ κομψή Ἀτθίς, διαφιλονικεῖ τό ἆθλον μέ τάς Ἀθήνας, τῶν ὁποίων τὄνομα μόνον ἀναγγέλλει νίκην. 
Μέ τάς Ἀθήνας, τόν ἅγιον τάφον τῶν εἰδωλολατρῶν, τά Παρίσια τῆς ἀρχαιότητος, τήν πόλιν τοῦ Κέκροπος, τοῦ Θησέως, τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Περικλέους, τοῦ Σωκράτους καί τοῦ  Πλάτωνος. 
Μέ τάς Ἀθήνας, ἐνώπιον τῶν ὁποίων ἡ Ῥώμη ἐγονυκλίνησε διά τῶν αὐτοκρατόρων της, Ἰουλιανοῦ καί Ἀδριανοῦ. 
Μέ τάς Ἀθήνας, ὅπου ὁ ἅγιος Παῦλος εὗρε τόν ἀληθῆ θεόν εἰς τόν ναόν καθιερωμένον τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ. 


Ἔπεα πτερόεντα εἶν’ ὅλ’ αὐτά! θέλει ἀνακράξει κἄποιος ἐνθουσιαστής τῶν ὑλικῶν συμφερόντων· φωνασκίαι κλασικαί, θέλει ἀναφωνήσει κἄποιος ἀγέλαστος οἰκοδεσπότης τοῦ Ναυπλίου. Κατά δυστυχίαν δέν σώζονται μόνον εἰς τόν κόσμον σκονισμένοι ἀρχαιολόγοι μὴ θαυμάζοντες παρά τά ἀρχαῖα· ἀλλά καί ἀφιλόκαλοι ὀλιγομαθεῖς, μήν ἐνθυμούμενοι παρά τῆς χθεσινῆς ἡμέρας τά συμβεβηκότα. 
Τό Ναύπλιον, λέγουν, ἐστάθη ὁ προμαχών τῆς Ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας, λοιπόν ἐκεῖ πρέπει νά ἐνιδρυνθῇ ἡ καθέδρα τοῦ Βασιλείου. 

Αλλά αἱ Ἀθῆναι καί οἱ μεγάλοι ἄνδρές της, λέγει έτερος, δέν συνετέλεσαν ἆρά γε εἰς τήν τρομεράν τῶν Ἑλλήνων ἐπανάστασιν; 
Δέν συνήργησαν εἰς τά σταλέντα βοηθήματα ἀπό τήν Εὐρώπην, δέν ἀνεστόμωσαν τήν σάλπιγγα τοῦ θαυμασμοῦ, αἱ Ἀθῆναι ἑνί λόγῳ εἶναι ξέναι πρός τήν σωτηρίαν τῆς πατρίδος;

Διά τί τόσα στίφη φιλελλήνων; διά τί τόσος χρυσός, τόσα ὅπλα, τόσα πολεμοφόδια συνέῤευσαν εἰς τήν Ἑλλάδα; διά τί πρό πάντων τά ἔθνη ὅλα συνεκλονήθησαν ὑπέρ Ἑλλήνων; 

Διά τάς Ἀθήνας καί τούς μεγάλους ἄνδρας της! Εἰς ποίαν ἄλλην πόλιν ἡ Εὐρώπη ἠμπορεῖ ν’ ἀτενίσῃ τούς ὀφθαλμούς της; εἰς τό κάθυγρον Ναύπλιον φυλακωμένον εἰς σιδηροῦν περίβολον, μή δυνάμενον νά προχωρήσῃ ἓν βῆμα πρός τήν ξηράν, χωρίς νά συντριβῇ κατά τοῦ Ἴτσ- Καλὲ καί τοῦ Παλαμηδίου, ἓν βῆμα πρός τήν θάλασσαν χωρίς νά βυθισθῇ εἰς τά κύματα; 
Μήπως ἐξ αἰτίας τῶν ἀρχαιοτήτων του; Τό Ναύπλιον βρύει ἀπό ἀρχαίας γυναῖκας· δέν εἴδομεν ὅμως πούποτε ἀρχαιότητα· τά ὕδατά του μόνον εἶναι διαυγῆ κ’ ἐλαφρύτατα, καί ἐλπιστέον, ὅτι ποτιζόμενον ἀπό αὐτά θέλει ἰατρευθῆ ἀπό τούς καπνούς τῆς κενοδοξίας."   Π. Ματαράγκας

Ο διπλωμάτης καί ποιητής Παναγιώτης Ματαράγκας έσπούδασεν έν Αθήναις συμμαθητεύσας τώ Αχιλεί Παράσχω έν τώ Έλληνικώ Σχολείω, άποπερατώσας τάς νομικάς σπουδάς του έν τώ Άθηνών Έθνικό Πανεπιστήμιο. Όταν ο Παναγιώτης αντίκρυσε το ελληνικό ναυπλιώτικο φώς, το Ναύπλιο, ήταν πρωτεύουσα  τής Ελλάδος.




Τό Έθνικόν Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, ίδρύθηκε με νόμο τής άντιβασιλείας τήν 31 Δεκεμβρίου 1836 (παλαιό ημερολόγιο) πού έπαναβεβαιώθηκε μέ βασιλικό διάταγμα τού Όθωνα τής 24ης Απριλίου του 1837 και λειτουργεί αδιαλείπτως από τις 3 Μαΐου 1837 (τρίτη ημέρα του Πάσχα). Ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου καί τής εύρύτερης περιοχής τής Άνατολικής Μεσογείου.

'Αποπερατώσας τάς νομικάς και φιλολογικάς σπουδάς του, ο νεαρός Παναγιώτης, σε ηλικία 24 ετών, διωρίσθη τώ 1858 γραμματεύς του προξενείου 'Ιωαννίνων, υπό του τότε Υπουργού των Εξωτερικών Αλεξ. Ραγκαβή. Έξ 'Ιωαννίνων μετετέθη είς Λάρισαν, έκείθεν είς Κωνσταντινούπολιν καί είτα είς Μελίτην.  Εκ Μελίτης μετέθη ώς υποπρόξενος είς Τραπεζούντα και προήχθη είς πρόξενον 'Ιωαννίνων, όπου όμως δεν μετέβη ποτέ δια πολιτικούς λόγους. 

Ούτως ήναγκάσθη νά παραμείνη έν Τραπεζούντι καθ' όλον το διάστημα τής Κρητικής Έπαναστάσεως (1866-69), ένθα κατέλιπεν άρίστην μνήμην. 
Χάρις είς τό άδάμαστον πύρ τής φιλοπατρίας, τό όποίο έφλεγε τήν έθνικήν ψυχήν του, ο Παναγιώτης είργάσθη έν Τραπεζούντι διά τήν ένίσχυσιν τών Κρητών. 
Κατώρθωσεν ούτω να συλλέξη τό μέγα κατά τήν εποχήν έκείνην ποσόν τών 1200 χρυσών λιρών (1.200.000 δραχμών) καί νά τό άποστείλη είς τήν Έπιτροπήν τού Κρητικού άγώνος. Τόσον δέ πολύ ύπέκαυσε τόν πατριωτικόν ζήλον τών Τραπεζουντίων ώστε καί αί γυναίκες προθύμως έδέχθησαν νά προσφέρουν τά κοσμήματα καί τά χρυσά φλωρία τους.
'Αλλά καί τό φορτίον όλόκληρον άπό όσπρια καί άλευρα παραχωρηθέντα άπό τούς Τραπεζούντιους ό φιλόπατρις ύποπρόξενος έφρόντισε νά αποστείλη είς τήν Κρήτην. 
Διά τόν ίδιον σκοπόν έπεχείρησε καί ταξίδιον μέχρι 'Αργυρουπόλεως, τώ 1868, φαινομενικά ύπό τύπον έκδρομής καί έκεί δέ συνέλεξεν έπίσης άρκετόν χρηματικόν ποσόν, 340 λίρας χρυσάς.

Ο Γεράσιμος, πατήρ του ποιητού, έν έτη 1833 πού έγινεν βασίλειον ή Ελλάς, νυμφευθείς τήν έκ Πυράρου τής Κεφαλληνίας θυγατέρα τού προμάχου τής 'Ελληνικής έλευθερίας Βασιλείου Μακρή, πολλά έσχε τέκνα, έν οίς τόν Παναγιώτην. 
Ήτο παππούς τού Αλέξανδρου, ιδρυτού της εφημερίδος"Έλεγχος" καί προπάππος του 'Ανακρέοντα Ματαράγκα. Ό Γεράσιμος γενναίως πολεμήσας, έτραυματίσθη πολλάκις, άπώλεσε τήν άριστεράν του χείρα, προήχθη δέ είς λοχαγόν καί έτιμήθη μέ τό άργυρούν άριστείον τού 'Αγώνος.  Ήτο ό τελευταίος επιζών, τών κατά τήν  έπανάστασιν τεσσάρων  πεσόντων αδελφών, διασωθείς κατά τόν ύπέρ τής άνεξαρτησίας άγώνα, πολλά δέ φέρων έπί τού σώματος τραύματα. 



Τελικά, η πλάστιγγα έγειρε προς την Αθήνα, η οποία το Σεπτέμβριο του 1834 ανακηρύχθηκε επίσημα σε «Βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα». Οι λόγοι που οδήγησαν στο να πάρει τελικά η Αθήνα το «χρίσμα», έχουν να κάνουν με την ένδοξη ιστορία της ως λίκνο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την απόφαση επηρέασε ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, ο οποίος ήταν γνωστός αρχαιολάτρης.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834, με διάταγμα της αντιβασιλείας του Όθωνα, η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
«Η καθέδρα ήμών μετατίθεται κατά τήν Α’ Δεκεμβρίου τρέχοντος έτους έκ Ναυπλίου εις Αθήνας (…), ή πόλις Αθήναι θέλει επονομάζεσθαι απ’ εκείνης τής ημέρας Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα».

Η Αθήνα που αντίκρυσε ο Όθωνας απείχε πολύ από την πόλη που φανταζόταν ότι θα συναντήσει. Ένα μικρό χωριό 7.000 κατοίκων, απλωμένο γύρω από το βράχο της Ακρόπολης,
έμοιαζε με «αρχαιολογικό κήπο» ερειπίων όπου χαλασμένα και ερειπωμένα αρχαία, βυζαντινά και μεσαιωνικά κτίρια βρίσκονταν δίπλα σε τρισάθλιες καλύβες, όπου ζούσαν οι πάμφτωχοι, τότε, Αθηναίοι, 170 κατοικίες όλες κι όλες και κατεστραμμένα κτήρια. Συγκριτικά, την ίδια εποχή, ο πληθυσμός της Πάτρας ανερχόταν σε 15 χιλιάδες κατοίκους, ενώ της Θεσσαλονίκης σε 60.
Εκτεινόταν γύρω από την Ακρόπολη (περίπου από του Ψυρρή έως του Μακρυγιάννη), έχοντας ως κέντρο της την περιοχή της Πλάκας (την Παλιά Πόλη). Από τα μεγάλα προβλήματα της νέας πρωτεύουσας ήταν η έλλειψη συστήματος ύδρευσης (νερό έπαιρναν από τις πηγές), καθώς και η ανυπαρξία δημόσιου φωτισμού και συγκοινωνιών, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη υπηρεσιών ή άλλων κοινωνικών αγαθών.

Ήδη πάντως είχε αρχίσει να γίνεται φανερή η βαυαρική παρέμβαση στην πόλη.
Κάτι είχε αρχίσει να γίνεται ήδη με τις φροντίδες του Κλεάνθη και του Σάουμπερ, για να αλλάξει το απελπιστικό χάλι των πρώτων ημερών της απελευθερώσεως. 
Πρώτα-πρώτα, λείψανε οι ρακένδυτοι Τουρκαλβανοί στρατιώτες, που γυρίζανε ανάμεσα 
στα ερείπια σε αναζήτηση πλιάτσικου. Στη θέση τους, κυκλοφορούσανε τώρα οι Βαυαρέζοι στρατιώτες της γραμμής, με τις χρωματιστές τους στολές και τα καλογυαλισμένα κουμπιά τους. Κι επάνω στο βράχο της Ακρόπολης κυμάτιζε η σημαία της ελευθερίας.




Ο Όθωνας ανέθεσε την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Αθήνας στον Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη και στους Βαυαρούς Schubert και Leo von Klenze με αυστηρή εντολή να μη θιγούν οι αρχαιολογικοί χώροι. Για την προστασία των αρχαιοτήτων, ο Όθων εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την κατασκευή ασβεστοκαμίνων σε απόσταση 2.500 μέτρων από αρχαιοελληνικά λείψανα, ώστε να μη φθαρούν οι αρχαιότητες!

Μέσα σε τέσσερα χρόνια κτίσθηκαν στην Αθήνα γύρω στις 1.000 κατοικίες, πολλές αυθαίρετες και όπως αφηγούνται οι μαρτυρίες της εποχής:

«...κακώς οικοδομημένας, χθαμαλάς, πενιχράς εξωτερικής καί έσωτερικής όψεως, άνευ άκρογωνιαίων λίθων, άνευ σχεδίων, συνεσφιγμένας περί στενάς, άνωμάλους καί άκαθάρτους οδούς»
Αλλά και ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος που ήλθε από την Βιέννη, σημείωνε:


                    «Τα σπίτια τών Αθηνών, όπερ είς διάστημα ολίγου καιρού έγιναν,
                    έκατασκευάσθησαν μέ βίαν καί άκραν οικονομίαν, μέ λάσπας καί 
                    ξύλα καί μέ άσβέστην άσπρισμένα... χωρίς νά σκεφθούν οί άνόητοι 
                    ότι μήτε πέντε χρόνους δέν θέλουν διατηρηθή, πρέπει νά γκρεμισθούν, 
                    ότι τά τείχη τών μόλις 5 δακτύλων χόντρους έχουν».


Ο Όθων απαγόρευσε τη λατόμηση στους λόφους Νυμφών (Αστεροσκοπείου), Αγχέστου (Στρέφη), Φιλοπάππου και Λυκαβηττού, εξέδωσε διατάγματα με αυστηρή εντολή να κατεδαφίζεται αμέσως κάθε αυθαίρετο που κτίζεται πλησίον των αρχαιοτήτων, ενώ διέταξε να γκρεμιστούν άμεσα όσα κτίστηκαν στις παρυφές της Ακροπόλεως. Εξαιτίας αυτών των αποφάσεων, ο Όθων έχασε τη δημοτικότητά του στις φτωχές μάζες, αλλά επέμενε να εκδίδει και άλλα διατάγματα. Στα επόμενα χρόνια Έλληνες έφταναν από όλα τα μέρη της χώρας. 


* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα


   ΕΛEΓΧΟΣ   

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Κόλαση του Δάντη, Ένατος κύκλος

 

Εκ της ΚΟΛΑΣΕΩΣ του ΔΑΝΤΟΥ 

Έπεισόδιον ΟΥΓΟΛΙΝΟΥ

Κύκλος 9ος: εδώ τιμωρούνται οι προδότες, εγκλωβισμένοι μέχρι το πρόσωπο σε μία παγωμένη λίμνη. Ειδικότερα, τοποθετημένοι σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές βρίσκονται οι προδότες συγγενών (Καΐνα), οι προδότες της πατρίδας (Αντηνόρα), οι προδότες φίλων (Πτολεμαία) και οι προδότες των ευεργετών τους (Ιουδαία). 

Ό Δάντης άπομακρυνθείς τού Βόκα Άβάτη βλέπει έντός μιάς όπής δύο κατεψυγμένους. Έκ τού ένός τούτων, τού κόμητος Ούγολίνου, τόν όποίον εύρίσκει έν τή Άντηνορίδι, άκούει την ιστορίαν τού τραγικού θανάτου αύτού τε καί τών τέκνων του. Σημειωτέον ότι τό έδαφος τού ένάτου κύκλου, είς όν ήδη εύρίσκεται ό Δάντης, άποτελείται έκ σκληροτάτου πάγου σχηματιζομένου έκ του λιμνάζοντος Κωκυτού καί διαιρείται είς τέσσαρα όμόκεντρα διαμερίσματα ή περιβόλους, έν έκάστω τών όποίων τιμωρείται έν είδος προδοσίας ή δόλου. 
Έν τώ πρώτω, όπερ έκ του Κάϊν του φονεύσαντος τον αδελφόν του Άβελ καλείται Καΐ
να, τιμωρούνται οί προδόται τών στενοτέρων συγγενών των. 
Έν τώ δευτέρω, όπερ καλείται Άντηνορίς έκ του Τρωός Άντήνορος, όστις κατά τινα άρχαίον ίστορικόν έπώλησε τήν Τροίαν είς τούς Έλληνας, τιμωρούνται οί προδόται τής πατρίδος ή τής ίδίας πολιτικής μερίδος,. 
Έν τώ τρίτω, όπερ καλείται Πτολεμαΐς έκ τού Πτολεμαίου τού προδόντος τόν μέγαν Πομπήϊον, τιμωρούνται οί προδόται τών φίλων καί έν τώ τέταρτω, όπερ καλείται Ίουδαϊκή ή Ίουδαία, έκ τού Ίούδα τού προδόντος τόν Χριστόν, τιμωρούνται οί προδόντες τούς εύεργέτας καί κυρίους των. Ό Ούγολίνος καί Ρουγγιέρης εύρίσκονται έπί τού μεθορίου τού δευτέρου καί τρίτου διαμερίσματος, ήτοι τής Άντηνορίδος καί Πτολεμαΐδος, διότι ό μέν πρώτος προύδωκε τήν πατρίδα του, ό δέ δεύτερος πρώτον τήν πατρίδα καί έπειτα τήν φιλίαν.

Μετάφρασις μετά σημειώσεων Π. Ματαράγκα

               Άσμα 32 Στιχ. 124

Εύθύς δ' ώς έμακρύνθημεν έκείνου, είδον δύο
Κατεψυγμένους έν μιά όπή είς τρόπον ώστε
Η μία ήτο κεφαλή ώς πίλος είς τήν άλλην.

Καί ώς τόν άρτον ό πεινών καταβροχθίζει, ούτω
Ό άνωθεν ένέπηξεν άλλόφρων τούς όδόντας
Έπί τού άλλου μεταξύ αύχένος κ' έγκεφάλου.

Όχι, δέν έρροκάνισεν άλλέως τούς κροτάφους
Τού Μελανίππου ό Τυδεύς 1  λυσσών ή ώς έκείνος
Μέ πάν ό,τι ένέκλειεν έντός του τό κρανίον.

Ώ σύ, μ' ούτω άγριον άποδεικνύων τρόπον
Τό φοβερόν σου κατ' αυτού, όν κατατρώγεις μίσος,
Είπέ μοι τής τοσαύτης σου οργής τον λόγον, είπον.

Ύπό τόν όρον, άν αύτόν δικαίως αίτιάσαι, 
Μαθών είς τί σ' ήδίκησε και τίνες ύμείς είσθε,
Είς τόν έπάνω άνελθών νά σ' άνταμείψω κόσμον, 2

Άν αύτη 3 δι' ής φθέγγομαι δέν ξηρανθή ως τότε.

                   
                 Άσμα 33

Έκ τού άγρίου φαγητού ανήγειρε το στόμα
Έκείνος ο άμαρτωλός έκμάξας είς τάς τρίχας
Τής κεφαλής, ήν όπισθεν ήδ' είχε καταφάγει 4

Έπειτα ήρχισε, "Λοιπόν ν' ανανεώσω θέλεις 5
Άλγος φρικτόν τήν φρίσσουσαν καρδίαν μου πιέζον
Ώς μόνον τό ένθυμηθώ, πριν έτι όμιλήσω.

Άν όμως σπόρος μέλλουσιν οί λόγοι μου νά γίνουν
Έξ ού είς τούτον όνειδος, όν τρώγω, να βαλστήση,
Λαλούντα καί δακρύοντα συγχρόνως θά μέ ίδής.

Τίς είσαι όλως άγνοώ, καί τίνί τρόπω κάτω
Έδώ κατέβης, άλλ' έάν ό τόνος τής φωνής σου
Δέν μ' άπατά, ώ βέβαια θά είσαι Φλωρεντίνος.

Έγώ δ' ύπήρξα, μάθε το, ό κόμης Ούγολίνος 6,
Ό δ' ό Άρχιεπίσκοπος Ρουγγιέρης. Τώρ' άμέσως
Θ' άκούσης γείτων διατί τώ είμ' έδώ τοιούτος.

Καί ότι διά τών κακών καί πονηρών βουλών του,
Πιστεύσας ώς μή ώφειλον είς τούτον, συνελήφθην
Καί έπειτα άπέθανον, γνωστά πρός τί νά είπω ;

Αλλ' ότι λίαν πιθανώς δέν ήκουσας είσέτι,
Πόσον ύπήρξε δηλαδή σκληρός ό θάνατος μου, 
Θ' άκούσης καί τό μέγα του κακούργημα θά μάθης.

Μικρός φεγγίτης ένδοθεν τής φυλακής εκείνης
Ήτις προσέλαβ' έξ εμού 7 το όνομα τής Πείνης
Καί όπου μελλουν νά κλεισθού πολλοί ακόμη άλλοι, 8 

Έκ τής όπής του ίκανάς μοί έδειξε σελήνας, 9
Όποτε τό άπαίσιον έκείνο είδον όναρ,
Όπερ τόν πέπλον μέλλοντος διέρρηξε φρικώδους. 10

Αύτός, όν βλέπεις, κύριος καί άρχων 11 μοί έφάνη,
Τόν λύκον καί τούς λυκιδείς 12 θηρεύων είς τό όρος,
Όπερ άπείργει τούς Πισέις νά βλέπωσι τήν Λούκαν. 13

Μ' έξησκημένας καί ίσχνάς καί ταχυτάτας κύνας 14
Έπί μετώπου πρό αυτού έβάδιζον πεμφθέντες
Οί Γουϊλάνδαι άγοντες Σισμόνδας καί Λαφράγκους, 

Άφού δ' όλίγον έτρεξαν πατήρ όμού καί παίδες
Έφαίνοντο κατάπονοι καί είδον δι' όξέων 15
Όδόντων νά σπαράττωσιν οί κύνες τά πλευρά των.

Ότε μικρόν πρό τής αυγής τού ύπνου έξηγέρθην
Τά μετ' έμού συγκάθειρκτα καθ' ύπνους νά θρηνώσι
Οικτρά μου τέκνα ήκουσα καί λαρτον νά ζητώσιν. 16

θά είσαι βέβαια σκληρός άν ήδη δεν λυπείσαι,
Όποία φανταζόμενος τά προαισθήματά μου,
Καί άν δέν κλαίης, διατί νά κλαίης συνειθίζεις ;

Καί ήσαν ήδη έξυπνα κ' έγγύς ή ώρα ήτο
Καθ' ήν συνήθως έφερον τό σιτηρέσιόν μας
Καί άνεπόλει έκαστος έν τρόμω τόνειρον του. 17

Ότε τήν θύραν ήκουσα τού φρικαλέου πύργου
Νά καθηλόνουν κάτωθεν, χωρίς ν' άρθρώσω λέξιν
Τά τέκνα είς τό πρόσωπον έν άπογνώσει είδον. 

Έγώ δέν έκλαιον, 18 έντός άπελιθώθην τόσον.
Έκείνα όμως έκλαιον, ό δ' Άνσελμούκιός μου
Τί έχεις, είπε. διατί μάς βλέπεις ούτω, πάτερ ; 19

Άλλ' όμως δέν έδάκρυσα, ούδ' όλην τήν ημέραν
Έκείνην τι άπήντησα, ούδ' έπειτα τήν νύκτα, 
Έως ό άλλος ήλιος έφώτισε τόν κόσμον.

Ότε δ' είσήλθεν άμυδρά άκτίς έν τη φρικώδει
Έκείν' είρκτή κ' έμπόρεσα επί μορ΄φν τεσσάρων
Νά ίδω τού ίδίου μου προσώπου τήν εικόνα, 20

Έξ άλγους άμφοτέρας μου έδάγκασα τάς χείρας,
Έκείνα δέ νομίσαντα ότ' ύπερβάλλων πόθος
Τροφής είς τούτο μ' ώθησεν, ήγέρθησαν ταχέως

Καί είπον, Όλιγώτερον θά αίσθανθώμεν πόνον,
Άν, πάτερ, φάγης έξ ήμών. Μέ ταύτας τάς άθλίας
Σύ σάρκας μάς ένέδυσας, σύ τώρ' άπέκδυσόν μας 21

Τότ' έπράΰνθην ίνα μή πλειότερον τά θλίψω,
Έκείνην καί τήν έφεξής ήμέραν βωβοί πάντες
Έμείναμεν.  Ώ γή σκληρά, πώς τότε δέν ήνοίχθης ; 22

Άλλ' ότε άνατέλλουσα έφάνη ή τετάρτη,
Πρό τών ποδών μου έπεσεν ό Γάδδος μου έκτάδην,
Πάτερ μου, λέγων, διατί δέν βοηθείς τό τέκνον ; 23

Έκεί άπέθανε, καί ώς μέ βλέπεις, ούτω είδον
Τούς άλλους τρείς μου μεταξύ τής πέμπτης καί τής έκτης
Άλλεπαλλήλως πίπτοντας. Τετυφλωμένος τότε 24

Ένα πρός ένα, δυσχερώς βαδίζων, έψηλάφουν,
Καί έπί δύο έκραξα ημέρας τ' όνομά των
κατόπιν ύπερίσχυσεν ή πείνα τής όδύνης." 25

Ώς είπε τάυτα μ' όφθαλμούς λοξούς καί διαστρόφους
Είς τούς όδόντας ήρπασεν έκ νέου τό κρανίον
Ούς φρικωδώς ένέπηξεν είς τά όστά ώς κύων.

Άθλία Πίσα, όνειδος 26  τής χώρας τής ώραίας
Όπου τό  σί αντιλαλεί, 27 αφού οί γείτονες σου 28
Βραδύνουν νά έπέλθωσιν έν τέλει τιμωροί σου, 
Άς κινηθώσιν ή Γοργώ συγχρόνως καί Καπρία
Καί άς τεθώσιν ώς φραγμός τών έκβολών τού Άρνου
ώστε έν σοί πάσαν ψυχήν νά καταπνίξουν ζώσαν. 30

Διότι άν τον κόμητα ή φήμη Ούγολίνον
Προδότην τών φρουρίων σου έκήρυττε, 31 σύ ούτω
Τά τέκνα του δέν έπρεπε φρικτά νά βασανίσης.

Άθώα άπεδείκνυεν αυτά, ώ Νέαι Θήβαι,
Η νέα ήλικία των, τόν Ούγκον και Βριγάταν
Καί τάλλα, ών το άσμά μου έμνήσθη ανωτέρω.
________________________________
Παναγιώτης Γερασίμου  Ματαράγκας

* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1.... Τυδεύς ό Καλυδώνιος και Μελάνιππος ό Θηβαίος, μαχόμενοι ύπό τα τείχη τών Θηβών, έτραυμάτισαν άλλήλους θανατηφόρως.Ό Τυδεύς έπιζήσας διέταξε νά τώ προσαγάγωσι τήν κεφαλήν τού άντιπάλου του, ήν μανιωδώς κατέδακεν. (Στατίου Θηβαΐς, Η 140 και έπ.)

2.... Ν' άνταμείψω τόν φιλόφρονα τρόπον σου τού νά θελήσης νά μοί άπαντήσης καί μοί φανερώσης τόν λόγον τής κατά τού άλλου όργής σου.

3.... Άν ή γλώσσα, δι' ής όμιλώ καί δι' ής προτίθεμαι νά δυσφημήσω τόν έχθρόν σου, δέν ξηρανθή καί βωβαθή δια τού θανάτου μου.

4.... Φοβερά καί σοβαρά άρχή έκφραζομένη έν πρωτοτύπω διά στίχων ήχηρών καί έντόνων. Ό καθαρισμός τού στόματος είς τάς τρίχας τού αύχένος έμφαίνει περιφρόνησιν άμα καί οργήν.

5.... Ούτω καί ό Βιργίλιος έν άρχή τού Β' άσματος τής Αίνειάδος "Infandum, regina,  Ρουγγι'ερη Ούβαλδίνη renovare dolorem".

6.... Ούγολίνος Γεραρδέσκης, κόμης του Δονορατίκου εύγενής Πισαίος άνήκων είς τήν φατρίαν τών Γουέλφων, συνενοηθείς μετά τού Άρχιεπισκόπου Ρουγγιέρη Ούβαλδίνη, έξεδίωξε τής Πίσης τόν Νίνον Βισκόντην καί κατέλαβεν αυτός τήν έν τώ τόπω τούτω άρχήν. Αλλ' ό Άρχιεπίσκοπος είτε έκ φθόνου, είτε έκ φατριαστικού μίσους, είτε θέλων νά έκδικηθή τόν Ούγολίνον διά τόν φόνο συγγενούς τού τινος, ύψώσας τήν σημα'ίαν καί συνοδευόμενος ύπό πολλού μανιώδους όχλου, προσέτι βοηθούμενος ύπό τών Γουαλανδών, Σισμονδών καί Λαφράγκων, εύγενών οικογενειών της Πίσης, έπέπεσε κατά τής κατοικίας τού κόμητος καί συνέλαβεν αυτόν μετά τών δύο υίών του καί τών δύο έγγόνων του. Ταυτοχρόνως διαδόσας ότι ό Ούγολίνος δωροδοκηθείς έπώλησεν είς τούς Φλωρεντίνους καί Λουκαίους φρούριά τινα, ένέκλεισεν αυτόν ώς προδότην μετά τών ρηθέντων υίών καί εγγόνων του έν τινι πύργω τών Γουαλανδών καί μετά έπτά μήνας διέταξε νά ρίψωσι τάς κλείδας τού πύργου τούτου είς τον Άρνον, ίνα μη χορηγηθή αύτοίς ούδεμία τροφή καί ούτω αποθάνωσιν, ώς πράγματι άπέθανον, έκ πείνης.

7.... Ήτοι έκ τού τραγικού μου θανάτου ώνομάσθη Πύργος τής Πείνης.

8.... Άν έξακολουθήσωσιν έν Πίση αί έμφύλιοι έριδες.

9.... Ήτοι είχον παρέλθει ίκανοί μήνες άπό τής έν τώ πύργω έγκαθείρξεως τού Ουγολίνου, ήτις διήρκεσεν άπό μήνός Αύγούστου μέχρι Μαρτίου τού 1288 κατά τόν ίστορικόν Βιλλάνην.

10.... Τό όνειρον τούτο είνε λίαν έντεχνον κατασκεύασμα τής φαντασίας τού ποιητού, διότι δι' αυτού ό Ούγολίνος μανθάνει τήν επικειμένην αυτώ συμφοράν. Τό έν τοίς Πέρσαις τού αισχύλου όνειρον τής Άτόσσης είνε καθ' ήμας καί τεχνικώτερον καί ποιητικώτερον.

11.... Ήτοι άρχηγός πολυαρίθμου στίφους άνθρώπων.

12.... Λύκον καί λυκιδείς όνομάζει έαυτόν και τά τέκνα του. Άλλά διατί έλαβε τήν προσωνυμίαν τού ζώου τούτου καί ουχί έτέρου ; άρα διότι ήτο Γουέλφος, όνομα παραγόμενον έκ τού Γερμανικού Wolf, όπερ σημαίνει λύκος ;

13.... Τό όρος Άγιος Ιουλιανός, όπερ κείται μεταξύ τών δύο πόλεων.

14.... Διά τών κυνών θέλει νά σημάνη τόν όχλον τής Πίσης.

15.... Ήτοι ο λύκος καί οί λυκιδείς. Νομίζομεν περιττόν νά παρατηρήσωμεν ότι ή καταπόνησις τών λύκων καί τά δήγματα τών κυνών προεμήνυον τήν πείναν καί τόν θάνατον τών έν τώ πύργω.

16.... Τά τέκνα είχον όνειρευθή ότι έπείνουν καί διά τούτο κοιμώμενα έζήτουν άρτον. Σημειωτέον ότι τά πρό τής αυγής όνειρα έθεωρούντο καί θεωρούνται ώς τά άληθέστερα.

17.... Διότι καί τα παιδία είχον ίδει όμοιον πρός τό τού πατός των όνειρον καί άνέμενον έντρομα ότι κατόπιν συνέβη.

18.... Διότι τό μέγεθος τής λύπης έκλεισε τάς πηγάς τής καρδίας, άλλά τοσούτον έσκληρύνθην, ή έπέτρωσα, ώστε κατέστην ήλίθιος.

19.... Ό στίχος ούτος έν τώ πρωτοτύπω έχει πλείστην όσην δύναμιν. Όρθοί τάς τρίχας κινεί τά δάκρυα. Δυστυχώς έν τή μεταφράσει πολύ άπόλλυσιν. Ούδ' είνε δυνατόν ούτε έν τή καθαρευούση, ούτε έν τή δημώδει νά μεταφράσθή καλλίτερα. Ή ώραία έκφρασις έξήλθεν έκ τών σπλάγχνων τού ποιητού, είνε κραυγή σπαραγμού. Άν ήδύνατο νά έκφρασθή διά τού αυτού τρόπου ό μεταφραστής θά ήτο Δάντης.

20.... Διότι καί τά τέκνα ώς αύτός ήσαν ώχρά, ίσχνά καί έμφοβα.

21.... Ή τρυφερότης τών ίδεών τούτων είνε ύπερτέρτα πάσης φανταστικής δυνάμεως καί παντός έπαίνου. Ίταλός τις σχολιαστής τού Δάντου λέγει ότι άν ή Ιταλική ποίησις ήθελεν έχει μόνον τό τρίστιχον τούτο θά ήξιούτο τού θαυμασμού άπάντων τών έθνών. Ότι τό τρυφερόν καί παθητικόν έν τή στροφή ταύτη είνε μέγιστον, ουδείς δύναται ν' αντείπη. Άλλά καί τίς δέν θά όμολογήση ότι καί ή έν τών τέλει αυτής έκφραζομένη ίδέα είνε φυσικώς άδύνατον νά συλληφθή καί έκφρασθή ύπό μικρών παιδίων όσον καί άν ύποτεθώσι ταύτα άνεπτυγμένα ;

22.... Σκηνή άνεκφράστου φρίκης. Πατήρ μετά τεσσάρων ύιών του έν τώ βάθει πύργου, έχοντες πρό όφθαλμών τόν θάνατον, καθό βέβαιοι ότι θ' άποθάνωσι τής πείνης, καί πάντες προσβλέποντες άλλήλους μετά βωβής σπαρακτικής όδύνης, ήτις έν τέλει έκρήγνυται είς τήν φοβέραν πρός τήν γήν άποστροφήν. 

23.... Ήτοι, διατί έν τή έσχάτη μου άγωνία δέν μέ άνακουφίζεις τουλάχιστον δια τινών παραμυθητικών λόγων σου ; Ή προσθήκη τής τελευταίας λέξεως τό τέκνον, ήν ύπηγόρευσεν έν τή μεταφράσει ή άνάγκη, τής στιχουργίας βεβαίως έλαττόνει τήν δύναμιν τής έκφράσεως τού πρωτοτύπου, άλλά δυστυχώς ούκ ήν άλλως γενέσθαι.

24.... Διότι έλλείψει τροφής είχε θολωθεή ή όρασίς του.

25.... Ήτοι ή πείνα έπραξεν ό,τι δέν ηδυνήθη ή όδύνη. Καί ούτω δικαιολογεί πώς ήδυνήθη νά καλή τά τέκνα του δύο ήμέρας μετά τόν θάνατόν του. Άλλως ήτο καί πολύ φυσικόν νά μή άνθέξη πέραν τής όγδόης ήμέρας άνευ τροφής καί ποτού. Ότι διά τής έκφράσεως ταύτης ό Δάντης ήθέλησε νά ύποδηλώση ότι ό Ούγολίνος έδηξε καί έφαγε τάς σάρκας τών τέκνων του, ώς τις τών σχολιαστών τού Δάντου έζήτησε νά ύποστηρίξη, φαίνεται έντελώς άλλόκοτον καί άνόητον. Διότι όχι μόνον είνε όλως άπίθανον ότι άνθρωπος έξαντληθείς έξ όκταημέρου πείνης καί μόλις άναπνέων θά ηδύνατο νά φάγη ώμόν κρέας, άλλά καί διότι τοιαύτη τις ιδέα θά κατέστρεφεν άπαν τό ένδιαφέρον καί τόν οίκτον, όν διήγειρεν ό ποιητής ύπέρ τού δυστυχούς πατρός. Έκτός τούτου θά κατεδεικνύετο ό κόμης εύτελέστατος καί άσθενέστατος τόν χαρακτήρα όλως άλλοίος εκείνου, όν ήθέλησε νά παραστήση αυτόν ό Δάντης.

26.... Τρομερά έκρηξις εύγενούς όργής κατ' αίσχράς κυβερνήσεως ύπό τήν όποίαν δύνανται νά διαπράττωνται τοσόυτον άποτρόπαια κακουργήματα ! Καί όμως έκράτει έν Πίση ή τών Γιβελλίνων  φατρία, είς ήν άνήκεν ό Δάντης. Ούδέν τούτο έσήμαινέν. Ό Δάντης ήτο έχθρός τής άδικίας καί αταξίας. Όπουδήποτε έβλεπεν αυτήν άνηλεώς τήν έμαστίγου.

27.... Ό Δάντης έν τώ συγγραμματίω του ή Νέα Ζωή καλεί γλώσσαν τού oc τήν τής μεσημβρινής Γαλλίας και γλώσσαν του si τήν Ίταλικήν. Έπομένως διά τής ώραίας χώρας έννοεί τήν Ιταλίαν. Ούχ ήττον άλλοι έννούν μόνον τήν Τοσκάνην, όπου τό si ήχεί ήδύτατον καί η διάλεκτος είνε καθαρωτέρα τών άλλων Ίταλικών τόπων. 

28.... Ήτοι οί κάτοικοι τής Λούκας, τής Φλωρεντίας καί Σιένης.

29.... Δύο μικραί νήσοι κείμεναι παρά τό στόμιον τού Άρνου.

30.... Ήτοι μετατοπιθείσαι άς καταλάβωσι το στόμιον τού Άρνου καί έπομένως ούτος, ευ΄ρων κεκλεισμένον τό στόμιον, ας όπισθοδρομήση πρός τήν Πίσαν καί άς καταπνίξη πάντα αύτής κάτοικον.

31.... Άρα ή προδοσία του δέν ήτο βεβαία καί άποδεδειγμένη.

32.... Καλέι τήν Πίσαν Νέας Θήμας, διότι αί Βοιωτικαί Θήβαι έχαιρον κακίστην φήμην ένεκα τών διαπραχθέντων έν τή πόλει ταύτη παντοίων κακουργημάτων. 
__________________________________________________________________________________


  ΕΛEΓΧΟΣ   

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

'Έκ τού ύπνου σου έγείρου




Πρός τούς Ήπειρώτας. 1



Έγέρθητε, Τουρκομάχοι τού Σκερντέμπεη υίοί,

Έλληνόπαιδες τού Πίνδου, έγέρθητε, έγέρθητε !

Έως πότε ή άθλία καί κτηνώδης σας ζωή,

Έως πότε τάς άλύσεις τής αίσχύνης θά φορήτε ;



Γίγαντες έπί όρέων όρη άλλοτ’ έπιθέντες

Καί πρωτάκουστ’ είς τήν τόλμην, τήν άνδρίαν καί όρμήν,

                          Γίγαντες κεραυνωθέντες,

Άλλ’ άκέραυνον τηρούντες τήν καρδίαν καί πυγμήν,



Δέν άκούετε ; ό κόσμος όλος σήμερον κινείται,

Έδώ σάλπιγγες βοώσι, δόξης τύμπανα έκεί.

Μόνοι σείς έν μέσω τόσης ταραχής άναισθητείτε ;

Τόσος θόρυβος τον ύπνον ν’ αποσείση δεν άρκεί ;

Ώς Ήφαίστιον πρίν έτι έκραγή κ’ έξακοντίση

Τούς φρικτούς του μύδρους, ούτω πάλλει, σείεται ή γή.

Ύλ’ έμπρηστικαί έντός της, τά σκληρά άνάπτουν μίση,

‘Απερ μόνη φεύ ! Είσέτι διαλύει ή σφαγή.

Μάτην μέ τού Ναζωραίου τό ύπόμνημα είς χείρας

Ή έλευθερία τρέχει καί φωνάζει καί μοχθεί,

Πανταχού κλειστά εύρίσκει ή ταλαίπωρος τάς θύρας,

Κ’ είς τά όπλα καταφεύγει ίνα τέλος άκουσθή.



Μέ τά όπλα άνακλάται ή τιμή κ’ έλευθερία,

Δυστυχής όστις τρομάζει τών μαχών τόν κεραυνόν,

Έν τή άγενεί ώς ύδωρ νεκρόν σήπτεται δουλεία

Καί έξαλείφετ’ έκ τής βίβλου τών λαών τών ζωντανών.



Άλλά όχι, δέν γνωρίζουν φόβον τέκν’ άνδρών άνδρείων,

Είς τάς φλέβας τών οποίων ρέει αίμα ύψηλόν.

Διατί όμως δέν ζώσι τών πατέρων των τόν βίον,

Διατί αύχένα κύπτουν είς τόν τύραννον δειλόν ;



Φέρετέ μου μίαν μόνην τούς άρματωλούς στιγμήν,

Φέρετέ μου τήν μεγάλην γενεάν τών ήμιθέων.

Ώ τούς βλέπω βλέπω έκ τών βράχων μέ ίέρακος όρμήν

Φοβεροί νά καταβαίνουν ώσάν χείμαρροι όρέων.



Ή λευκή των φουστανέλα μεγαλοπρεπώς κυμαίνει,

Είς τ’ άκύρτωτά των παίζουν αί πλεξίδες των πλευρά,

Ή καμπυλωτή των σπάθη μέχρι πτέρνης καταβαίνει,

                                                        Ώς κομήτης φοβερά.

Ό πασάς καί ό Βεζύρης έτρεμον είς τ’ όνομά των

                                       Ώς είς άκουσμα λεόντων.

Δέν έγνώριζον νά κάμπτουν αγενώς τά γόνατά των,

Κ’ είχον δόξαν των κ’ έλπίδα τό βαρύ τυφέκιόν των.

Ήσαν κεραυνοί είς νύκτα καταπληκτικής δουλείας

Διακόπτοντες τό σκότος μ’ άστραπάς περιλαμπείς,

                                             Φάροι τής έλευθερίας,

Είς ναυάγιον φρικώδες μόνη ναυαγών έλπίς.



Άλλά σήμερον παχέα έπυκνώθησαν τά σκότη.

Ούδεμί’ άκτίς άστράπτει, ούδείς κρότος άντηχεί,

                                 Τό πάν σήμερον ύπνώττει,

Καί νομίζεις ότι λείπει έκ τού γένους ή ψυχή.



Λοιπόν έμπροσθεν τού αίσχους, έμπροσθεν τής άτιμίας

Ή Έλληνική νά κλίνη δειλώς πρέπει κεφαλή ;

Τών ίδρώτων σας νά τρώγη τούς καρπούς μετ’ άπληστίας

                                    Μία βάρβαρος φυλή ;



Σείς νά δίδετε τό γάλα, σείς τό κρέας καί μαλλίον

Είς τόν όκνηρόν αύθέντην, πρόβατα έλεεινά ;

Πού λοιπόν τού Ήπειρώτου ό άνίκητος βραχίων ;

Έξαντλήθη ή πατρίς του πλέον άνδρας νά γεννά ;



Άφωνοι αί ράχες μένουν τών Άλβανικών όρέων,

Άν φωνή τίς άντηχήση δέν είναι μαχών φωνή.

Είς τά πυκνωμένα δάση δέν διημερεύουν πλέον

                                  Κλεπτών στίφη ευγενή.



Είς τήν μέσην δέν άστράπτει τό όλάργυρον πιστόλι,

                                       Τό σελάχι τό χρυσούν,

Δέν συρίζει είς τά ώτα τό άκάματον των βόλι,

Χαλινόν αίματωμένον είς τά στόματα μασσούν.



Ποίος ύπνος, ποία νάρκη καί μεταβολή όποία !

Άν δέ είξευρον τού Πύρρου ότι είσθ’ οί άετοί

Δεν θά έμαρτύρει, όχι, μία φυσιογνωμία

Λαός ποίος τής Ηπείρου σήμερον τήν γήν πατεί. 2



Ώ ! άς ήδυνάμην ήδη τήν φωνήν μου είς βαρύν

                                  Κεραυνόν νά μεταβάλω,

Κ’ έξυπνών έκ τού ληθάργου τήν άνδρίαν σας τήν πρίν,

Νέας νίκας, νέα άθλα, νέα τρόπαια νά ψάλω.



Έδώ λέγουν, έδοξάσθη ό Έλληνικός βραχίων,

Καί εδώ έταπεινώθη ή βαρβαρική όφρύς.

Σείς λοιπόν, ώ δούλοι, είσθε οί υιοί τών μεγαλείων ;

Δούλοι άφωνοι. Σάς είδε τροπαιούχους ή πατρίς ;



Άπ’ έδώ άπό τών βράχων όθεν ό Φλεγέθων ρέει

Καί τά ρεύματά του σύρει ό βραγχώδης Κωκυτός,

Ώ ! ποσάκις δέν έφάνη ό γενναίος νά παλαίη

                                              Τού Σουλίου άετός ;



Μέ παλάμην όπλοφόρον είς πυρίτιδος καπνούς

Ή Σουλιώτισα παρθένος έκ τών μαύρων της όρέων

Ώς μετέωρον ποσάκις δεν έπέλαμψεν ώραίον

Τόν Άλήν καταπτούσα μέ θανάτου κεραυνούς ; 3



Πάσα δρύς δέν ήτο κλέπτου φιλεύθερος σημαία ;

Πάσα φωλεά θηρίου, φωλεά άρματωλού ;

Τότ’ έσφρίγα, τότε έζη ήλικία γραία, νέα,

Άλλού σπείρουσα τόν τρόμον καί τον θάνατον άλλού.



Πάσα, ράχις, πάσα πέτρα, τά υψώματα, τά όρη

Τής άνδρίας σας δέν κείνται Μαυσωλεία ύψηλά ;

Πώς ; άπέμαθεν ή χείρ σας τόσον εύκολα τό δόρυ,

Καί ή όψις σας έν μέσω τών κινδύνων νά γελά ;



Πέραν βλέπω τού Ζαλόγκου τόν απότομον κρημνόν,

Ώς πελώριος ύψούται πρός τον ούρανόν βραχίων.

Βράχος ύψηλός τό δάκρυ καί την έκπληξιν κινών,

Έκεί κείται άνευ τάφου τής τιμής τό μεγαλείον. 4



Ώς αύτός έκεί μεγάλαι περίπταντ’ άναμνήσεις.

                                      Θαύματα τής ιστορίας.

Όχι, άθλα Ήρακλέους πώς θ’ άκούσης μή νομίσης.

Ώχριού αύτοί οί μύθοι πρό τοιαύτης τραγωδίας.



Άκουσον, Εύρώπη όλη, ό,τι είς τά χρονικά σου

                                               Άνεζήτησας ματαίως,

Άκουσον καταρακωμένη τήν σκληρήν νωθρότητά σου.

Δούλε, άκουσον όποίον τών πατέρων σου τό κλέος.



Είς μεγαλουργών άνθρώπων έργα ένδοξα ή λήθη

Τήν σιωπηλήν σκιάν της νά έκτείνη δέ τολμά,

Άν δ’ ή μνήμη των πύρ δόξης δέν άνάπτ’ είς δούλον στήθη

Καί νά ζή ζωήν Παρίου λαός μέγας προτιμά,



Άλλ’ έφίπταται έφ’όλης τής Έλλάδος καί στολίζει

Τό ώραίον μέτωπόν της ώς άδάμας τηλαυγής,

                                    Καί τόν δρόμον της φωτίζει

Έν τώ μέσω τής σκοτίας, έν τώ μέσω τής σιγής.



Όλη έλαμψε μεγάλη νικωμένη ή νικώσα.

Τήν έκήρυττον τά χείλη τών έθνών τής γής νεκράν

Κ’ έτρεμον τά σάβανά της μήπως αίφνης άποσπώσα

Είς τήν γήν δευτέραν πάλιν παρουσιασθή φοράν.



Άλλά σήμερον τόν τρόμον διεδέχθη γέλως είρων,

  Ό Γκιαβούρ δέν έχει τόλμην, δέν φωνάζει, δέν λαλεί.

Λησμονεί τό μέγα βάρος τών άτίμων του σιδήρων,

Είς έλάφους τών λεόντων μετεβλήθη ή φυλή.



Διατί έξαίφνης τόσον ή άλλοίωσις μεγάλη ;

Τήν καρδίαν του ο λέων κ’ είς τά σίδηρα τηρεί.

  Ό κλωβός τόν καταβάλλλει, αλλά δέν τον μεταβάλλει,

Σκληρά δάκνει, άν νά θραύση τά δεσμά δέν είμπορή.



Άν ή φρίκη τού θανάτου, ή ιδέα τών κινδύνων

                             Την νωθρότητα άν έμπνέη

Τί λοιπόν, προτιμοτέρα ή ζωή κλαυθμών καί θρήνων,

Ή ζωή μακρού θανάτου, αί άλύσεις καί τά δέη ;



Κ’ αί μητέρες σας δέν είχον τρυφεράς ώς σείς καρδίαν ;

Δέν ήσθάνοντο άγάπην, δέν ήσθάνοντο στοργήν ;

Όλα είχον, αλλ’ άκόμη είχον έν, φιλοτιμίαν,

Κ’ έπροτίμησαν τού τάφου ή τού αίσχους τήν σιγήν.



Ένώ μάχονται οι άνδρες λέοντες κατά λεόντων,

Ένώ κάτω τόν αγώνα τών Τιτάνων πολεμούν,

Καί ή γή νομίζεις τρέπει είς τό βήμα τών ποδών,

Καί ώς θύελλα χειμώνος έκ τών βράχων έξορμούν,



Καί κραυγαί φρικταί καί όπλων φοβεροί ήχούσι κρότοι

Καί θανάτου σέλας λάμπει ό όξύστομος χαλκός,

Καί η τόλμη όρμά πρώτη κ’ ή άνδρία πίπτει πρώτη,

Κ’ έμμανέστερος προβαίνει ό άγών ό φονικός.



Άλλά φεύ ! τό ξίφος μάτην μέ νεκρούς τούς βράχους στρόνει,

Καί τού Μπότζαρ’ ή παλάμη φοβερά θαυματουργεί,

Είς τά κύματα τού πόντου όταν λαίλαψ τ’ άνορθόνη

Τίς ίσχύει νά παλαίση χωρίς τέλος νά πνιγή ;



Έλαφοι άπεγνωσμέναι, έλαφοι τούς πόδας μόνο,

                                         Άλλά όχι τήν καρδίαν,

Ότε πλέον έγγύς είδον τάς βασάνους καί τον φόνον

Καί εγγύς των μαινομένην έρπουσαν τήν άτιμίαν,



Έτρεξαν, όπου ή δόξα μέ στεφάνους άθανάτους

Έπερίμενε τάς νύμφας τών άνδρείων Σουλιωτών,

Έτρεξαν, έξήντα όλαι, μέ ταχύτητ’ αετών

Είς τάς άποτομωτέρας φάραγγας καί δυσπροβάτους.



Είδον δύοντα είς νέφη τόν άστέρα τών ωραίων

                                     Τών ένδόξων ημερών,

Καί ώς λύχνος όστις σβύνων φώς στιγμήν λαμβάνει νέον,

Άλλά είναι τελευταίον ψυχορράγημα νεκρών,



Είς τάς τελευταίας ώρας τού έκπέοντος Σουλίου

Έδειξαν πατρίδος έρως καί τιμή τί είμπορεί.

Καί κατέπληξαν τόν κόσμον διά δράματος έξίου

Έν τή βίβλω τών αιώνων θέσιν πρώτην νά τηρή.



Όλαι νέαι, καλαί όλαι, Καρυάτιδες, όποίας,

Νά γεννά γνωρίζει μόνον ή πατρίς τών Άλβανών, 5

Είπον, δι’ ήμάς άλύσεις έτοιμάζουσι βαρείας,

Προτιμήσωμεν γενναίως τού θανάτου τόν κρημνόν.

Κ’ έμειδίασαν τά χείλη είς τής φρίκης τήν ιδέαν,

Καί ήκούσθη μία μόνη άντηχήσασα φωνή

Θάνατος ! Καί τήν φωνήν των ήκουσαν τήν φρικαλέαν

Θάνατος ! άντιβοώντες οί απότομοι κρημνοί.



Έφερον είς τάς άγκάλας τών έρώτων των τά δώρα,

                                    Τούς καρπούς τού ύμεναίου.

Πλήν στοργή φλογερωτέρα τής στοργής πρός τέκνον τώρα

Έντός άναπτε τού στήθους τού μεγάλου καί γενναίου.



Άναπτεν έκεί ό πόθος τού μαρτυρικού θανάτους

                                 Μέγας, καταπληκτικός.

Πλήν δέ ήσαν, όχι, μαύρα ώς συνήθως τά πτερά του,

Μαύρα είνε είς τήν όψιν άδυνάτου γυναικός.



Τών τυράννων ή ιδέα, ή ιδέα τής δουλείας

Οίστρηλάτησαν τήν κόρην τών άνδρείων Άλβανών,

Κ’ έκ τών κόλπων της άγρίως ώς μαινάς άνευ καρδίας

Έξηκόντιζε τό βρέφος είς τόν άγριον κρημνό,



Κ’ έκραζε “τυράννων δούλοι καί άνδράποδα γελοία

                            Παρ’ έμού δέν θά τραφώσιν.

Ύπαγε όπου νά σ’ εύρη δέν τολμά ή τυραννία,

Πρόβατον τί θέλεις όπου λύκοι αίματα διψώσιν ;



Άνθρωπος χωρίς πατρίδα κάλλιον άς άποθάνη,

Δέν θά καταντήση γέλως καί περίπαιγμα τινός.

Έκεί άνω τόν προσμένει άνοικτός ό Ουρανός,

Έκεί έντιμον πατρίδα καί άδούλωτον λαμβάνει.


Έρριψαν τά βρέφη όλα καί η μνήμη των έκλείσθη

                                          Όπισθεν σκληρών θανάτων,

Καί χορός, χορός θανάτου είς τον βράχον κατηρτίσθη,

Καί τό βάραθρον άντηχεί είς τόν φθόγγον τών άσμάτων.



Όχι γάμος δέν τελείται, δέν τελείται εορτή,

Είς πανήγυριν δέν πάλλουν τά έξωγκωμένα στήθη,

Άσματα, χορούς και γάμους ή ψυχή των ένθυμήθη,

Έπειδή μετά τού Άδου τόν ύμέναιον ζητεί.



Ίδού στρέφεται ή νύφη μέ τήν κόμην άπλωμένην

Είς τά εύστροφα πλευρά,

Είς τά βλέμματά της λάμπει ένθεος παραφορά,

Είς τό μέτωπόν της βλέπεις τήν άπόφασιν γραμμένην.



Στρέφεται ! Όποίον βήμα, ποία κίνησις ώραία !

Τόν χορόν αυτόν δέν είδε κανείς άλλοτε καιρός,

Έπινόησις τής τόλμης τών Έλλήνων τελευταία,

                                        Είνε μάρτυρος χορός.



Έκεί έλεγες άγγέλων τάγμ’ άθάνατον ώρχείτο

Τήν αίθέριον άψίδα πρός στιγμήν κατελιπόν,

Ή μυστήριον τι μέγα έκεί ότι έτελείτο

Είς τήν κοίτην τών όρνέων, είς τήν κοίτην τών γυπών.



Τόν χορόν ώραία σύρουν αί ώραίαι είς τον βράχον,

Κυματίζει τό μανδήλι είς τής αύρας τήν πνοήν,

Ένώ πέραν τό φρικώδες καρυοφίλι τών προμάχων

Μέ ώδήν πληροί θανάτου τών νυμφών τήν άκοήν.



Άρπα φοβερά έκείθεν μελωδίας άποστέλλει,

Καί κρατεί, κρατεί τό βήμα τών ποδών κανονικόν.

                                     Ώ τοιαύτα θέλω μέλη

Νά άκούσω άποθνήσκων είς βουνόν Έλληνικόν.



Είς στροφήν έκάστην μία αίφνης μάρτυς άπεσπάτο

                                         Τού χορού ή οδηγός,

Άναμμένη έκ τού κόπου άνεσιν έζήτει κάτω,

Άνεσιν όπου δέν φθάνει ό άπάνθρωπος ό ζυγός.



Άπεσπάτο ένώ έτι έψιθύριζον τά χείλη

Τού χορού τάς μελωδίας,

Περιφέρουσα άκόμη ύψωμένον τό μανδήλι,

Ώς σημαίαν τελευταίας είς τήν γήν έλευθερίας.



Άπεσπάτο καί τήν πτώσιν βαρύς δούπος έμαρτύρει

                                     Άντηχών τρομακτικά,

Ό χορός πλήν ήκολούθει μ’ ένθουσιασμόν φρενήρη,

Φόβος, όχι, τάς μεγάλας άποφάσεις δέν νικά.



Όλαι έπεσαν, ό φόβος δέν ήλλοίωσε καμμίαν,

Είς τήν όψιν των έγέλα θριαμβευτική χαρά.

Άφινον κατησχυμένην όπισθεν τήν τυραννίαν

Κ’ είς τον ούρανόν έπέτων μέ αόρατα πτερά.



Όλαι έπεσαν, τά βρέφη είς ψυχρά συνθλίβουν στήθη

                                             Πτώματα έπί πτωμάτων,

Καί τόν ύπνον τού θανάτου πάσα μήτηρ έκοιμήθη,

Ύπνον ένδοξον πλησίον τού καρπού τών αισθημάτων.



Ποίον φρόνημα ! Όποία πατριωτική καρδία !

Ποίος ζήλος τής θρησκείας, τής τιμής, τής αρετής,

Λαμαρτίνε, ίδού άθλα, ίδού, φίλε, ίστορία,

Τήν όποίαν ένθυμείσο ότε ήσο ποιητής. 6



Ένθυμείσο πρίν τό δώρον τό άνόσιον μολύνει,

Τήν γενναίαν σου παλάμην τού Άρόλδου ποιητά,

Καί τού οίστρου σου τό ρεύμα άλλο πνεύμα διευθύνη

Καί τό ούς σου κλείση ήχος όστις τόσον άπατά.



Άλλ’ ίδού ή τιμωρία νά ένσκήψη δέν βραδύνει,

Μέτ’ όργής σ’ έγκαταλείπει ή θεά ή εύγενής,

Καί ή λύρα σου τάς πρώτας άρμονίας τής δέν χύνει,

Ζητείς μάτην ό άρχαίος Λαμαρτίνος νά φανής.



Ούδ’ ήρκέσθη είς τοιαύτην σκληράν μόνον τιμωρίαν

Ό Θεός, τό κέντρον πλήττει αίσθημάτων τρυφερών,

Καί νεκράν έμπρός σου βλέπεις, δυστυχή, τήν Ίουλίαν

Μόνον τέκνον σου, τόν μόνον άληθή σου θησαυρόν…



Πολλά έφαγεν ό Άδης τότε σώματα άθώα,

Όρνεα πολλά είς σάρκας έτερψαν τόν λάρυγγά των,

                            Κ’ έκ τών φρικωδών κρωγμάτων

Ή σκηνή τού μαρτυρίου πολύν χρόνον άντεβόα.



Τάς τοιαύτας αί γυναίκες έπραττον άνδραγαθίας,

Τών όποίων είς τά όπλα δέν άντέχει ή όσφύς,

Αί γυναίκες έπροτίμων τής βαρβαρικής δουλείας

                                   Βάραθρον καταστροφής.



Ναί, ή Δέσπω έν τώ μέσω θυγατέρων και έγγόνων

Μετ’ αύτών κατά τού δούλου βίου της συνωμοτεί,

Κ’ ήρωΐς έν μέσω άλλων ήρωΐδων Άμαζόνων

Όλοκαύτωμα ν’ άνέλθη είς τόν Ούρανόν ζητεί.



Ή βροντή άδιακόπως άντηχεί τών τυφεκίων.

Μή χαράν άγγέλλουν γάμου τά τουφέκια τά πολλά ;

Όχ’ οί κρότοι των δέν είνε γάμου σήμερον σημείον,

Αί Σουλιώτισσ’ έκ τού πύργου πολεμούν τού Δημουλά. 7



Φοβερόν τήν Δέσπω ρεύμα έχθρών ζώνει, δέν πτοείται,

‘Ρίψε Γεώργαινα τά όπλα έάν θέλης νά σωθής,

Κόραι άφρονες, τό κάλλος, τήν ζωήν σας λυπηθήτε,

Είναι εύσπλαγχνος είς δούλας ό Πασάς μας εύπειθείς.



Είς τό γένος μας τά όπλα ζωντανοί δέν παραδίδουν,

Τήν ζωήν νομίζουν βάρος όταν λείπη ή τιμή,

                                  Καί τό αίσχος των πρίν ίδουν,

Είς το μνήμα νεκροσβύνουν τού Σουλιώτ’ οί όφθαλμοί.



Είπε καί κενούσα τ’ όπλον είς τά στήθη τών δημίων

Τήν φρικώδη έτοιμάζει, τήν μοναδικήν πυράν,

Φοβερόν δαυλόν άρπάζει είς παλάμην φοβεράν

Καί πρίν ή απολακτίση τόν έπίγειον της βίον



Είς τά χείλη τάς συντρόφους κατεφίλησε παρθένους,

Κ’ έκτελούσα μετ’ έκείνων τό σημείον τού σταυρού,

Θάρρος, κόραι μου, φωνάζει κ’ έντός νέφους προρφυρού

Μετ’ αύτών ύψούται μάρτυς τού τυραννουμένου γένους.



Ή πυρκαϊά έκείνη ήτο κολυμβήθρα όπου

Άπεπλύθη ή αίσχύνη τού έλληνικού λαού,

Κ’ έλαβε τό πρώην κτήνος τάς αίσθήσεις τού άνθρώπου,

                                 Τήν εικόνα τού θεού.



Όπου σήμερον πατείτε, δούλοι, πόδα άδρανή

                                             Τόσων άθλων άθανάτων

Ή άθάνατος ύπήρξε καί περιφανής σκηνή

Καί έν αίσθημα έντός σας δέν αίσθάνεσθε φρυάττον;



Είς τά στέρνα σας δέν πάλλει ούτε γυναικός καρδία ;

Δέν σάς έθρεψαν με γάλα αί μητέραι σας άγνόν ;

Τής πατρίδος σας δέν είνε ή μεγάλη ίστορία

Μάθημα ν’ άναπτερώση τάς ψυχάς σας ίκανόν ;



Φύγετε, σας καταρώμαι, φύγετε, σάς άπαρνούμαι,

Σπέρματα δειλά γενναίας και πολεμικής φυλής,

Έρπετε πρό τών τυράννων, δούλοι έρπετ’ εύτελείς,

Έάν Έλληνες κληθήτε, έγώ Έλλην δέν καλούμαι.



Πού τά όπλα, πού τά όπλα ; μόνος μου θα πολεμήσω.

Τής Έλευθερίας θύμα θέλω μόνος μου να πέσω.

Μή ταράττεσθε, κανένα σύντροφον δέν θά καλέσω

                                      Ή σφαγώ ή μαρτυρήσω.



Μόνος μου ν’ άνάψω θέλω, μέ τό αίμα μου νά θρέψω

Έκδικητού πολέμου εύγενή πυρκαϊάν.

Προμηθεύς τό πύρ τής δόξης έκ τού Ουρανού νά κλέψω

Καί είς μίαν νά έμβάλω δειλιώσαν γενεάν.



Άλλά μή τ’ άπολεμόν σας ύποκρύπτει άντερί

Ύπό γυναικός έσθήτα Ήρακλήν λεοντοκτόνον ;

Ναί, ό Ήρακλής έσθήτα ταπεινωτικήν φορεί

Καί έκδύεται, τήν χείρα είς τό ρόπαλον άπλόνων.



Ίδού άλκιμος ώς λέων τάς άλύσεις του συντρίψας,

Φοβερός ώς ό Άνταίος άνυψοί τήν κεφαλήν.

Έρχεται, έμπνέει τρόμον, έρχεται, μακράν του ρίψας

Τής Όμφάλης τάς άτράκτους καί τήν άνανδρον στολήν.



Τύραννοι άγανακτείτε ; ό καιρός έγγίζει πάλιν,

Ότ’ έκ νέου τόν άγώνα θ’ άναλάβη ή πατρίς,

Άποβάλλουσα τού ύπνου τήν άνοίκειαν άγκάλην,

Άνεγείρουσ’ άτρομήτως τάς βορείας της όφρύς.



Άν τό μέτωπον είς ώραν φοβεράς θυέλλης κλίνη,

Άν τά γόνατα της κάμπτη προ χειμάρρων φοβερών,

Άν ποτήρια αίσχύνης είς στιγμήν ολέθρου πίνη,

Άλλ’ έντός τηρεί τήν φλόγα τών μεγάλων ήμερών,



Καί στιγμήν, στιγμήν προσμένει τήν σημαίαν νά ύψώση,

Νά καλέση είς τά όπλα τούς άνδρείους της υίούς,

Τόν αγώνα τών αρχαίων Πλαταιών ν’ άνανεώση,

Καί τάς δέλτους μ’ άθλα νέα νά κοσμήση τής Κλειούς.



Έρωτήσατε πού είνε οί Ρωμαίοι και οί Σλαύοι,

Πού οί Ούνοι, πού οί Γότθοι, πού οί Φράγκοι κ’ Ένετοί.

Λαίλαψ ήσαν καί παρήλθεν, άν τό γένος μας δ’ έβλάβη

Άβλαβείς κ’ οί διαβάται δέν διέβησαν αυτοί.


Έρωτήσατε πού είνε, άλλά σείς τής ίστορίας

Καταφρονηταί τήν βίαν, τάς βασάνους, τάς φθοράς

Έννοείτε, άλλ’ ή βία καταργείται διά βίας,

Άνταλλάσσονται πολλάκις συμφοραί μέ συμφοράς.



Ό άστήρ σας καί ό ψεύστης τής θρησκείας σας προφήτης

Συνωχρίασαν, τήν δύσιν έπλησίασαν πολύ,

Άλλ’ ό Έλλην άνατέλλει ώς περιφανής κομήτης

Όστις άφανής μεγάλας περιόδους έκτελεί.



Ώ τόν βλέπω είς τόν θρόνον τών μεγάλων του πατέρων

Ν’ άναβαίνη, καταπίπτουν οί πολύπλοκοι φραγμοί.

Είς τούς πόδας του τό τέρας τών φρικτών όργίων σπαίρον

Όσον έπιεν αιώνας όλους αίμα έξεμεί.



Κυανόλευκος σημαία είς τούς βράχους κυματίζει

Τής Ηπείρου, άσμα άκούω ευφροσύνης ν’ άντηχή.

Ή γλυκύτης του τήν χώραν τού Φιλίππου ηλεκτρίζει,

Κ’ ένθυμείται μετά θρήνων τόν καιρόν τόν ευτυχή.



Τρέχει, τρέχει, άναβαίνει ό σπινθήρ μέχρι τών θόλων

Τού Ναού, όπου τό δράμα έτελέσθη τό φρικτόν,

Ότε Έλλην Αύτοκράτωρ πολεμών ύπέρ τών όλων

Μάρτυς έπεσε τής φρίκης άπωθών τόν συρφετόν.



Μάτην ξένοι τήν μεγάλην άπειλούν κληρονομίαν,

Μάτην στρέφ’ ή Άρκτος, μάτην όφθαλμόν άρπακτικόν

Είς τό όνειρόν τού γένους, είς τήν χώραν τήν αγίαν,

Ήτις μ’ αίμα έζυμώθη εύγενές, Έλληνικόν.



Μεταξύ τών δύο πόντων, μεταξύ τών αντιζήλων

Άδελφών ύψούτ’ Ήπείρων ή σημαία τού Σταυρού,

Καί τήν δόξαν ένθυμίζει τής Ίσσού καί τών Άρβήλων,

Ήν έπλήρωσε τό γένος δι’ όλέθρου φοβερού.



Όχι όνειρον δέν είνε έξημμένης φαντασίας,

Έλπίς όχι δέν έμπαίζει τήν καρδίαν μου κενή,

Ή σημαία κυματίζει τής πατρίδος καί θρησκείας

                                        Ή λευκή καί κυανή.



Ή σημαία κυματίζει, άφετέ με να τρυφήσω

                                       Είς τήν θέαν της μικρόν.

Ήλθεν, ήλθεν ή ώραία έποχή νά τελευτήσω.

Είς τόν Πίνδον θάψετέ με, πατριώται μου νεκρόν.



Έκεί πέραν είς τήν Σπιάντσαν τής αρχαίας Θεσπρωτίας

Όπου έπεσεν ό ήρως πολεμών τού Βαλτετσίου,

Καί τού ψάλτου ήγωνίσθη ό πατήρ μετ’ εύτολμίας

Πρό τών βράχων τού Σουλίου,



Άλλ’ έκεί ή Μοίρα είπεν ό άγών νά ναυαγήση,

Κ’ ύπεχώρησαν οί μύδροι τής άνδρίας νικηταί,

Έκεί σήμερον τό τέκνον ποίος θέλει όδηγήσει

Όπου μ’ αίμα έφοινίχθη πατρικόν ή γή ποτέ ;



Ό άγών τής δόξης μόνον είς τόν άνανδρον βαρύς,

Τόν θνητόν άποθεόνει.

Ώ ώραίον τήν άσπίδα νά σοί δίδη ή πατρίς,

Καί τήν κόμην σού μέ δάφνας εύγενείς νά στεφανόνη.



Άλλά φεύ ! Βαρύς ό ύπνος είς τά βλέφαρα τών δούλων.

Ή φωνή μου δέν εύρίσκει φιλοτίμους άκοάς,

Καί τόν κράσπεδον είσέτι τής βαρβάρου ποδιάς

Μετά φιλημάτων θάλπει ό δειλός Γιαούρ ύπούλων.



Τί προσμένετε ; χείρ ποία τόν ζυγόν σας νά συντρίψη ;

Τίς νά έλθη τάς Άρπυίας νά διώξη Ήρακλής ;

Τά ψυχία τίς τού οίκτου καί έλπίδος νά σοί ρίψη

Ένώ σύ θρηνείς, δέν πλήττεις, φρικιάς, δέν όμιλείς ;



Δυστυχής όστις είς ξένην συνδρομήν, έλευθερίαν,

                             Άδρανής αυτός, έλπίζει.

Μόνος πρέπει νά μοχθήση, μέ τήν χείρα τήν ίδίαν

Πολεμώ νά τήν έκσπάση ίνα μάθη τί άξίζει.



Τόν σεπτόν βωμόν της μ’ αίμα, αίμα άφθονον νά ράνη,

Τήν θεότητα μ’ άπείρους έκατόμβας νά τιμήση.

                                                         Γενεά νά άποθάνη

Καί δευτέρα τών όνείρων τήν Σιών νά χαιρετίση.



Άς άκούση ή Ευρώπη ότι ζής, ότι τού Πύρρου

Ό υίός είς τήν κονίστραν τής τιμής άνθραγαθεί.

                               Έκ τού ύπνου σου έγείρου,

Καί όλόκληρον τό γένος μετά σού θά έγερθή. 8



Άς προβούν αί φάλαγγες σου μέ τόν ήχον τών τυμπάνων,

                                      Μέ τής σάλπιγγος τόν ήχον.

Άς σαλεύσ’ ύπό τό βήμα τών πολεμικών σας στίχων

Ή γή, βήμα άτρομήτων καταπληκτικών Τιτάνων.



Βάλετε ! Άς πέση κάτω ήσχυμένη ή τιάρα.

Είς το κήτος τής Άσίας φόνου τραύμ’ άς άνοίχθη.

Βάλετε ! Τής εκκλησίας καί τού γένους ή κατάρα

Είς έκείνον όστις τρέμων είς τάς τάξεις δέν ταχθή.
___________________________________
Π.Γ.Μ έν Ίωαννίνοις 1859





* Φωτό: Οι «Σουλιώτισσες». Πίνακας του Γάλλου ζωγράφου και χαράκτη Αρύ Σεφφέρ (1795-1858). Ο πίνακας βρίσκεται στο Λούβρο.

Σημειώσεις του ποιητού:

1. Τό ποίημα τούτο ήρχισα γράφων κατά το 1859 έν Ιωαννίνοις, όπου διέμεινα έπί τινας μήνας ώς Γραμματεύς τού έκεί Έλλην. Προξενείου. Τό άκόλουθον έτός διατρίψας όλίγας ήμέρας έν Άθήναις έδημοσίευσα αύτό έν ίδιατέρω φυλλαδίω άνωνύμως και άπέστειλα είς τινας έφημεριδογράφους. Τινές τούτων δέν ώκνησαν νά ποιήσωσιν εύφημον περί αύτού λόγον, ό δέ συντάκτης τής Έλπίδος, τής σπουδαιοτάτης τών τότε Έλλην. Έφημερίδων, θεωρήσας αύτό ώς τό έντελέστερον προϊόν τού νεωρέρου Έλλ. Παρνασσού ανεδημοσίευσεν όλόκληρον σχεδόν.

Κατά τόν αυτόν χρόνον ό τότε φίλος μου Δημ. Βερναρδάκης μέ συνεχάρη δι’ έπιστολής του είς τήν όποίαν άναφέρει ότι έν τώ ποιήματι τούτω άπαντώνται στροφαί άντάξιαι τής γραφίδος τού Λατίνου Σατυρικού Ίουβενάλη. Είπον ό τότε φίλος μου, διότι σήμερον, δυσαρεστηθείς ένεκα όλίγων στίχων τούς οποίους έγραψα περί τής Μερόπης του έν Κωνσταντινουπόλει, οίτινες δέν ήδύναντο νά θεωρηθώσιν παρά ώς ειλικρινής κρίσις, τήν οποίαν ένόμισα ότι τό αίσθημα τής φιλίας δέν ώφειλε νά μέ άποτρέψη νά έκφράσω, δυστυχώς δέν φαίνεται τοιούτος.

Φαίνεται ότι παρ’ ήμίν ή φιλία δέν νοστιμεύεται τήν είλικρίνειαν, άλλ’ έπί τών φιλολογικών έργων όποίον τό κέρδος τής υποκρισίας ; Άν κατορθώσωμεν ν’ άπατήσωμεν τούς συγχρόνους θά δυνηθώμεν νά παρατείνωμεν τό κράτος τής άπάτης μας καί έπί τών μεταγενέστερων ;

Άν ήμην περί τούτου βέβαιος καί έγίνωσκον ότι ή γνώμη μου κέκτηται τοσούτον κύρος άσμένως ήθελον πλέξει τόν θερμότερον έπαινον περί πάντων τών έργων τού άξιόλογου φίλου μου Δημ. Βερναρδάκη, καί έτέρων, οίτινες έπίσης είς τό στάδιον τών γραμμάτων δικαίως ή αδίκως διακρίνονται.

2. Είς τήν νεανικήν μου φαντασίαν δέν γνωρίζω διατί είχεν έμποιήσει χειρίστην έντύπωσιν ή όψις τών κατοίκων τής πόλεως τών Ιωαννίνων, ένθα έπερίμενον νά ίδω τούς άρειμάνιους έκείνους άνδρας, οίτινες έξελθόντες έκ τής σχολής τού Άλή Πασά, τοσούτον έχρησίμευσαν είς τόν μέγαν έθνικόν άγώνα του 1821. Είς τούτο συνέτεινεν ή προηγουμένη άνάγνωσίς τών περί Ήπείρου ίστοριών καί ίδίως ή τού Πουκεβίλ καί Περραιβού.

3. Είνε γνωστή ή ήττα τήν όποίαν ύπέστη ό Άλή Πασάς ύπό τών άκαταβλήτων όρεινών, ότε καί αύταί αί γυναίκες συνηγωνίσθησαν μετ’ αυτών τελεσφόρως.

4. Το μοναδικόν είς τά χρονικά τής άνθρωπότητος μεγαλούργημα τού Ζαλόγγου άναφέρεται ύπό πάντων σχεδόν τών γραψάντων τήν νεωτέραν ίστορίαν τής Ήπείρου. Έχρησίμευσε δέ ώς θαυμάσιον έπεισόδιον είς τό τελευταίον άσμα τού Άρόλδου, ποιήματός τού Λαμαρτίνου, είς τόν όποίον έξαίρει τήν Έλληνικήν άνδρίαν καί θρησκευτικήν άφοσίωσιν είς τήν έλευθερίαν, τήν όποίαν ό Έλλην ούδέποτε έπαυσε λατρεύων καί τά πάντα έπί τού ίερού αύτής βωμού θυσιάζων.

5. Βεβαίως πατρίς τών Άλβανών δέν είνε ή Ήπειρος, ήτις άνέκαθεν ύπήρξε γνησία Έλληνική χώρα. Άλλά μετά τήν έπικράτησιν τού Άλβανικού στοιχείου είς τόν παρά τόν Άώον ή Λώον κοινώς Βοϊούσα μέρη καί τήν έγκατάστασιν αύτού είς τινα διαμερίσματα τής παλαιάς Ήπείρου καί ίδίως μετά τόν έξισλαμισμόν τών έποίκων τούτων, ότε κατέστησαν παντοδύναμοι, καί τό έθνικόν αύτών όνομα άπεδόθη είς τήν άπασαν έν γένει τήν παλαιάν καί νέαν Ήπειρον ή Έλληνικήν Ίλλυρίαν. Εύτυχώς ή προσωνυμία αύτη ήρξατο έκλείπουσα έκ τής ίδίως Ήπείρου, όπου τό Έλληνικόν στοιχείον καί τοι ύποστάν τοσαύτας καταστροφάς καί καταθλίψεις άποτελεί τόν κύριον πληθυσμόν τής Επαρχίας.

Άπό τών σημερινών Έλληνικών μεθορίαν μέχρι τών προθύρων τής πόλεως Άργυροκάστρου καί παραλίως μέχρι τών τελευταίων χωρίων τής Χειμάρρας, άτινα είσίν Έλληνικά όνόματι καί πράγματι, καλούμενα Δρυμάδες καί Παλλιάσα ή Παλλάς καί άρκτικώς μέχρι τών όδιών τής Μακεδονάις, όπου τελευτά ή Έλληνικωτάτη έπαρχία Κονίτζης, ό Έλληνισμός είνε τό έπικρατούν στοιχείον. 

Είς τό μεταξύ Πρεβέζης καί Χειμάρρας παράλιον ύπάρχουσιν ίκανά χωρία Τουρκαλβανικά, άλλ’ ό πληθυσμός τούτων καί τών μεσογείως κειμένων δέν ύπερβαίνει τάς 4.000 οικογενείας. Ήτοι τάς 30 χιλιάδας ψυχών άπέναντι 360 χιλιάδων καθαρών σχεδόν Έλλήνων καί 40 χιλ. Μικτών Χριστιανών. 

Νομίζω ότι ούδ’ αύτή ή ελευθέρα Έλλάς έν τή αύτή άναλογία έχει γνήσιον Έλληνικόν πληθυσμόν, ώστε οί φιλονεικούντες τήν ύπεροχήν τού Έλληνικού στοιχείου έν Ήπειρώ άπατώνται άπάτην μεγάλην τήν όποίαν έν γνώσει διαστρέφουσι τήν άλήθειαν. Καθ’ όλην τήν μακράν κοιλάδα τού Άργυροκάστρου μέχρι τού δύο ώρας άπέχοντος τής Έλληνο-Αλβανικής ταύτης πόλεως χωρίου Δερβιτσάνι, ένός τών 42 τού τμήματος Δροπόλεως ή Δρυϊνουπόλεως, λαλείται ή Έλληνική ύπό πάντων άνεξαιρέτως τών κατοίκων, οίτινες κατ’ ούδένα διαφέρουσιν ώς καί οί γείτονες αύτών κάτοικοι τών 64 χωρίων τής Πωγωνιανής (ή Πωγώνι ίστορική περιοχή τής Ηπείρου), τών γνησίων Έλλήνων χωρικών τής έλευθέρας Έλλάδος. 
Έπομένως έκτός τής έν τώ έν Βερολίνω συνεδρίω άχθείσης νέας όροθετικής γραμμής πολύς είσέτι άπελείφθη Έλληνισμός, όστις δύναται τή άρωγή τού έλευθέρου, νά συντελέση είς τή διάδοσιν τών φώτων καί τής Έλληνικής γλώσσης καί εί τούς όμοθρήσκους αυτών Τουρκαλβανούς οίτινες μόνον διά τών Έλληνικών γραμμάτων δύνανται νά έλπίζωσι μεταβολήν τής άγρίας αύτών καταστάσεως.

Οί Σουλιώται ώς γνωστόν οί διά τοσούτων ήρωϊκών κατορθωμάτων έπί μακρόν διακριθέντα ήσαν καταγωγής Άλβανικής, άλλ’ ή καρδία αυτών ήτο γνήσια Έλληνική. Είθε οί γνήσιοι Έλληνες νά ένεφορούντο ύπό τών αύτών εύγενών καί άδόλων πατριωτικών αίσθημάτων, έκ τών οποίων ένεπνέοντο οί έπί ήμισυν περίπου αιώνα ύπέρ τής έλευθερίας καί τιμής μαχόμενοι όρεσίβιοι κάτοικοι τών χωρίων τού Σουλίου !


6. Ό διάσημος ούτος τής Γαλλίας ποιητής, όστις ού μόνον έν τώ προμνημονευθέντι ποιήματι του, όπερ άποπνέει άκρατον φιλελληνισμόν, όν δέν ήδύνατο νά μήν έχη ένθερμος δημοκράτης καί κατόπιν πρόεδρος τής Γαλλικής δημοκρατίας, πολλά ύπερ ήμών έγραψεν, άλλ’ ίδιαιτέρως καί έν τινι των θρησκευτικών του Άρμονιών έπικαλείται τόν Ύψιστον ύπέρ τής έπιτυχίας τού Έλληνικού άγώνος.

Έλθών είς Άνατολήν μετά τό τέλος τού ήρωϊκού τούτου άγώνος καί έπισκεφθείς τήν Κωνσταντινούπολιν έφιλοξενήθη ίδιαζόντως ύπό τής Όθωμ. Κυβερνήσεως καί ό τότε Σουλτάνος έννοήσας τήν εύκαμψίαν τού χαρακτήρος του καί τήν όλίγην ίσως τού ποιητού πεποίθησιν είς τάς άρχάς τάς όποίας έφαίνετο πρεσβεύων, έδωρήσατο αύτώ δύο μεγάλης άξίας κτήματα έν Μικρά Άσία. Τό δώρον τούτο ήδυνήθη νά μεταβάλη καθολοκληρίαν τάς συμπαθείας του καί νά τρέψη αύτας ύπέρ τού έθνους τών βαρβάρων καί δημίων, οίτινες αείποτε έπολεμήσαν τάς μεγάλας άρχάς τής ίσότητος καί έλευθερίας, τάς όποίας θεωρούσιν άντικειμένας είς τά θρησκευτικά αύτών δόγματα καί είς τήν έθνικήν αυτών ύπαρξιν. Ευτυχώς από τής έποχής έκείνης ούδέν ή Μούσά του παρήγαγεν άξιον λόγου έργον, παρά μόνον τό είς τόν θάνατον τού μονογενούς καί περικαλλεστάτης αύτού θυγατρός συγκινητικώτατον έλεγείον, όπερ έγραψεν έν Ίερουσαλήμ παρά τό σπήλαιον τής Άγωνίας, όπου ό Σωτήρ έπιστρέφων έκ τού όρους τών Έλαιών, όπου έιχεν άνάβη ίνα προσευχηθή, εύρε τούς μαθητάς αυτού κοιμωμένους.

7. Τήν έν τώ Πύργω τού Δημουλά έθελοθυσίαν τής Δέσπως μετά τών θυγατέρων καί έγγόνων της άπηθανάτισεν ώραίον δημοτικόν άσμα, έξ ού ήρύσθημεν στίχους τινας, άπεκδύσαντες αυτούς τού άφελούς αύτών περιβολαίου καί ένδύσαντες δι’ έτέρου συνάδοντος πρός τήν γλώσσαν τού όλου ποιήματος, άλλά πολύ ύπολειπομένου τού πρωτοτύπου δημοτικού.

8. Δυστυχώς ή τελευταία έν Ήπειροθεσσαλία έπανάστασις, ήτο πολλά καταστροφάς έπήνεγκεν, άπέδειξεν ότι ό πατριωτισμός παρ’ ήμίν είνε λάξις κενή καί ότι τά αίσθήματα τών πατέρων δέν διαφλέγουν τάς καρδίας τών τέκνων. Είθε τουλάχιστον ό,τι δέν έγένετο ένεκα τής ημετέρας άβελτηρίας νά πράξη ή Ευρώπη καί ίδίως ή τοσούτον θερμόν έπιδεικνύουσα ύπέρ ήμών ένδιαφέρον δημοκρατική Γαλλία.

Ουδείς δύναται ν’ άμφιβάλλη ότι τά έπιδικασθέντα ήμίν καί μείζονα τούτων θά ήδυνάμεθα νά κατέχωμεν άφ’ ής τουλάχιστον ήμέρας ήλώθη ή Πλεύνα άν οί ήμέτεροι Ήγέται μετήρχοντο τολμηροτέραν πολιτικήν. Ή τότε δειλία άναγκάζει ήμάς νά ίκετεύωμεν σήμερον εύτελώς τάς Δυνάμεις καί νά προσδοκώμεν έκ τού έλέους των, ανεχόμενοι τά πονηρά τεχνάσματα τής Πύλης, ήτις βεβαίως δέν ήδύνατο νά εύρη καταλληλότερον πρόσωπον τού Μουχτάρ Πασά ίνα παίξη τήν κωμωδίαν, ήτις πρός διαιώνισιν τού ζητήματος καί φενακισμόν τής Εύρώπης από τοσούτων ήδη μηνών παίζεται καί Κύριος οίδε, πόσον είσέτι θά έξακολουθήση παιζομένη. 
Λυπηρόν ότι καθ’ όν χρόνον συζητείται ζήτημα τόσω καίριον διά τόν Έλληνισμόν, τού όποίου βεβαίως τήν λύσιν δέν δύναται νά έπιθυμή τό γείτον Κράτος συμφώνως πρός τούς ήμετέρους πόθους, άποτελούσι μέρος τού Όθωμ. Ύπουργείου Έλληνες τήν καταγωγήν.

Εύχόμεθα άπό καρδίας νά δυνηθώσι, χωρίς νά προδώσωσι τά πρός τό έθνος ίερά αύτών καθήκοντα, άτινα είσί κατά πολύ ύπερτέρα Ύπουργικών Χαρτοδυλακείων καί μάλιστα Τουρκικών, νά έξέλθωσιν έντίμως καί συνοδευόμενοι ύπό τών εύχών τού Πανελληνίου τής δυσχερούς θέσεως είς τήν όποίαν περιέστησαν.

Ή ίκανότης, ό πατριωτισμός, καί ή μέχρι τούδε πολιτεία τού κ. Άλεξ. Καραθεοδωρή είνε άσφαλής περί τούτου έγγύησις, άν καί το ζήτημα του όποίου έπιδιώκεται ή λύσις είνε μεγάλης σημασίας καί δύναται ν’ άπαλλοτριώση τήν πρός τήν Όθωμανικήν Κυβέρνησιν φιλίαν τών Άλβανών, οίτινες ώς λαός ύπερήφανος καί φιλόδοξος ήθελε άπολέσει τό πρός τήν ίσχύν καί τό μεγαλείον αίσθημα τού σεβασμού, όπερ είνε ό κυριώτερος τών Άλβανών πρός τήν Πύλην σύνδεσμος. Άλλ’ άρνουμένη αύτη τήν έκτέλεσιν τού περί Έλλάδος άρθρου τής Βερολινείου συνθήκης δέν διατρέχει μείζονα κίνδυνον; Βεβαίως ή θέσις αυτής είνε λίαν δυσχερής, άλλ’ είς τούτο πταίει ή ίδία, ήτις ένόμισεν ότι έν ύπερμεσούντι δεκάτω έννάτω αιώνι θά ήδύνατο νά διατηρήση τήν κυριαρχίαν της έπί χρισταινικών λαών διά άνηκούστων καταθλίψεων καί καταστροφών. 
______________________________________________

* Έρευνα - Επιμέλεια - Ακολουθήθηκε η ορθρογραφία 
κατά το δυνατόν των πρωτοτύπων  - Ψηφιακή Αποτύπωση 
Κατερίνα Ραπακούλια Ματαράγκα

  ΕΛEΓΧΟΣ