Ποίος είς τού Πίνδου μ' έφερε τά όρη,
Όπου μέ άγρίαν τέρψιν έθεώρει
Ρέον τό άθώον αίμα ό Άλής ;
Όπου φρίκης έτι άνυψόνει θρώνον
Ή άθλία πόλις τών Ίωαννίνων,
Έδρα τού θηρίου τόσον προσφιλής ;
Άλαζόνα αίρει κεφαλήν ό Τμάρος, 2
Πλήν τήν καταισχύνην ν' άποσείση θάρρος
Τής όκνής δέν έχει λίμνης ό φρουρός.
Μοί δεικνύει πέριξ θαλερά τοπία,
Όπου αύρα πνέει έαρός γλυκεία,
Όπου άηδόνων κελαδεί χορός.
Πλήν δέν μοί δεικνύει πλήθος Τουρκομάχων.
Σιωπή είς πάντα βασιλεύει βράχον,
Όπου έπλανώντο οι άμαρτωλοί
Συμπλοκάς έντίμους δέν μοί διηγείται,
Ώς κεραυνωμένος γίγας άπνους κείται,
Ούδ' άπλή τώ μένει πλέον άπειλή.
Ποίοι χρόνοι αίσχους ! φόβον καί δειλίαν
Είς έκάστην βλέπω φυσιογνωμίαν,
Είς τάς όμιλίας, είς τούς στοχασμούς.
Μόλις έδώ, μόλις φαίνεται ό Έλλην,
Είς κτηνών έτραπή άπαθή άγέλην,
Δέν άκούει πλέον άνδρικούς παλμούς.
Είς τό δουλικόν του άντερί κρυμμένος,
Πρός πάν ό,τι μέγα καί γενναίον ξένος,
Ποδιάν τυράννων έντρομος φιλεί,
Είς τήν χείρα σπάθην εύγενή δέν δράττει,
Βίαν είς τήν βίαν πλέον δέν προτάττει,
Τήν προγονικήν του γλώσσαν δέν λαλεί.
Γή τών άθλων, τόποι τής μεγαλουργίας,
Πού Τούς άγερώχους κρύπτεις τολμητίας ;
Διατί καμμίαν σήμερον κλαγγήν
Δέν άκούω όπλων μαχητών έκδικών,
Άλλοτε τούς φαύλους Μπέϊδες ένίκων,
Άλλοτε τήν δούλην ένεψύχουν γήν.
Μ' έφερεν ή Μοίρα νά θρηνήσω μόνον,
Όπου τόσαι δόξαι εύκλέων προγόνων
Μέτωπ' άπογόνων στέφουσι δειλών ;
Μ' έφερε νά ίδω είς ένδόξους τόπους
Άνευ δόξης, άνευ αίματος άνθρώπους
Κτηνωδώς νά τρέφουν Μπέην τρυφηλόν ;
Γενεά μεγάλη άνορθώσου πλέον.
Αίσχος νά δουλεύης κράτος γηραλέον
Τρέμον είς τά χείλη ήδη τού κρημνού.
Είς δυνάμεις ξένας, όχι, μην έλπίζης,
Άν νά κύπτης δούλη όνειδος νομίζης
Όπλισον τήν χείρα κ' εύτολμος κινού.
Άλλά φεύ ! είς πράα έτρεψεν άρνία
Τούς μεγλόψυχους λέοντες ή βία,
Ή άπανθρωπία καί οί σπαραγμοί,
Πλήν ποτέ δέν είνε πρόβατον ό λέων,
Φρόνημα έγκρύπτει πάντοτε γενναίον,
Τήν ψυχήν του σείουν εύγενείς παλμιοί.
Κόνις τής Ήπείρου όλ' ή γή πυρφόρος,
Έτοιμος ν' άνάψη Αίτνα πάν της όρος,
Όχι δέν θ' άργήση χείμαρρον φλογών,
Μύδρων φρικαλέων χάλαζαν νά χύση,
Αίσχη νά έκπλύνη και να έκδικήση
Σιδηρών αίώνων θρήνων καί σφαγών.
Ίσως πυρεσσούσης όνειρα καρδίας,
Πρέπ' είς τούς ένδόξους τόπους τής δουλείας
Όνειδος νά βλέπω, αίσχος, έκπεσμόν.
Ώ Άθήναι, χώρα πολιτών γενναίων,
Ήτις είς τάς όψεις έντυποίς ώραίον
Τής έλευθερίας τόν χρωματισμόν,
Κ' έχουν αί παρθένοι γραφικά τά κάλλη
Καί άγνόν τό ρόδον εις τό χείλος θάλλει
Τό μελωδικόν των καί έρωτικόν,
Ώ άς ήδυνάμην νά σέ ίδώ πάλιν !
Μέ κατασπαράττει ύπέρ πάσαν άλλην
Του τυραννουμένου γένους ή είκών.
Παρακαταθήκην σ' άφησα πλουσίαν
Όλην τής ψυχής μου τήν περιουσίαν,
Ό,τι είς τόν κόσμον δι' έμέ γλυκύ.
Έρωτες, έλπίδες, όνειρα, άπάται,
Μ' ό,τι ή νεότης θελκτικόν πλανάται,
Φεύ ! μακράν μου όλα, έμειναν έκεί.
Έπλευσα βαθείας καί σκληράς άβύσσους,
Είδον χώρας ξένας, ξένας είδον νήσους.
Ξένας όχι, δούλας, άλλ' Έλληνικάς.
Τά βουνά έκείθεν τής άβράς Κυθήρης,
Όπου αί ώραίαι πάλαι πανηγύρεις
Ήθροιζον τοσαύτας κόρας θελκτικάς.
Πέραν τών Κουρήτωνή μεγάλη νήσος,
Ώ ! άν όσον τρέφη είς τά στέρνα μίσος
Κατά τών σκληρών τού δεσποτών ό Κρής
Έτρεφεν ό Έλλην πάσης δούλης χώρας,
Όλη είς όλίγας άποστάτις ώρας,
Όλη είς όλίγας άποστάτις ώρας,
Θά ήλευθερούτο πλέον ή πατρίς.
Κάνιστρον άνθέων έπιπλέ' είς λείον
Κύμα, όπου κύκνος τρυφερός μεθύων
Έκ τών άρωμάτων ένθους κελαδεί.
Άλλά δεύ! ο Ψάλτης τής Έλευθερίας
Ψ'αλλ' είς άνθη όπου ξένης δεσποτείας
Ή πνοή τό μύρον φθείρει τό ήδύ. 4
Έκλαυσα άπάτωρ, έρημος έλπίδος,
Όταν τής πατρώας προσφιλούς πατρίδος
Τής Κεφαλληνίας είδον τά βουνά,
Πανταχού άλύσεις, στεναγμοί Έλλήνων,
Τίς τόν έθνικόν μας θά πραΰνη θρήνον !
Πόσα ύποφέρει ή πατρίς δεινά !
Άπηνείς διώκται τής Ελευθερίας,
Οί υίοί έντεύθεν σφαλεράς θρησκείας, 5
Τά σκληρά έκείθεν τέκνα τού Σταυρού, 6
Δίδυμα θηρία, πίστεως άλλοίας,
Είς τά μέλη κόρης έδειξαν γλυκείας
Δύναμιν άγρίαν όνυχος σκληρού.
Μέ σφοδράς καρδίας ήλθον συγκινήσεις
Όπου ή τμηθείσα 'Ρώμη μετά λύσσης
Είς πεδίον μάχης συνεκρούσθ' ύγρόν.
Καί μνημείον νίκης άνηγέρθ' ή πόλις, 7
Ήν ν' άνακαλύψης κατορθόνεις μόλις
Σήμερον είς λίθων άτακτον σωρόν. 8
Τ'όνομα έκείνο, όνομα όνείρων,
Όνομ' άναμνήσεις τρυφεράς έγείρον
Έχει τι ώραίον, συμπαθές, γλυκύ.
Φεύ ! είς άναμνήσεις όλα τελειόνουν,
Αίτινες τού τάφου τήν σκιάν άπλόνουν
Έν τώ βίω, όνείρων νύκτα διαρκή.
Εύανθείς διήλθον λόφους καί κοιλάδας,
Είδον πηγών νύμφας καί Άμαδριάδας,
Μέλος ήδυτάτων ήκουσα αύλών.
Άλλά φεύ ! τό μέλος δάκρυα έκίνει,
Θούριον δέν ήτο, ούτε νά λαμπρύνη
Έβλεπον τά δάση Ένυούς δαυλόν.
Είς ν' άρπάση τόπλον δέν τολμά βραχίων,
Λίθοι, ούς νά τρέψη ούδ' ό Δευκαλίων
Θά είμπόρ' είς άνδρας ίσως άληθείς.
Έκφυλα μεγάλων τέκν προπατόρων,
Όνομα άπείρου δόξης μάττην δώρον
Έλαβον Παρίαι, άφωνοι ίχθύς.
Ώ μακράν είς άλλον φέρετέ με τόπον,
Έν τώ μέσω άλλων τολμηρών άνθρώπων,
Είς τού Μοντενέγρου τήν γενναίαν γήν. 9
Τάς λμπράς νά ίδω τάξεις τών άνδρείων
Νά έμβάλλούν φόβον είς τού Τούρκους κρύον,
Νά τρυφούν είς δόξης έκδικον σφαγήν.
Μάταιος πλήν πόθος ! δυστυχής καί κλαίων
Μάτην χαρακτήρα άπαιτώ γενναίον,
Μάτην έργα δόξης νούν νά μελετά.
Κάν τόν ποθητόν μου ήλιον άς είχον,
Όστις τού μικρού μου έχαιρε τόν τοίχον
Οίκου νά θωπεύη καί μέ χαιρετά.
Τώρα έκ τού Τμάρου κρύος άνατέλλων,
Ώς τών πικραμ'ένων χρόνων μου τό μέλλον
Κρύπτεται είς πέπλον νεφελών ώχρών,
Δι' έμέ δέν έχει λάμψιν ζωογόνον,
Δι' έμέ είς μόνας τάς Άθήνας μόνο
Είχε φλόγα είχε κάλλος ίλαρόν.
Τό πρωΐ άνοίγω τό παράθυρόν μου
Καί τόν άγρυπνούντα φέρω όφθαλμόν μου
Είς τά μακρυσμένα ποθητά βουνά,
Καί δακρύων πλήρης πότε λέγω πάλιν
Είς τήν πεφιλμένην τής μητρός άγκάλην
Τά ώρφανευμένα θ' άσπασθώ πτηνά ; 10
Τά πτερά των μόλις είχον άνατείλει
Ότε ή μεγάλη συνετρίβη στήλη
Όπου έκοιμώντο τόσον άσφαλή,
Καί είς τήν ζοφώδη έπεσον κ' εύρείαν
Έρημον τού κόσμου δίχως προστασίαν,
Όπου έμυκάτο θύελλα πολλή.
Μάτην ή άθώα κλαυθμηρά φωνή των
Έλεος έζήτει, κεκλεισμένα ήτον
Καί ψυχρά τά ώτα τών διαβατών.
Πόσον έσπαράχθην καί άράς όποίας
Κατά τής άδίκου μοίρας καί άγρίας
Ήρα έν τώ μέσω φοβερών νυκτών.
Ώ θά μ' ένθυμώνται ίσως τ'όνομά μου
Τώρα έκφωνούσι καί ή συμφορά μου
Τό άδελφικόν των δάκρυ άποσπά.
Φίλησέ τα, μήτερ, φίλησέ τα πάλιν,
Καί είς αίσθημάτων τρυφερών κραιπάλην
Λέγε ή ψυχή μου πόσον τ' άγαπά.
Καλλιόπη, κέντρον πάσης μου λατρείας,
Όνειρον ώραίον, άστρον γοητείας
Πώς τόν χωρισμόν σου τόρα θ' άνεχθώ ;
Άλλοτε έγγύς μου πάντοτε σέ είχον,
Πάντα τής γοήσσης γλώσσης σου τόν ήχον
Ήκουον καί όμως πού νά κορεσθώ ;
Τώρα δέν σέ βλέπω, δέν σ' άκούω τώρα,
Άλλη σέ, φεύ ! άλλη έχει έμέ χώρα,
Όρη μάς χωρίζουν, άβυσσος μακρά.
Άπηνής ποινή μου, έκαταδικάσθην,
Έπειδή τοσούτον φλογερά ήράσθην,
Καί άντηγαπώμην ίσως φλογερά.
Τήν ζωήν έγγύς σου μόνον ήσθανόμουν,
Ψαύων μέ τά χείλη τήν χρυσήν σου κόμην,
Ευτυχής, έπέτων είς τόν Ούρανόν,
Κάτω μου τόν κόσμον όλον έλησμόνουν,
Πλούτη, μεγαλεία, δόξας κατεφρόνουν,
Μεγαλεία, πλούτη μόνην σέ φρονών.
Άν τις τών άγγέλων μ' ήθελε προτείνει
Ν' άνταλλάξη βίον μετ' έμού, νά γίνη
Άνθρωπος έκείνος, άγγελος έγώ.
Ώ ποτέ μου, όχι, χάριν ουρανίου
Δέν ήθελον στέρξει τού θνητού μου βίου
Μίαν στιγμήν μόνην νά άπαλλαγώ.
Έν σου μόνον βλεμμα, μι' άπλή φωνή σου
Πνέει ύπερτέραν τέρψιν παραδείσου,
Ήδονάς μυρίων συγκεντροί έτών
Όμως δέν σέ βλέπω, δέν σ' άκούω τώρα.
Άλλη σέ, φεύ ! άλλη έχει έμέ χώρα,
Άβυσσος έν μ'εσω, όρη έκατόν.
Μ' άγαπάς άκόμη ; τ' άνθη μου φυλάττεις ;
Άρραβών άγάπης ήσαν ύπερτάτης,
Τρυφερά μνημεία τρυφερών στιγμών.
Τά παρθενικά σου φέρουν έτι στήθη
Ότι νά προσφέρη, κόρη, ήδυνήθη
Τών παλμών ή ώρα καί τών σπαραγμών ;
Σ' έβλεπον έθρήνεις γοερά, άλλ' ήτο
Κρίσιμος ή ώρα, θάρρος άπητείτο,
Καί τό θάρρος ήδη είχεν έν έμοί
Ή σκληρά έμβάλει μοίρα καί με ώθεί.
Έπρεπε νά φύγω, μάτην τόσοι πόθοι
Μ' έσυρον, άπήτει θάρρος ή στιγμή.
Ήλπιζες ν' άνάψουν δάδες Ύμεναίων
Κ' είς χορόν παρθένων έμπλέως άνθέων,
Έστεφανωμένη νά περιστραφής.
Ήπλιζες ν' άκούσης έπιθαλάμίους,
Τίς γνωρίζεις όμως σήμερον όποίους
Στεναγμούς καί θρήνους χύνεις κατηφής !
Ώ άς ήδυνάμην όρνις τού άέρος
Νά πετάξω όπου μέ καλεί ό έρως
Καί ό φλογισμένος νούς μου μ' όδηγεί.
Ώ 'Αθήναι, πάσαν τέρψιν μου γλυκείαν,
Πάσαν τής ζωής μου κλείετ' εύτυχίαν,
Τά Ήλύσιά μου ή σειρήν σας γή.
Άρά γε ταχέως θά σας ίδω πάλιν ;
Κ' είς τούς Πατισίους μέ καρδίαν άλλην
Είς αυγήν ωραίαν καλοκαιρινήν
Θά περιπλανήσω ταχυπόρον πόδα,
Κ' εύχροα έκ νέου θά συλλέξω ρόδα
Στάζοντα είσέτι δρόσον πρωϊνήν ;
Άρά γ' έν τώ μέσω τών καλών φίλων,
Όχι μαραμένον φθινοπώρου φύλλον,
Παίγνιον λαιλάπων καί τρικυμιών,
Πρός τ΄άρχαία ένθους θά κινώ μνημεία,
Όπου ή σπανία μεγαλοφυΐα
Λάμπει τλων άρχαίων εύφυών λαών ;
Είς τερπνάς παίν συζητήσεις,
Καί είς τον ρεμβώδη νούν τάς άναμνήσεις
Τών καλών θά φέρω εύλεών καιρών ;
Είχον τόσους φίλους, νύν δέν έχω ένα.
Άλλ' είς τής ψυχής μου κλείω τόν πυθμένα
Όλων τήν εικόνα, θείον θησαυρόν.
Ώ ίδού τούς βλέπω, μ' έρωτούν όποίον
Ξένος είς τούς ξένους τόπους έζών βίον,
Ό Βυζάντιός μου μέ καταφιλέι. 11
Τήν ψυχράν μου χείρα ό Φλωριάς λαμβάνει, 12
Καί τόν προσφιλή μου βλέπω Μαυρογιάννη 13
Περί ποιημάτων νά μέ όμιλή.
Μοί άναγινώσκει τής Φροσύνης μέρη,
Καί στροφάς μέ πόθον έθνικόν προφέρει
Τού Άπάτριδός του, φλογεράς ώδής,
Όλων ή καρδία συγκινείται, σύννους
Ό Φλωριάς τούς στίχους μελετά έκείνους,
Ούς κανείς δέν γράφει έν τώ βίω δίς.
Έρχεται κατόπιν ό τραχύς τό ήθος
Άγγελος, 14 άλλ' έχων νούν όγύν καί πλήθος
Πλεονεκτημάτων Έλληνοπρεπών,
Πέλεκυς καθ' όλων άμειλίκτως πίπτει,
Είς τάς ξένας γνώμας εύχερώς δέν κύπτει,
Τήν πεπατημένην φεύγει άτραπόν.
Χαίρετε, ώ φίλοι ! χαίρετε ! πλήν ποία
Τού νοός άπάτη ! Έν τή ξενιτεία
Έρημος καί ξένος ζώ ζωήν ψευδή.
Γύψ τά ήπατά μου άπληστος βροχθίζει,
Μίαν ή ψυχή μου τέρψιν δέν γνωρίζει,
Δυσυχής Σίσυφου λίθον κυλινδεί.
Φάντασμα κατέστην, πλέον δέν μέ μέλει
Άν ημέρα δύη, είτε άνατέλλη,
Έαρ έάν θάλλη ή χειμών βροντά.
Θέλω τής πατρίδος τόν γλυκύν άέρα,
Έκ τού Ύμηττού μου θέλω ή ήμέρα
Ύπομειδιώσα νά μέ χαιρετά.
Όπου πόθοι μ' έλκουν ίσχυροί καί τόσοι
Όπου μέ προσμένουν καί μέ άγαπώσι,
Όπου άνετράφην, κ' έκλαυσα νεκρόν
Εύστοργον πλήν τόσον άτυχή πατέρα,
Όπου γλυκυτάτην άφησα μητέρα
Μόνην βακτηρίαν δυστυχών μικρών,
Άν δέν σπευσ' ή τύχη νά μ' έπαναφέρη,
Άν μέ λησμονήση είς τά ξένα μέρη
Όπου ξένα όλα, μαύρα, θλιβερά,
Όπου μέ ειλώτων τρέφοντ' αίμ' άφώνων
Όφεις Ύρκανίας, γένος μιαιφόνον,
Τέρατα τού Άδου άπληστα, σκληρά,
Ώ τού λυπηρού μου βίου δέν θ' άργήση
Ό άστήρ είς μαύρα σύννεφα νά δύση,
Φεύ ! πολύ καρδία πάσχουσα δέν ζή !
'Ρίψε τότε τ'άνθη, τών χρυσών έλπίδων,
Φίλ' ύπό τήν βίαν τόσων καταιγίδων
"Είναι θλιβερό που το κράτος έγινε αξιολύπητο"
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ του Ποιητού
1... Καί τό άσμα τούτο έγράφη έν Ιωαννίνοις καί ύπό τάς αύτάς έντυπώσεις κατά τήν αύτήν σχεδόν τού προηγουμένου έποχήν καί έδημοσιεύθη άνωνύμως έν τώ τότε άκμάζοντι Περιοδικώ Πανδώρα.
2... Τμάρος καί Τόμαρος όρος τής Μολοσσίας τό κοινώς καλούμενον Μιτσικέλι, ύφ' ό κείται ή λίμνη τών Ιαννίνων.
3... Πρό τής είς Ίωάννινα μεταβάσεως μου διά τού Ίσθμού, είχον μεταβή έξ Άθηνών είς Σύρον καί έκείθεν δια τού Αύστριακού είς Κεφαλληνίαν, όπόθεν έπανήλθον διά τού Κορινθιακού κόλπου είς Άθήνας. Έξ Άθηνών μετά τινας μήνας διά τού αύτού κόλπου μετέβην είς τήν έν Ίωαννίνοις θέσιν μου. Νομίζω περιττόν ν' άναφέρω ότι ή είς Σύρον μετάβασις είνε σχεδόν πάντοτε όχληρά ένεκα τών έπικρατούντων βορείων άνέμων.
4.... Ή Ζάκυνθος ώς γνωστός άποκαλείται ύπό τών Εύρωπαίων fior di levante ήτοι άνθος τής Άνατολής. Έγώ άποβλέπων είς τό μέγεθος τής έξέτεινα τήν παραβολήν άποκαλέσας αύτήν κάνιστρον άνθέων, διότι πράγματι τοιαύτη είνε. Ότι δέ διά τού ψάλτου τής Έλευθερίας έννοώ τόν άληθήποιητήν τής νεωτέρας 'Έλλάδος Διονύσιο Σολομόν κρίνω περιττόν ν' άναφέρω.
5... Άντιστρόφως κατά τούς Όθωμάνούς σφαλερά βεβαίως θεωρείται ή Χριστιανική, παραδεχόμενη ώς υίόν Θεού άπλούν κατ' αύτούς προφήτην.
6.... Έννοώ τούς Άγγλους, οίτινες κατά τήν έποχήν έκείνην έζήτουν διά παντός τρόπου νά πνίξωσι τά εύγενή αίσθήματα τών Έπτανησίων άπαιτούντων τήν Ένωσιν αύτών μετά τής μητρός Έλλάδος. Εύτυχώς τό δίκαιον ύπερίσχυσεν, άλλ' ότε έπείσθη τό μεγαλόφρον Άγγλικόν έθνος ότι ουδέν ώφελείτο έκ τής κατοχής τών Ίονίων νήσων. Ήδη έπέβαλε τήν κυριαρχίαν του είς έτέραν Έλληνικήν νήσον όπου ίνα εύαρεστήση τοίς φίλοις του Όθωμανοίς καί άφαιρέση πάσαν ύποψίαν ένισχύσεως τού Έλληνισμού έν Μικρά καί αύτήν τήν ύπό πάντων τών κατοίκων τής Κύπρου όμιλουμένην Έλληνικήν ζητεί νά καταστήση έκποδών, τήν Τούρκικήν καί Άγγλικήν ώς έπίσημον παραδεχθέν γλώσσαν. Άλλ' άρά γε θά τηρήση τήν αύτήν διαγωγήν καί μετά τήν αποπεράτωσιν τών διαπραγματεύσεων μετά τής Πύλης καί ότε δέν θά ύπάρχη έν τή έξουσία ό κόμης Βισκονφίλδ ; Πρός τιμήν τού Άγγλικού έθνους άμφιβάλλω.
7... Ή Νικόπολις έκτίσθη τό 31π.Χ. ύπό τού Καίσαρος Αύγούστου είς άνάμνησιν τής έν Άκτίω νίκης αύτού κατά τού Άντωνίου καί τής έρωμένης του Κλεοπάτρας. Κατά τήν μαρτυρίαν τού Στράβωνος καί άλλων άρχαίων συγγραφέων έκοσμείτο διά πολλών καί λαμπρών οικοδομημάτων. Τήν πόλιν ταύτην καί τήν άπέναντι τού άρκτικού άκρωτηρίου τής Κέρκυρας Όγχησμόν, όστις έκειτο όπου σήμερον οί Άγιοι 40 κατέστρεψε κατά τόν έκτον αίώνα μ.Χ. ό κατά τών Ήπειρωτικών παραλίων άποσταλείς στόλος τού βασιλέως τών Όστρογότθων Τοτίλα.
8.... Είς μικράν άπό τής Πρεβέζης άπόστασιν πρός βορράν κείνται τά έρείπια τής πάλαι Νικοπόλεως.
9.... Γνωστόν ότι κατ' έκείνην τήν έποχήν τό Μαυροβούνιον έπολέμησεν ήρωϊκώτατα κατά τών Όθωμανών άπειθούν νά ύποταχθή είς τήν τυραννικήν αυτών έξουσίαν.
10.... Κατά τά 1855 συμφορά βαρεία έπληξε τόν πατρικόν μου οίκον στερηθέντα τόν μόνον προστάτην πολυμελούς οίκογενείας, όστις διά τού ίδρώτος τού προσώπου του ώκονόμει τόν άρτον της, άφού προηγουμένως κατά τήν μεγάλιν τού 1821 έπανάστασιν διά τού αίματος τού καί τού αίματος τεσσάρων άδελφών του, άπάντων πεσόντων έπί τού πεδίου τής μάχης, συνετέλεσε κατά τό έπ' αυτώ είς τήν άπελευθέρωσιν τής μικράς ταύτης Έλληνικής γωνίας, όπου έπιπεσόντα άπληστα άρπυιών σμήνη καί παραγκωνίσαντα τά τέκνα τών άληθών άγωνιστών ρόφώσιν ώς βδέλλαι τό αίμα τής ταλαίνης πατρίδος, ής έξαντλήσαντες πάντας τούς πόρους ήνάγκασαν αύτήν έν τέλει νά καταφύγη είς βαρέα καί δυσανάλογα δάνεια ίνα κορέση τήν άπληστίαν των.
11.... Άναστάσιος Βυζάντιος συμμαθητής μου έν Πανεπιστημίω καί μέχρι σήμερον είλικρινής καί θερμός φίλος μου. Είς τόν γλαφυρόν αυτού κάλαμον ή έν Τεργέστη έκδιδόμενη Έλληνική έφημερίς "ΗΜΕΡΑ" όφείλει τά μετά πολλής χάριτος καί εύφυΐας γραφόμενα άρθρα της. Νεώτατος έτι παρέσχεν θαυμάσια δείγματα πολλά ύποσχομένης ποιητικής εύφυΐας, άλλά δυστυχώς ταχέως ούχ ήττον ένδοξον καί άργαλέον τό τής δημοσιογραφίας, είς ό άναμφιρρήστως πρωταγωνστεί.
12.... Γεώργιος Φλωριάς, μετερχόμενος εύδοκίμως τό δικηγορικόν έπάγγελμα έν Κεφαλληνία καί πολλάκις έκλεχθείς Βουλευτής Σάμης. Διακρίνεται έπι πατριωτισμώ καί άνεξαρτησία χαρακτήρος, ήν ένίοτε άναγκάζεται νά ύποβάλη είς δοκιμασίας βιαζόμενος ύπό τών περιστάσεων. Όμολογουμένως όμως είνε τιμίου καί εύγενούς χαρακτήρος όσον ίσως όλίγοι τών ήμετέρων άντιπροσώπων.
13.... Γεράσιμος Μαυρογιάννης, τέως διευθυντής τού ήμετέρου Πολυτεχνείου, διατελέσας άντιπρόεδρος τής Βουλής καί διακριθείς ώς ποιητής. Λυπηρόν ότι δέν έξέδωκεν είσέτι πλήρες τό έπικολυρικόν του ποίημα "Φροσύνη" όπερ ύποβληθέν είς τόν ποιητικόν άγώνα τού 1853 ήμφισβήτησε τό βραβείον πρός τό έξαίσιον ποίημα τού άοιδίμου Ζαλακώστα "τό Στόμιον τής Πρεβέζης". Έγραψεν έπίσης διαφόρους ώδάς έν αίς διακρίνεται ό Άπατρις.
14.... Άγγελος Σ. Βλάχος τμηματάρχης τού Ύπουργείου τών Έξωτερικών. Διεκρίθη είς πολλά είδη τής ύμετέρας φιλολογίας, ήν έπλούτισε διά πονημάτων άξιολογωτάτων έν οίς διακρίνονται ή περί του Όμήρου βραβευθείσα πραγματεία του, αί κωμωδίαι του, είς άς κατ' έμέ ύπερέβη πάντας σχεδόν τούς είς τό είδος τούτο άσχοληθέντας ήμετέρους, αί δίς βραβευθείσαι Λυρικαί αυτού ποιήσεις, διάφοροι διατριβαί του, αί μεταφράσεις του καί άλλα διάφορα.
_______________________________
ΕΛEΓΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.