ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ 1
Τείνατε είς τήν φωνήν μου, ώ Πανέλληνες, τά ώτα.
Πνεύμα ένθεον έμπνέει τήν όργώσάν μου ψυχήν.
Δέν κατασκευάζω στίχους μέ άγώνα καί ίδρώτα·
Ή πατρίς είς τών παλμών μου όμιλεί τήν ταραχήν.
Ή πατρίς ! είς τήν χαράν μου Ούρανοί καί γή χαρήτε·
Έλευθέρα τού πατρός μου τής μητρός μου ή πατρίς
Δεν έμπαίζεται, δέν κλαίει, πλέον δέν ταλαιπωρείται,
Κατηφής δέν κλίνει κάτω ή πατρίς μου τάς όφρύς.
Γλώσσαν ήκουσεν έξαίφνης άσυνήθη, ήν σπανίως
Οί λαοί άκούουν όταν ξένη χείρ τούς τυραννή·
Τού ζυγού σέ άπαλλάττω· έπειδή ό δούλος βίος
Είς φυλήν δέν πρέπ' ήρώων, είς πατρίδα εύγενή.
Άρκετά ύπέστης ήδη έπί είκοσιν αίώνας·
Τελευταίός σου αύθέντης έγώ αίρω άπό σού
Τήν ίσχύν μου, ήν μέ τόσους διετήρησα άγώνας·
Ύπαγε, μετά τού έθνους συνενώθητι τού σού."
Πάργα, παύσον τήν φρικώδη νά κηρύττης προδοσίαν,
Τ' άναθέματά σου παύσον· ό Ίούδας σου ίδού
Τό βαρύ έκπλύνει αίσχος μ' εύγενή εύεργεσίαν·
Τής άθλίας του έξήλθε μεγαλόψυχος όδού.
Καί είς σέ, είς σέ έγγίζει, γή ταλαίπωρος μαρτύρων,
Ή στιγμή καθ' ήν θά 'ρίψης τ' άποτρόπαια δεσμά,
Καί τό πρώτον θ' άναλάβης τής έλευθερίας μύρον,
Όπερ τούς λαούς άγνίζει, μεγαλύνει καί τιμά.
Αί άρχαί, άς ή άρχαία Έλλάς πρώτη έξειργάσθη
Καί άνύψωσεν είς νόμον τού Άνθρώπου ό Υιός,
Καί ό κόσμος ώς πυξίδα έν τών βίω του ήσπάσθη
Έκφωνούν "μηδείς μενέτω είς τά σίδηρα λαός".
Καί ίδού ό Άγγλος πρώτος γενναιόφρων έγκαινίζει
Έποχήν, ήτις δοξάζει τόν αιώνα καί αυτόν,
Θυγατρός γνησίας πόθος τήν καρδίαν του κλονίζει
Καί τό δίκαιον τής βίας λησμονεί τών δεσποτών.
Μετ' άπέλπιδα αίώνων χωρισμόν άνεύρε τέλος
Τήν γλυκείάν της μητέρα, ήν έθρήνησε νεκράν,
Κ' είς σταυρόν σκληρόν τήν είδε μέ συντετριμμένον σκέλος
Καί τήν ήκουσε μέ θλίψιν έκστομίζουσαν πικράν,
"Διατί μέ λησμονείτε είς τάς φρίκας τού θανάτου,
Είς τά σκότη τής όδύνης, μαθηταί μου, διατί ;
Σάς έφώτισα ή τλήμων μέχρι Γάγγου καί Εύφράτου
Ότ' ένίκησαν τόν κόσμον οί μεγάλοι μου στρατοί."
Άλλ' άπήντων είς τόν θρήνον τής φρικώδους άγωνίας
Τών άλύσεων ό κρότος, τών όρδών οί χλευασμοί.
Ώς κακούργος έσταυρούτο ό λαός τής ιστορίας,
Άλλ' ούδένα οί φρικτοί του συνεκίνουν σπαραγμοί.
Όλοι όλοι άγνωμόνως ώς ό Πέτρος τον ήρνούντο·
Καί κατέπινε τό όξος καί έρρόφα τήν χολήν·
Ένώ φρίττοντα τά πάντα έκυκώντο κ' έκλονούντο,
Καί ό Άδης έβρυχάτο νέου χάους άπειλήν.
Άλλ' άγών μακρών αιώνων, εύγενής, άπηλπισμένος
Άπεκύλισε τόν λίθον τού μνημείου τόν βαρύν·
Καί άνέκυψε τό γένος
Άλλά μήτηρ άνευ τέκνων, μόνον μέλλοντος πυρήν.
Έν της τέκνον ύπό ξένην, φεύ ! αιώνων δεσποτείαν
Ούδ' αύτήν τής οικογενείας τήν άνάμνησιν τηρεί.
Φεύ ! μετέβαλε καί γλώσσαν καί έλπίδας καί θρησκείαν
Καί ώς ξένην τήν μητέρα ό υίός της θεωρεί.
Μάτην τών Συρακουσίων άοιδών δέν παύ' ή λύρα
Τάς ήμέρας τής ώραίας έποχής ν' άνακαλή.
Ούδ' αύτού τού Άρχιμήδους ή άνάμνησις σπινθήρα
Έθνισμού ν' άνάψ' ίσχύει· φεύ ! καλούνται 'Ιταλοί.
Άλλά τέκνα της τό 'ρεύμα κατεπόντισεν άγρίων
Συρφετών, ούς λαίλαψ μαύρη έξηκόντισ' έκ βορρά·
Καί αύτό φιλονεικούσι τό άρχαίον μεγαλείον
Οί σκληροί. Τήν ίστορίαν καταβάλλ' ή συμφορά.
Είς τά βάθη τής καρδίας ώς πολύτιμον, ώς θείον
Φυλακτήριον νά σώσουν άλλα τέκνα δυστυχή
Έθνικότητος καί γλώσσης ήδυνήθησαν σημείον,
Άλλά φεύ ! πολλάκις ήλθεν είς τά χείλη ή ψυχή.
Έν διήλθε τόν χειμώνα τού όλέθρου και τών σάλων
Μ' όλιγώτερον άγώνα, άλλά πάντοτε σκληρόν·
Κ' είς κύματα τών ξένων Βενετών, Λατίνων, Γάλλων
Δέν άπέβαλε τό φίλτρον τών άρχαίων ήμερών.
Τής μητρός σφοδρός ό πόθος τήν ψυχήν του έπλημμύρει
Καί τ' ώραίον όνομά της ήτο μόνη του χαρά·
Καί πρίν έτι άποστάτις τόν βραχίονα έγείρη
Μ' ώπλισμένα πρώτον τρέχει είς τόν κίνδυνον πλευρά.
Δεν είμπόρεσαν τού φίλτρου τήν όρμήν ν' άναχαιτίσουν
Αί είρκταί, αί μαστιγώσεις, αί δημεύσεις, οί κλωβοί.
Δέν όκνούν είς τόν βωμόν της τέκν' άγνά τό πάν νά θύσουν,
Κ' είς τον βράχον τής Παλλάδος τελούν φόρον εύσεβή.
Πύρ άγνόν έλευθερίας όχι βία καί συμφέρον
Τούς ώδήγ' είς τήν παλαίστραν τών σφαγών καί συμφορών.
Πρός τόν νέον ήμιλλάτο πολεμών έγγύς ό γέρων,
Καί τόν θάνατον έφρόνει πανηγύρεως χορόν.
Έπολέμησε καί όταν ό γιγάντιος έστέφθη
Μέ διάδημα άγών,
Άλλά γλίσχρως τόσαι νίκαι, τόσον αίμα έβραβεύθη,
Τό ήφαίστειον τών πόθων δέν άπέμεινε σιγών.
Ώς πολλών σαλπίγγων ήχος, ώς βοή πολλών ύδάτων,
Τής Ένώσεως ήκούσθη ή φιλόπατρις κραυγή.
Καί έξέπληξεν ή τόλμη τών γενναίων φρονημάτων
Τήν Εύρώπην, ήτις βλέπει καί άκούει έν σιγή.
Μάτην, μάτην έπιλήσμων τών άρχών του τών ίδίων
Τήν φωνήν ζητεί νά πνίξη ό προστάτης ό σκληρός,
Είς έρήμους 'ρίπτων νήσους είς φρικτάς είρκτάς έγκλείων.
Τόν χρυσόν έξωραΐζει ή μανία τού πυρός.
Ή φωνή δέν παύει, όχι άντηχεί φοβερωτέρα
Καί μετέωρον τόν κόσμον είς τόν ήχον της κρατεί.
Τί θά πράξη περιμένουν όλη χώρα έλευθέρα
Ήτις τής Έλευθερίας τά προνόμι' άπαιτεί.
Τί θά πράξη ; τού Ούάρδου δέν ώφέλησεν ή βία,
Έχλευάσθη τού άγρίου Μεϊτλάνδου ή όργή,
Έχλευάσθησαν άλύσεις, άπειλαί, είρκταί, κλωβία·
Πρό τού πόθου τού μεγάλου πάσα τέχνη ναυαγεί.
Ούδέν όλον τό χρυσίον τών πλουσίων μεταλλείων
Ώφελεί τής Αύστραλίας, ούδέν θέσεις καί βαθμοί.
Ταπεινούται πρό όλίγων χωρικών τό μεγαλείον
Όπερ έθν' ύπήκοά του καί αίώνας άριθμεί.
Έν φρικτή άμηχανία άρμοστάς άλλάσσει, όμως
Τής Ένώσεως δέν παύει ή φιλόπατρις κραυγή·
Μάτην, μάτην ό προστάτης άνταπήντα άποτόμως,
"Δούλε, κύπτε έν σιγή".
"Άλλού δός τήν ίσχυράν σου προστασίαν, δέν τήν θέλω·
Πάρ' έμού μή περιμένης εύτελή ύποταγήν.
Καί άν έτι είς άγχόνας ν' άποθάν' ώς μάρτυς μέλλω"
Κ' είς τά ώτα του έβόα τήν φιλόπατριν κραυγήν.
Ό άγών έξηκολούθει μετά πείσματος καί λύσσης·
Ούδέ βήμα ύπεχώρει ή ίσχύς καί ή στοργή.
Ή ίσχύς δέν ύπεχώρει· άλλ' ένίκησεν ή φύσις,
Καί είς αίσιον λιμένα τόν άγώνα όδηγεί.
Ψάλατε παιάνας δόξης. Τής Ζακύνθου λαέ ψάλλε
Τό πωτάκουστον, τό μέγα, τό μυθώδες γεγονός.
Πολλαί ήρθησαν είς κλέος καί εις τό κράτος φυλαί άλλαι,
Άλλ' ή δόξα των διέβη καί ίσχύς των ώς καπνός.
Μόνη έκπληξις τού κόσμου, μόνη θαύμα τών αιώνων,
Άποθνήσκουσα δέν θνήσκει, άνακύπτει ή Έλλάς.
Ώς ή κιβωτός τού Νώε είς τά ύδατα τών χρόνων
Έπιπλέει τάς σκληράς των άψηφούσα προσβολάς.
Είς τά τείχη τής Κερκύρας ποία αύτη ή σημαία
Μέ τού γάλακτος τό χρώμα καί το χρώμα τ' Ούρανού ;
Διατί ή θελκτική της τάς καρδίας σείει θέα
Καί τήν χώραν ήλεκτρίζει τού άπέναντι βουνού ;
Δέν τήν είδεν αιών άλλος, δέν τήν έστησε χείρ ξένη·
Κάτω κλίνατε τό γόνυ, προσκυνήσατε λαοί.
Ό άστήρ τής οικουμένης έκ τού Άδου άναβαίνει
Όπου σκότους καί αίμάτων τόν έβύθισαν υίοί.
Δι' αυτού νά καταβάλη τό Ξανθόν όφείλει γένος 2
Τόν φρικτόν τής διθαλάσσου πρωτευούσης συμφερτόν
Όστις έκ νικών άγρίων καί σφαγών βεβακχευμένος
Ώς φαιδρόν άκούει άσμα τόν φρικώδη κοπετόν.
Τό ξανθόν θά έλθη γένος· όχι, όχι δέν θ' άργήση
Ή κοπείσα λειτουργία έν ήμέρα κοπετών
Είς τών πόθων καί όνείρων τόν ναόν ν' άντιβοήση
Έν τώ μέσω φιλημάτων καί όργάνων καί βροντών.
Δέν θ΄άργήση ώς είς πόλον έκεί στρέφοντ' αίωνίως
Τά αισθήματα, οί πόθοι, αί έπλίδες, οί παλμοί.
Έλλην γνήσιος δέν είνε όστις σκέπτεται άλλοίως.
Είς τόν Βόσπορον μάς κράζει τής πατρίδος ή τιμή.
Έκεί πάντοτε τό βλέμμα καί σύ είχες έστραμμένον,
Καί δέν έπαυες αίώνας νά μυρώνεσαι έκεί,
Καί συνέπασχες μεθ' όλων, δυστυχή, τών θλιβομένων,
Κ' είς άγώνα ή ψυχή σου διετέλει διαρκή.
Φρικτόν άντίκρυ έβόα τής τιμής τό πυροβόλον·
Φλόγας έρριπτον καί μύδρους τού Σουλίου τά βουνά·
Ήγωνίζετ' ό άνδρείος όρεινός υπέρ τών όλων
Καί διέλυε τά νέφη τής νυκτός τά σκοτεινά.
Καί αυτόν, αύτόν άκόμη τόν Άλήν περιεφρόνει,
Καί είς άτιμον πολλάκις τόν έβίασε φυγήν,
Καί πολλοί πολλοί παρήλθον έν λαμπροίς θριάμβοις χρόνοι,
Άλλά τέλος τήν φρικτήν του έδοκίμασεν όργήν.
Είς τά ύψη τού Ζαλόγγου χορόν έστησαν θανάτου,
Χορόν δόξης άθανάτου, Άμαζόνες εύγενείς,
Καί ήγίασαν μέ πτώσιν φοβεράν τά βάραθρά του
Ήν αίών δέ είδεν άλλος, ούδέ ήκουσε κανείς.
Τ' όλοκαύτωμα τής Δέσπως πάσαν έσειε καρδίαν.
Δίκην όρνιθος άθροίζει τούς φιλτάτους νεοσσούς
Καί προτείνει όχι γάμου έορτήν, άλλά θυσίαν,
Καί όλέθρου όχι γάμου δράττει φλέγοντας πυρσούς.
Λαός μέγας ώς οί Μαύροι έπωλήθη τής Νουβίας,
Άλλά πρίν πλανήτης τρέξη, οίκτρόν δράμα παριστά.
Είς τούς τάφους τών γονέων προχωρεί μετ' εύλαβείας
Καί τά μνήματ' άνασκάπτει, κ' έξορύσσει τά όστά.
Είς τάς φλόγας παραδίδει τά όστά σεπτών λειψάνων
Καί ώς κόκκους άδαμάντων συναθροίζει τήν σποδόν.
Όχι πούς νά τά ύβρίση δέν έπέτρεψε τυράννων·
Είς τήν πλάνητα μαζί του τά παρέλαβον όδόν.
Ψάλλουν άσματα τά χείλη νεκρικά τών ίερέων,
Ή παρθένος τούς πλοκάμους συμπροσφέρ' είς τήν πυράν
Καί ή νέα λούει μήτηρ τό παιδίον της τώραίον
Είς τά νάματα τά κρύα δι' έσχάτην φεύ ! φοράν...
Όλα ήκουε κ' έθρήνει ένδομύχως, άλλά μόνον
Δάκρ' ήδύνατο νά χύνη είς ένδόξους συμφοράς,
Κ' είς τά λείψανα μεγάλων, άλλ' άγόνων φεύ ! άγώνων
Άρτον έδιδε καί στέγην μετ' άγάπης τρυφεράς.
Άλλ' ή θύελλα παρήλθεν· φεύγει έντρομον τό σκότος·
Καί γλυκεία άνατέλλει λαμπρού μέλλοντος ήώς·
Ό Όθωμανός δέν είνε ό Όθωμανός ό πρώτος.
Ό διάδοχος ήγέρθη έκ τού τάφου του λαός.
Όχι σήμερον δέν είνε ό Όθωμανός έκείνος,
Όστις τέσσαρας άνδρείων μυριάδας όδηγών,
Είς τήν Κέρκυρα άπέβη και βαρύς ήκούσθη θρήνος,
Καί μετέβαλε τήν νήσον είς ήφαίστειον φλογών.
Έτρεμεν ένώπιόν του τότ' όλ' ή Οίκουμένη,
Καί τά ίχνη έπροσκύνει τών βεβήλων του ποδών·
Καί πρό τών τειχών της είδε μιναρέδες ή Βιέννη,
Καί ούδείς νά κλείσ' είμπόρει τήν φρικώδη του όδόν.
Εύγενής στρατάρχης τότε, άκατάπληκτος καρδία,
Ό γενναίος Σχολεμβούργος, τήν πατρίδα Γερμανός,
Θάρρος έκραξε· κινδύνους δέν φοβείται ή άνδρία·
Όχι δέν θά άδικήση τούς πιστούς ό ούρανός.
Άλλ' ώς λάβα ήτις δίκην φοβερού χειμάρρου 'ρέει
Καί τά πάντα καταστρέφει, παραλύει, πυρπολεί
Ό έχθρός προβαίν' είς μάτην νά κρατήσουν οί γενναίοι
Τήν όρμήν μοχθούσιν, ήτις κόσμου τέλος άπειλεί.
Ήδη έφθασε πλησίον τών μεγάλων προμαχώνων.
Μέχρις άστρων άνυψώθη ό φρικτός άλαλαγμός·
Ή γή σείεται νομίζεις είς τό βήμα τών δαιμόνων
Ούς εύφραίν' ή άγωνία, ή σφαγή, ό σπαραγμός.
Προχωρούν, τήν πλάτην στρέφει ό υίός τής Βενετίας·
Ζητεί μάτην πολεμάρχους ό γενναίος άρχηγός·
Μάτην όχ', είς τήν φωνήν του πλήρης θάρρους καί άνδρίας
Προχωρεί ό Κερκυραίος είς τάς φλόγας τής Στυγός.
Τρέμουν, πάλλουσι τά τείχη ώς σαθρόν έν πόντω πλοίον·
Καί νομίζεις ότ' είς κόνιν θά κατέλθουν καί σποδόν·
Άλλ' ή δράξ δέν άποκάμνει, δέν τρομάζει τών άνδρείων·
Κτυπά πάντοτε, τό ρεύμα άποκρούει τών όρδών.
Άλλ' ή νίκη πρός τά φαύλα στίφη φαίνεται προσκλίνει.
Είς τά τείχ' ή φλικαλέα ήμισέληνος πατεί·
Φοβερά λυσσά ή πάλη· ψυχή λέγεις δέν θά μείνη·
Φεύ ! ή Κέρκυρ' άπωλέσθη καί ή Δύσις σύν αύτή.
Άλλά όχ', ίδού ό Σάξων μετ' όλίγων Κερκυραίων
Τρομερός διασκελίζει τάς επάλξεις τών τειχών,
Καί φρικτοί λεόντων δίκην έπιπίπτουν πειναλέων
Όπου στήνει τάς σημαίας ό έχθρός μεγαλαυχών.
Ή ανήκουστος άνδρία, ή όρμή ή μανιώδης
Φόβον κ' έκπληξιν έμβάλλει είς τάς τάξεις τού έχθρού.
Άλλά ίσταται, δέν φεύγει, άγωνίζεται λυσσώδης,
Πολεμεί έπί πελάγους, ώς θηρίον, έρυθρού.
Πολεμεί, άλλά δέν κάμπτει τήν άντίπαλον άνδρίαν·
Φρικτή πάντοτε ώς δάσους προχωρεί πυρκαϊά,
Καί τόν Τάρταρον πλουτίζει μέ φρικτήν άνδροφονίαν.
Ό έχθρός άλλάσσει βήμα, δέν άντέχει, ώχριά.
Είς τήν κόλασιν τής φρίκης ή ψυχή του δέν άντέχει·
Σιωπά τό τουμπελέκι, παύ' ή φλέγουσα βροχή.
Ό νικών νικάτ' έν τρόμω μ' έστραμμένα νώτα τρέχει,
Ένώ άπαυστον τό ζήτω τού θριάμβου άντηχεί.
Χαίρε, γή τού Άλκίνοου, δέν σέ έσωσε χείρ ξένη·
Είνε κτήμά σου έκείνου τού θριάμβου ή τιμή·
Σύ άπέκρουσες τό κύμα, όπερ μαύρη είμαρμένη
Κατά σού, καθ' όλης τότε τής Ευρώπης έξεμεί.
Άλλά πού άμνήμων τρέχω τής πατρίδος τών γονέων,
Ήτις ύψωσε τήν πρώτην τής Ένώσεως φωνήν,
Καί άνέλαβεν άγώνα ύπέρ έννοιαν γενναίον,
Μ' εύγενή ώς Σπαρτιάτης πολεμών έπιμονήν ;
Ή στεντόρειος φωνή της έξετόπισε τήν γλώσσαν,
Ήν έπέβαλεν είς τέκνα τής Έλλάδος άκραιφνή
Ή ίσχύς τής Βενετίας καί σχεδόν άγωνιώσαν
Ύπεστήριξεν ύπούλως οί προστάται Βρεττανοί.
Ούδ' αύτήν κατά τής βίας καί ίσχύος ν' άντιτείνη
Έδείλιασε τήν βίαν, κατά λέοντος ό μύς·
Καί τόν θάνατον προκρίνει
'Ή στιγμήν νά παύση μίαν τόν άγώνα τής τιμής.
Δέν τόν έπαυσεν· άντηχεί ώς βροντή τού Μομφεράτου
Είς τό βήμα ή φωνή,
Καί τήν Ένωσιν έζήτει μυκτηρίζων τού προστάτου
Τάς δολίας ύποσχέσεις καί τά όπλα τ' άγενή.
Ό Ζερβός, ή άλλη στήλη τού ήρωϊκού άγώνος,
Άπηνείς περιεφρόνει συμφοράς καί άπειλάς,
Καί μέ κάλαμον καί γλώσσαν συνεμόχθει έπιμόνως
Τάς έπτά της ν' άναλάβη θυγατέρας ή Έλλάς.
Ούδέ σύ μικρόν είργάσθης, Λιβαδά, ούδέ ό άλλος,
Όν ή Ζάκυνθος είσέτι μέ τάς ψήφους της τιμά. 3
Όλους εύρε τής πατρίδος μεγαλόφρονας ό σάλος
Καί άπέρριψεν έν δόξη τά ξενότροπα δεσμά.
Δι΄ύμών ό,τι άπάτη καί σκιά έθεωρείτο,
Ό, τι χίμαιρα καί πόθος φλεγμαινούσης κεφαλής
Όστά έλαβε καί σάρκα, δι' ύμών ό,τι ήρνείτο
Ό χθές άκαμπτος προστάτης, χορηγεί αύτοθελής.
Ό αίών μας αίών μέγας· τά προχώματ' άνατρέπει,
Φοβερού χειμάρρου δίκην τών άρχαίων ίδεών.
Άν είσέτι τών όμμάτων δέν κατέπεσεν ή σκέπη
Καί τό δίκαιον είσέτι διοικεί τό παλαιόν,
Άλλά λύονται τά σκότη βαθμηδόν πρό τών άκτίνων,
Άς αιώνας ήδη πέμπει ή Γραφή έκ τού Σινά,
Άς διέσπειρεν ή τόλμη καί σοφία τών Έλλήνων
Πρίν είσέτι τού σωτήρος άκουσθούν τά Ώσαννά.
Ή Τριάς, ήν νά όρίση τόσος μόχθος καλογήρων
Δέν είμπόρεσε καί βράζει έτ' ή πάλη τών γνωμών,
Ή τριάς, ήτις έπνίγη είς κενόν πολλάκις λήρον
Και έτάφη είς αίμάτων άνθρωπίνων ποταμόν,
Ή τριάς άπηλλαγμένη σοφισμάτων κ' αίνιγμάτων
Ήν οί άρχοντες άρνούντο καί ποθούσιν οί λαοί
Καί ό μέγας Σταγειρίτης ήμφισβήτησε καί Πλάτων
Μέ τήν σάλπιγγ' άνά χείρας είμ' έδώ είδοποιεί.
Τρείς τήν κόμην της άστέρες έξαστράπτοντες κοσμούσιν
Κ' είς τά χείλη της ελπίδος γέλως πάντοτ' ένοικεί·
Ώ χωρίς τόν νούν νά θλίβουν οί λαοί τήν έννοούσιν,
Ούς ή άλυσις μαραίνει ή σκληρά καί δουλική.
Έκ βημάτων έλευθέρων άντηχεί τό όνομά της
Καί τό πλήθος τό άκούει έκ χαράς ένθουσιών.
Άδελφότης καί Ίσότης καί σφραγίς καί πρωτοστάτις
Ή Έλευθερία ήτις ήλεκτρίζει τόν λαόν.
Ώ αυτήν καί σύ ώς όμβρον έν αύχμώ έπικαλείσαι,
Ώς σωτήριον άστέρα έν τώ σκότει σου ζητείς,
Έλλάς δούλη, ήτις έτι άπανθρώπους τυραννείσαι
Καί νά θραύσης τής αίσχύνης τά δεσμά άδυνατείς.
Είν' έγγύς τής σωτηρίας θ' άνατείλη ή ήμέρα·
Τό κοράνιον θά πέση, θ' άναλάμψη ό Σταυρός·
Θ' άσπασθή άνευ σιδήρων ή θυγατήρ τήν μητέρα.
Γή τού Πύρρου, γή τού 'Ρήγα, χαίρ' έγγίζει ό καιρός.
Μακεδόνες, Κρήτες, Θράκες, μή άπέλπιδες θρηνήτε·
Ή Έπτάνησος σάς πέμπει εύαγγέλια χαράς·
Έτοιμάσθητε τής δόξης τόν νυμφίον νά δεχθήτε·
Έρχεται νά μεταβάλη είς χαράν τάς συμφοράς.
Άποβάλετε τόν ύπνον· γρηγορείτε, γρηγορείτε·
Μέ χαράς προβαίνει ύμνους έν τώ μέσω τής νυκτός·
Είς άπάντησίν του, κόραι, δαφνοστόλιστοι προβήτε·
Είνε ή έλπίς τού γένους, του Θεού ό έκλεκτός.
Μούσαι, λάβετε τήν λύραν, μάτην φθόγγον ζητώ νέον·
Είς τόν λάρυγγα τό άσμα ή συγκίνησις κρατεί·
Καί άπόδοτέ την πάλιν είς τον δύστηνον Τυρταίον
Όταν ή μεγάλ' ήχήση είς τόν Βόσπορον βροντή,
Καί τήν Ένωσιν τό γένος τήν μεγάλην, τήν τελείαν
Έορτάσ' ύπό τούς θόλους τού ένδόξου του Ναού,
Καί άγάλλον χαιρετίση τόν Ξανθόκομον Μεσσίαν,
Τάς μεγάλας έκτελούντα άποφάσεις τού Θεού.
___________________________________
Παναγιώτης Γ. Ματαράγκας
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ του Ποιητού
1.... Ή ώδή αύτή άπώλετο έν τή μεγάλη πυρκαϊά τού Πέρα τής Κωνσταντινουπόλεως κατά το 1869. Έξ αύτής όλίγας μόνον στροφάς διετηρήσαμε έν μνήμν καί κατόπιν έν Αργυροκάστρω κατά Ίούνιον 1877 έπληρώσαμεν τά κενά. Τελευταίον έν Άθήναις άναθεωρήσαντες αύτήν πολλά παρελείψαμεν καί πολλά προσεθέσαμεν καταστήσαντες αύτήν οία υπάρχει σήμερον. Φοβούμεθα μή έκληφθώμεν έγωϊσταί παραβάλλοντες τήν έργασίαν ήμών πρός έκείνην τών άναλαβόντων τήν συμπλήρωσιν τών ύπό τού χρόνου καί τών πολέμων άκρωτηριασθεισών Καρυάτιδων.
2.... Τοιαύτη τις προφητεία έπαρηγόρει τό έθνος κατά τούς βαρείς τής δουλείας χρόνους καί ή προφητεία αύτη φαίνεται ότι θάσσον ή βράδιον μέλλει νά έκπληρωθή. Δεν πιστεύομεν, μέ όλας τάς προσπαθείας τών 'Ρώσων, νά γίνωσι κύριοι τής Κνωσταντινουπόλεως οί Βούλγαροι καί δι' αύτών οί ύπερασπισταί καί όμόφυλοί των, τούναντίον έχομεν άκράδαντον πεποίθησιν ότι ό χρησμός θέλει έξηγηθή ύπερ ήμών καί ότι έπέστη ό χρόνος καθ' όν ό διάδοχος Κωνσταντίνος, συνεχίζων τήν έθνικήν ήμών ίστορίαν θέλει καθέξει τόν θρόνον, όν ή θεία πρόνοια προώρισεν είς τό Έλληνικόν γένος, όπερ έν τώ Κωσταντίνω άνεύρε τό ξανθόν τού χρησμού γένος.
3.... Ό Κωνσταντίνος Λομβάρδος.
________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1479, Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ή Λευκάδα είναι το μόνο απ’ τα Επτάνησα που γνωρίζει την τουρκική κατοχή, που θα κρατήσει περίπου 200 χρόνια.
1684, Όλα τα νησιά τού Ιονίου έχουν περάσει το ένα μετά τό άλλο στα χέρια των Βενετών, που θα αναδείξουν μία τοπική αριστοκρατία. Με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε ένα μητρώο ευγενείας, η «Χρυσή Βίβλος» («Libro d’ oro»), που απέκλειε έμπορους και τον καθένα που οι πρόγονοι του είχαν ασκήσει χειρωνακτικό επάγγελμα. Έτσι η δημιουργία διακρίσεων οδήγησε σε οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις. Με εξαίρεση την Κεφαλονιά, όπου ποτέ δεν μπόρεσε να επιβληθεί ολοκληρωτικά, η φεουδαρχία θριάμβευε στην περιοχή σ’ όλη τη διάρκεια της βενετσιάνικης κατάκτησης. Οι εξεγέρσεις του λαού και των αγροτών ήταν φαινόμενο περισσότερο από συνηθισμένο. Στα 1797, τα νησιά πέρασαν στη γαλλική κατοχή, που έφερε μαζί της όλα τα δημοκρατικά ρεύματα της γαλλικής επανάστασης, τις ανατροπές και τις μεταρρυθμίσεις.
Η ρωσοτουρκική κατάκτηση (1799 – 1800) προσωρινή μεν αλλά θα επαναφέρει την αριστοκρατία στα πράγματα, πιο «διαβασμένη». Τα Ιόνια νησιά απέκτησαν για λίγο τον τίτλο της δημοκρατίας κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου. Οι εξεγέρσεις απέδωσαν ένα «βυζαντινό σύνταγμα» (ονομάστηκε έτσι, επειδή συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη) που παραχωρούσε κάποιες ανεπαίσθητες ελευθερίες, ενώ δημιουργήθηκε η «έντιμη αντιπροσωπεία», ένα είδος συμβιβασμού ανάμεσα στους ευγενείς και στους πλούσιους των νησιών.
Η δεύτερη γαλλική κατοχή (1807) δεν είχε καμιά σχέση με την πρώτη, καθώς αυτή τη φορά εκπροσωπούσε τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η δημιουργία οικονομικής κρίσης που είχε σαν αποτέλεσμα την διαρκώς ογκούμενη λαϊκή αντίδραση, αλλά και τα προβλήματα του Ναπολέοντα διευκόλυναν την προοδευτική αφαίρεση των νησιών από την επιρροή των Γάλλων. Με τη συνθήκη του 1815, πέρασαν στην προστασία της Αγγλίας.
Ο λόρδος μεγάλος αρμοστής Θ. Μαίτλαντ εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα και μέσα σε κλίμα βίας και τρομοκρατίας για το λαό, συνεργάστηκε στενά με την αριστοκρατία. Κοινός τους στόχος η καταπολέμηση της εθνικής συνείδησης των νησιωτών, που είχε φουντώσει μετά την πρώτη γαλλική κατάκτηση. Η ελληνική επανάσταση και η δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους αποτέλεσαν το έναυσμα μακρών αγώνων που απέκτησαν και την πολιτική τους έκφραση μέσα από τις τάξεις του ριζοσπαστικού κόμματος.
Οι Ριζοσπάστες υπήρξαν μια ομάδα διανοούμενων και επιστημόνων με ευρωπαϊκή παιδεία και ανοιχτό μυαλό στις νέες ιδέες , προερχόμενοι κυρίως από την μεσοαστική αλλά και κάποιες φορές, από την αγροτική τάξη. Η πλατφόρμα ιδεολογιών στην οποία κινήθηκαν οι Ριζοσπάστες, είναι επηρεασμένη από τις Γαλλικές επαναστάσεις του 1789 και 1848, από τις επαναστατικές κινήσεις των Καρμπονάρων στην Ιταλική χερσόνησο, από την λεγόμενη Ιουλιανή εξέγερση του 1830 στην Γαλλία, αλλά και από το ελληνικό διαφωτιστικό κίνημα, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της εθνικής εξέγερσης.
Σκοπός των ριζοσπαστών ήταν όχι μόνο η ένωση με την Ελλάδα, αλλά έθεταν ως στόχο την οικοδόμηση μιας δίκαιης και ελεύθερης κοινωνίας. Πρέσβευαν ένα αίτημα προς την συγκρότηση δημοκρατικής πολιτείας, στη βάση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησία. Το κόμμα των Ριζοσπαστών ιδρύθηκε το 1848, μπήκε για πρώτη φορά στην Ιόνιο Βουλή το 1850 και διαλύθηκε αμέσως μετά την ένωση των Ιόνιων νήσων με την Ελλάδα το 1864.
Στις 23 Σεπτέμβρη το 1863, η ΙΓ Ίόνιος Βουλή, η τελευταία της Επτανήσου, σε μια πανηγυρική συνεδρίαση εκδίδει το παρακάτω ψήφισμα που αποστέλλεται στη Βασίλισσα της Αγγλίας Βικτορία:
«Αι Νήσοι Κέρκυρα, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, Λευκάς, Ιθάκη, Κύθηρα, Παξοί, και τα εξαρτήματα αυτών ενούνται μετά του Βασιλείου της Ελλάδος, όπως εσαεί αποτελούν αναπόσπαστον αυτού μέρος εν μια και αδιαιρέτω πολιτεία υπό το συνταγματικόν Σκήπτρον της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α΄ και των διαδόχων Αυτού».
Η Βουλή της Επτανήσου επικυρώνει τη Συμφωνία του Λονδίνου |
Τελικά με ξεχωριστό Πρωτόκολλο καταργήθηκε η ρήτρα της ουδετερότητας, ενώ η κατεδάφιση περιορίστηκε μόνο στα οχυρωματικά έργα της Κέρκυρας και των Παξών.
Επίσης μετά τις διαπραγματεύσεις τέθηκε χρονικό όριο 15 ετών, στα ειδικά προνόμια που απολάμβανε το ξένο εμπόριο και η ξένη ναυσιπλοϊα στα Επτάνησα και κατοχυρώθηκαν οι αρχές της ελευθερίας στη θρησκευτική λατρεία.
Τελικά η Συνθήκη υπεγράφη από τον Έλληνα εκπρόσωπο το Μάρτη του 1864.
Φαντασία και Καρδία δευτέρα ἔκδοσις
ΕΛEΓΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.